Κώστας Παππής

6/24/2023

Βλάχος

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)




 Όταν περνούσαμε από κάποιο μεγάλο χωριό, ειδικά απ’ τη Νεμέα, ο πατέρας μου με άφηνε καμιά φορά να φυλάξω λίγο τα πρόβατα, γιατί ήθελε να πάει να ψωνίσει μερικά πράγματα στα μαγαζιά, από δω κι από κει. Καθώς βρισκόμουνα ασυνήθιστος μέσα σ’ ένα τόπο με πολλούς ανθρώπους, αισθανόμουνα πολύ άβολα, και ειδικά απ’ τα παιδιά της ηλικίας μου. Μερικά με κοιτάζανε περίεργα, απορημένα, σου λέει «κοίταξε, ένας της ηλικίας μου και φυλάει τα πρόβατα». Μερικά με κοιτάζανε με ειρωνεία, αφ’ υψηλού. Κι έγινε μια φορά κάτι που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν το ξεχνάω. Τι σου είναι η παιδική ευαισθησία… Το επεισόδιο έγινε εδώ πιο πέρα, σε μια γειτονιά. Εμείς είχαμε σταλιασμένα τα πρόβατά μας σ’ ένα χωράφι άφραγο, κι εγώ τα φύλαγα, μόνος μου. Ο πατέρας μου, όπως σου είπα, είχε πάει να ψωνίσει. Η μάνα μου και τα κορίτσια κάπου θα ήταν κι αυτές. Ήταν λοιπόν μια παρέα από παιδιά στημένα εκεί και με χαζεύανε, εμένα και το κοπάδι. Ανάμεσά τους ήταν ένα παιδί στην ηλικία μου, στα δέκα-έντεκα. Εκείνος θυμάμαι είχε χτενισμένα τα μαλλιά χωρίστρα, εντελώς ίσια, στην τρίχα. Και κάθε τόσο μου φώναζε, τάχα για να μάθει: 

-         Ρε βλάχο, από πού είσαι, ρε;, και τ’ άλλα παιδιά γέλαγαν.

 Εγώ δεν του απάνταγα. Εμείς, τα παιδιά των τσοπάνηδων, το θεωρούσαμε προσβλητικό να μας φωνάζουνε «βλάχους». Το είχαμε για υποτιμητικό γιατί έτσι το λέγανε, υποτιμητικά. Ήταν το ίδιο σαν να μας λέγανε «γύφτους». Αυτός με τη χωρίστρα συνέχιζε. «Από πού είσαι, ρε βλάχο;». Εγώ συνέχιζα να κάνω πως δεν ακούω και δεν απάνταγα, αλλά μέσα μου έβραζα. Μου είχε αφήσει ο πατέρας μου τη γκλίτσα του. Με τα πολλά, «τι είπες;», γυρνάω και του λέω. Και τον πλησιάζω. «Από πού είσαι, ρε βλάχο; Πώς σε λένε;» μου λέει πάλι και γελάει ειρωνικά. Από κοντά γελάσανε και τ’ άλλα της παρέας του. «Θες να σου πω πώς με λένε;» του κάνω. Και του κοπανάω μια με την γκλίτσα. «Έτσι με λένε!». Αυτός άρχισε να σκούζει. Μας άκουσαν όλοι εκεί γύρω και κάποιοι πλησίασαν. «Τι συμβαίνει;» ρωτάγανε. «Να, αυτός ο βλάχος με χτύπησε», έσκουζε εκείνος. Κι όπως είχαν πλησιάσει, με πλησιάζει κι αυτός και μου ρίχνει με δύναμη μια σπρωξιά. Εγώ δεν το περίμενα κι έπεσα κάτω, ενώ εκείνος τόβαλε στα πόδια. Σηκώθηκα. Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πήγα να τον κυνηγήσω αλλά είχε γίνει καπνός. Έγινα πυρ και μανία και τον έβρισα. Αυτός δεν άκουσε τι του είπα, το άκουσαν όμως οι άλλοι. Του είπα τη χειρότερη βρισιά που ήξερα, που τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε. Ήξερα μόνο πως μπορούσες και να σκοτώσεις αυτόν που θα σε έβριζε έτσι. Αλλά είχα αισθανθεί αδικία. Μεγάλη αδικία. Και προσβολή. Εγώ ήμουνα ένας ξένος, ένας στρατολάτης, άνθρωπο δεν πείραζα και πέρασα απ’ το χωριό του για λίγο, για να φύγω μετά. Αυτός τα είχε όλα, το χωριό του, το σπίτι του, τους φίλους του. Εγώ ήμουνα μόνος μου, κι είχα και να φυλάξω τα πρόβατά μας. Δεν τον προκάλεσα.