Κώστας Παππής

5/09/2018

Μπουντρούμι



Θα σας πω για το «Μπουντρούμι» σήμερα.

«Κι άλλες πέτρες;», θα μου πείτε.

Ναι, κι άλλες. Αφού, παραφράζοντας το Στρατηγό Μακρυγιάννη, «με αυτά πολεμήσαμε».





 


 


 Το «Μπουντρούμι» (φυλακή), όπως είναι γνωστό στους Βασιλικαριώτες, δηλαδή τους κατοίκους της σημερινής Αρχαίας Σικυώνας, είναι ένας εντυπωσιακός αρχαίος πύργος που υψώνεται 4,8 μέτρα πάνω από το έδαφος. Βρίσκεται εκτός της βασικής διαδρομής από Κιάτο προς Αρχαιολογικό Μουσείο Σικυώνας, αρχαίο θέατρο και λοιπές αρχαιότητες, γι’ αυτό λίγοι το ξέρουν. Για να το βρεις πρέπει, πριν φτάσεις στην Αγιά Τριάδα, την κεντρική εκκλησία του χωριού, την πιο όμορφη εκκλησία της Κορινθίας, να πάρεις το δρόμο αριστερά, προς νεκροταφείο, και καμιά εκατοστή μέτρα πριν φτάσεις εκεί, να στρίψεις αριστερά, στο ύψος της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων. Σε λίγες δεκάδες μέτρα θα το δεις να ξεπροβάλλει στ’ αριστερά σου. Περιττό να πω ότι δεν υπήρξε ποτέ φυλακή αφού ο ρόλος του ήταν να αποτελεί μέρος της αμυντικής οχύρωσης του τόπου στα Ελληνιστικά χρόνια μέχρι και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Σύμφωνα με τον Αρχαιολόγο Καθηγητή Γιάννη Λώλο (στο εξαιρετικό σύγγραμμα του οποίου με τίτλο «Land of Sikyon» έχω αναφερθεί ξανά), το χωριό οχυρώθηκε με τείχη κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, στην κυριαρχία τότε των Φράγκων. Για τα τείχη αυτά έγινε εκτεταμένη χρήση των υπολειμμάτων των τειχών της Σικυώνας της Ελληνιστικής εποχής, δηλαδή του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. Σε αυτά τα τείχη περιλαμβανόταν και το Μπουντρούμι. Ο πύργος, ό,τι έχει απομείνει από αυτόν δηλαδή, έχει περάσει διάφορες φάσεις οικοδόμησης και ενσωματώνει τόσο αρχαίο όσο και νεότερο υλικό. Έχει είσοδο από τη δυτική πλευρά, που δεν είναι προσβάσιμη, και μάταια προσπάθησα να τη φωτογραφήσω, αφού εμποδίζεται από περιφραγμένη ιδιοκτησία (δενδρόκηπο).

Πιο ανατολικά από τη θέση του πύργου εκτείνεται αυτό που κάποιος ντόπιος μου ονόμασε «ράχη με τις κατσουλιέρες», γιατί εκεί λημεριάζανε αυτά τα μικρά πουλιά με το λοφίο (στο διαδίκτυο θα τα βρείτε σε γένος αρσενικό, «κατσουλιέρης»).















Δεν ξέρω αν εξακολουθούν να λημεριάζουν εκεί ακόμα. Εγώ πάντως βαδίζοντας ως την άκρη της ράχης, ως το τριγωνομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, δε συνάντησα καμία περπατώντας ανάμεσα στα ψηλά γαϊδουράγκαθα που είναι γεμάτη η περιοχή και που τρυπάγανε τα πόδια μου μέσα από το παντελόνι. Μόνο ένα τυφλίτη, κάπου 1,20 μέτρα μήκος, συνάντησα να λιάζεται ακίνητος.




                                                                         Ούτε που μου έδωσε σημασία. Ο τυφλίτης αν και μοιάζει με φίδι δεν είναι. Είναι σαύρα χωρίς πόδια, με βλέφαρα (τα φίδια δεν έχουν) και ακουστικούς πόρους. Είναι καλοί για τους αγρότες γιατί τρώνε τα ποντίκια και ακίνδυνοι για τον άνθρωπο.

Μιλώντας για φίδια και πουλιά θυμήθηκα το Διονύση να τραγουδάει «γυρνάω σαν τα φίδια, σαν τ’ αγριοπούλια» και νάναι «έρμος και βαρύς στο μονοπάτι», και πώς αλλιώς αφού «εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε – γέλασε»; Ποιος Διονύσης; Μα ο Σαββόπουλος, ο παλαιός των ημερών. Ο Διονύσης. Ν’ ακούγεται σαν Διονύσιος, όπως ο Ζακυνθινός Άγιος (τον ποιητή εννοώ βρε, αυτός είναι ο δικός μου άγιος της Ζακύνθου, ο Σολωμός!) αλλά ν’ ακούγεται και σαν Διόνυσος, ο θεός που λάτρεψε ο λαός της Ελλάδας, όταν ακόμα ήταν σοφός. 

Κι εγώ  γυρνάω κι αλαφιάζω τα πουλιά και τα φίδια, που τρέχουν να κρυφτούν (τα πιο σοφά - τα φίδια φυσικά - μένουν ακίνητα, ατάραγα, σα κλαριά ξερά ή σαν ψόφια). Αλλά έρμος και βαρύς στο μονοπάτι δεν είμαι! Πετάω! Με τις πέτρες; Με τις πέτρες!