Κώστας Παππής

10/21/2024

Κατερίνας Ατσόγλου, "Το βάρος της μοναξιάς" - Κριτική παρουσίαση της Ελένης Νανοπούλου

(Χτες, Κυριακή πρωί, στη Στέγη της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων είχα την ευκαιρία να απολαύσω την παρουσίαση  της νέας ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Ατσόγλου «Το βάρος της μοναξιάς». Μιας εξαιρετικής συλλογής που καθιερώνει τη δημιουργό της σαν σπουδαίο μέγεθος στο χώρο της ποίησης.

 Μια σε βάθος ανάλυση του έργου της Κατερίνας, πολύ ενδιαφέρουσα, που μας παρουσίασε η λογοτέχνιδα Ελένη Νανοπούλου, παραθέτω εδώ μαζί με σύντομο βιογραφικό της).  

*******

 

Είμαστε εδώ σήμερα για το δεύτερο βιβλίο της, που κυοφορήθηκε μέσα σε αυτά τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν- χρόνια απομόνωσης. Ωραία έκδοση πάλι από το Βακχικόν !

Στο εξώφυλλο το μαύρο φόντο έγινε λευκό με μια ευγενική σιωπηλή ζωγραφιά. Συμβολική η αλλαγή;  σκέπτομαι το λευκό στην ποίηση της Ε.D. και  ότι τα ποιήματα τα πλαισιώνει  πάντα λευκός χώρος και σιωπή. Ο μονολεκτικός τίτλος  ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ έγινε περιφραστικός και πιο ειδικός ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ. Θα δούμε, λοιπόν, πόσο ζυγίζει αυτή η μοναξιά.

Έχουμε στα χέρια μας 51 ποιήματα: τα 10  είναι  εκτενή, αφηγηματικά . Τα 28 είναι πιο σύντομα και τα 13 είναι ολιγόστιχα . Χωρίς να θέλω να αδικήσω το σύνολο, ομολογώ ότι έχω διακρίνει αρκετά που τα θεωρώ τα πολύτιμά της. Θα διαβαστούν και θα ακούσετε.

Λέγεται ότι τα θέματα της σύγχρονης ποίησης είναι: το άτομο, η φύση, η γλώσσα. Εκεί συνυπάρχουν τα αιώνια  θέματα που  απασχολούν την Κ.Α.: ζωή, θάνατος, αγάπη, έρωτας,υπαρξιακή αγωνία,  χρόνος, μνήμη, απώλεια, μοναξιά. Η ποιήτρια ως άγρυπνη συνείδηση δεν παραμερίζει τις κοινωνικές της ανησυχίες, είναι ο ευαίσθητος δέκτης όχι μόνο της ομορφιάς αλλά και της  ασχήμιας , ίσως θέλοντας “ να ξεριζώσει τις ρίζες του κακού” μιλάει για την προσφυγιά, τα ορφανά παιδιά, τις χαροκαμένες μάνες, τους κουρασμένους υπαλλήλους.   Επίσης για την πρώτη μας πατρίδα -  παιδική ηλικία- που πρέπει να είναι αρραγής και αυτάρκης, γράφει για τα παιδιά : “ ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους” . Και  για την άλλη πατρίδα μας ,  που ορίζεται πότε ως σώμα και  κορμί αλλά συχνότερα ως σάρκα-γιατί πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους!  Και βεβαίως για τους  γονείς της. Πώς αλλιώς; Στον Πατέρα φωνάζει “ είμαι σαν εσένα- σκληρή και μόνη” ενώ στη Μητέρα απολογείται “ δεν έχω θάρρος να σου πως σ΄αγαπώ”. Επίσης  αφορμές της δίνουν τα μικρά και καθημερινά πράγματα  των οποίων η επανάληψη είναι σα να τα καθαγιάζει κι εμάς να μας καθησυχάζει, γιατί νιώθουμε ότι  πίσω από τα μικρά κρύβονται τα αιώνια.

“τώρα,  χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές”  γράφει και διαπιστώνουμε ότι το α’ πρόσωπο κυριαρχεί στο ποιητικο σύνολο αλλά και όταν στρέφεται προς τον άλλον, με το β΄ και με το γ ΄ πρόσωπο πάλι καταθέτει το βίωμα, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται. Το πρόσωπο γίνεται διάφανο και αφήνει να δούμε την ψυχή του. Η εξομολογητική ποίησή της δίνει έμφαση  στο προσωπικό στοιχείο και ενίοτε σε οδυνηρά θέματα καθώς αναμετριέται με τον εαυτό και με τους άλλους, δηλώνει τους φόβους της και τους αντιμετωπίζει με σθένος. Όσο από το επίπεδο της προσωπικότητας προχωράει  προς τα ενδότερα,  βρίσκεται έξω από τον εαυτό της, παντού! Και είναι  τότε που τα πρόσωπα στον πληθυντικό -εμείς, αυτοί- φανερώνουν την συλλογική εικόνα του κόσμου, την συν-ύπαρξη: “ γεμίσαμε τον χρόνο μας- με μια αρμαθιά υποσχέσεις”  “ οι άνθρωποι οφείλουν σε εαυτούς και κοινωνία- να μένουν δυνατοί, σιωπηλοί και υγιείς”.

Η ποιήτρια μετά από την καταβύθιση στον εσώτερο κόσμο και την στοχαστική ενατένιση του κόσμου γύρω της θα μεταφέρει την ποιητική εμπειρία  συνδυάζοντας ομιλία και όραση. Έρχεται το αθέατο, το άφατο να λάβει υπόσταση ως ποίημα -το καθένα με καινούρια μορφή. Και επειδή καρδιά της ποίησης είναι  η Εικόνα, αφεθείτε να ακούσετε για να δείτε την λεπταίσθητη ομορφιά των εικόνων: “κορίτσια με πόδια γυμνά- λύνουν τα πολύτιμα κι ακριβοθώρητα- μαλλιά τους” , “ στο δέλτα που σχηματίζουν οι φλέβες της καρδιάς” , “ το μπαλκόνι του πνίγεται - από φύλλα γιασεμιού” , “ η καρδιά πετά σαν πεταλούδα- γύρω από το φως” .

Κατά το πλατωνικό “ η μουσική και ο ρυθμός τρυπώνουν στα κρυφά μέρη της ψυχής” και με αυτό τον τρόπο κλειδώνονται οι στίχοι στη μνήμη μας. Η εναλλαγή τονισμένων-άτονων συλλαβών αποκαλύπτει τον ρυθμό. Ο ρυθμός εξασφαλίζει τη συνοχή και η μουσική εμποτίζει με συναίσθημα : ακούστε : “μονάχα σαν αγέρωχοι -βοηθοί της Ηγερίας- στραγγίξαμε τα όνειρα- χλευάζοντας των άλλων την κατάντια- και στέκουμε περήφανοι στον πύργο της Φρυγίας” .

Για να μην σας κουράσω δεν θα μιλήσω για την μεταφορική γλώσσα, την παρομοίωση,την  προσωποποίηση και τα σχήματα λόγου. Μόνο  επισημαίνω την ειρωνεία που είναι δημοφιλής στην σύγχρονη ποίηση.

Είναι ξιοσημείωτη η παραδοσιακή ομοιοκαταληξία σε ένα μόναδικό  ποίημα που καθόλου τυχαία απευθύνεται στον δημιουργό: Σώπα εσύ, γραφιά, ο τίτλος. Στα άλλα ποιήματα ακούμε σκόρπιες  ρίμες εσωτερικές και εξωτερικές ,παρηχήσεις φωνηέντων και συμφώνων , πολλές επαναλήψεις στην αρχή στίχων ( σχήμα αναφοράς) που υπηρετούν με επιτυχία τον σκοπό τους και βλέπουμε δυο χρώματα : λίγες φορές το κόκκινο και πολλές φορές το λευκό: των υλικών πραγμάτων, της νύχτας, του χιονιού, του άνθους,της οπτασίας!

Τα πιο εκτενή ποιήματα με την αφηγηματική ενέργεια να κινείται οριζόντια στον στίχο και να βουτά προς τα κάτω στην σελίδα υποχρεώνουν τον αναγνώστη σε μια κάθοδο ώστε να φτάσει με τους διασκελισμούς στο ζητούμενο: ρήμα ή ουσιαστικό. Και έχουν ενδιαφέρον, κρατούν σε εγρήγορση.

Τα σύντομα ποιήματα έχουν άλλο ενδιαφέρον γιατί κάθε λέξη αποκτά ένταση, είναι σα να ορθώνει ανάστημα . Η ποιήτρια ίσως με τα σύντομα ποιήματα να επιδιώκει τον γενναίο εκείνο στίχο που  με την σπιρτάδα του, την παρηγοριά του, την ομορφιά του, την σοφία του θα τον κουβαλάμε μεσα μας. Δοκιμάστε να διαβάσετε φωναχτά στίχους των 3 δευτερολέπτων και θα δείτε την υπεροχή τους!( αυτός ο χρόνος αντιστοιχεί στη  διάρκεια της παροντικής στιγμής για τον άνθρωπο) .π.χ.

“ σιωπή, ησυχία, κι ένα φως λευκό” σ.20  “ κύκλος η ζωή,  μιας ευθείας γραμμής”σ. 26“ οι αισθήσεις μιλούν μεθυσμένες” σ. 33 “ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους”σ. 50“ πίσω από τον τοίχο έχει μια θάλασσα” 55

Οι ποιητές εκτός από τον στοχασμό και την άσκηση γραφής οφείλουν να διαβάζουν. Η Κ.Α. όπως και στο προηγούμενο βιβλίο επιτρέπει να  εντοπίσουμε κάποιες από τις καταβολές της. Η εμφανέστερη συνομιλία με πρόγονο ποιητή είναι με τον ευαίσθητο Κ.Καρυωτάκη. Εκείνος πριν εκατό χρόνια έγραφε ΕΙΜΑΣΤΕ κάτι  ξεχαρβαλωμενες κιθάρες  και η Κ.Α. απαντά αντιπροσωπεύοντας την εποχή της ΕΙΜΑΣΤΕ υλικά, ΕΙΜΑΣΤΕ πειράματα, ΕΙΜΑΣΤΕ νούμερα. Αλλού συναντάμε πιο κρυφούς διαλόγους με τον εξομολογητικό  Ν.Βρεττάκο. Εκείνος  έγραφε πριν από 50 χρόνια  “ Πρώτα πρέπει να ζήσουμε“ ( Ησύχασε  Ποίηση)  και η Κ. απαντά  ‘’ Πρέπει να μάθεις να ζεις απ΄την αρχή”  και επίσης ο Βρεττάκος απορούσε  “ Δεν ξέρω από πού έρχονται τα ποιήματα” (Το εργαστήρι)  και η Κ. απαντά “ Τρομάζω με τα όσα γράφω” . Αλλά  ιδιαίτερη επικοινωνία συμβαίνει εδώ με την παγκόσμια αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson, του 19 ου αιώνα. Εκείνη έγραφε πριν από 150 χρόνια “ δωσ΄μου ένα σέπαλο, ένα πέταλο, εν΄αγκάθι” και η Κ. “ άνοιγε τα σέπαλα απαλά”  και “ όταν μπήκε στο δωμάτιο χιλιάδες πέταλα κάλυψαν τη σαπίλα”  και ο απόηχος της υποβλητικής ατμόσφαιρας της Ε.D. παρεισφρέει στους στίχους της Κ. Η Ε.D. “ ο έρωτας είναι μια θάλασσα” και η Κ. “ έχω μια Θάλασσα μέσα μου” . Ακόμα πιο εμφαντικά  ο περίφημος κοκκινολαίμης της Αμερικανίδας  982 “ Άμα συντρέξω έναν αδύναμο Κοκκινολαίμη- Για τη φωλιά να βρει τον γυρισμό- Μάταια δε θα ζω” ( Ε.Σοφράς)  έρχεται και  σφραγίζει δυο ποιήματα της Κ. : ΠΛΑΝΗ και το τελευταίο της συλλογής  Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ καθώς και τον ανακουφιστικό της στίχο ”Ευτυχώς που ζήσαμε” . Κι αν η Ποίηση είναι μια πλάνη ,μια ματαιότητα,  ακόμα κι έτσι είναι αναγκαία. Κι αν καταλήγει στη λήθη, οι καλές εκδόσεις μπορούν να την ακυρώνουν, γιατί γίνεται μνήμη η ποίηση  που νικά την λήθη και αφού φτάνει στα χέρια μας και διαβάζουμε έχει πλέον καταργήσει την μοναξιά, έχει ελαφρώσει το βάρος της που “ δίνει πισώπλατα μαχαιριές”.

Γράφει η Κ.Α.  “ Οσο κι αν μας τρομάζει τούτο το ταξίδι, είμαστε μαζί” . Ευτυχώς. Και  ευτυχώς  διαβάζουμε και ας μην νιώθουμε σαν την Ε.D. που έλεγε “ αν νιώσω την κορφή του κεφαλιού μου να έχει εκτοξευθεί, ξέρω ότι διαβάζω ποίηση” . Ευτυχώς, επαναλαμβάνω, έχουμε τα βιβλία-καταφύγια όπου η γραφίδα της δημιουργού είναι  ΙΑΣΗ με “την λίγη κλωστή και μια βελόνα” της Κ. που μπαλώνει τις καταστροφές. Επιμένει , παρά την ματαιότητα, να γράφει  ελπίζοντας να αγγίξει τον Άλλον και πώς η ποίηση αγγίζει την ψυχή μας; όταν συναντάμε την ομορφιά  και συνδεόμαστε με την αλήθεια.   Εύχομαι να δούμε και τρίτο βιβλίο της Κ.Α.  ρηξικέλευθο, τολμηρό, με παραμερισμένες τις βεβαιότητες , με ρίσκο και ανατροπές αλλά με την ίδια ομορφιά και αλήθεια. Της εύχομαι να συνεχίσει “ να αγαπά τον Λόγο και να τον υπερασπίζεται έναντι των εχθρών του” (η αποστολή του ποιητή κατά τον  Ωντεν).

(*)  Η Ελένη Νανοπούλου γεννήθηκε στην Ευαγγελίστρια Κορινθίας (1952). Σπούδασε στο ΕΚΠΑ και υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Απέκτησε με τον Σταύρο δύο παιδιά και ζουν ανάμεσα στον Πειραιά και στο χωριό της. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ονείρων δεσμός άλυτος (Αndy’s Publishers 2014), τη συλλογή διηγημάτων Με τα μάτια (Γκοβόστης 2016) και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις με διηγήματα: 83 Ιστορίες μπονζάι για το σημείο μηδέν (Σιδέρης 2017), Από τη γη στο φεγγάρι (Συμπαντικές Διαδρομές 2017), Συνοικία το Όνειρο (Εύμαρος 2018), 42 κείμενα καραντίνας (Εύμαρος 2020), Μονοπάτια της γραφής (Εντύποις 2020).