Βιοκαύσιμα: ναι μεν αλλά…
«Βιοκαύσιμα: πανάκεια ή χίμαιρα;». Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσα στην προηγούμενη ανάρτηση. Υποσχέθηκα απάντηση σε επόμενη. Το κάνω σήμερα. Συγκεκριμένα θα προσπαθήσω να απαντήσω με συντομία στο ερώτημα γιατί αμφισβητείται ο ισχυρισμός ότι τα βιοκαύσιμα συμβάλλουν σημαντικά στη λύση του προβλήματος της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που δημιουργούν τα ορυκτά καύσιμα – το πετρέλαιο, το κάρβουνο, το καύσιμο αέριο.
Θυμίζω ότι, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα που εξορύσσονται αφού παράχθηκαν μέσα από διαδικασίες που είχαν τεράστια διάρκεια, τα βιοκαύσιμα είναι καύσιμα, που παράγονται από οργανική πρώτη ύλη, δηλαδή ύλη που προέρχεται από φυτά ή από ζώα, και είναι ανανεώσιμα, αφού παράγονται από πρώτη ύλη που αναπαράγεται. Έτσι, τα ξύλα που χρησιμοποιούνται στο τζάκι για θέρμανση ή που χρησιμοποιούνταν σε παλιούς καιρούς για το μαγείρεμα είναι κι αυτά βιοκαύσιμα. Φυσικά η συζήτηση σήμερα γίνεται κυρίως για τα εξελιγμένα βιοκαύσιμα, βιοντήζελ και βιοαιθανόλη, που παράγονται με βιομηχανικές μεθόδους, από πρώτη ύλη όπως καλαμπόκι, σόγια, ζαχαροκάλαμο, ελαιοκράμβη (γογγύλι), υπολείμματα ή παραπροϊόντα φυτικής ή ζωικής παραγωγής, υλοτομίας κλπ.
Γενικά το κύριο πλεονέκτημα των βιοκαυσίμων είναι ότι αποτελούν, όπως είπαμε, μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και μπορούν να υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα, που δεν ανανεώνονται και τα αποθέματα τους σιγά-σιγά εξαντλούνται μέχρι να μηδενιστούν. Επίσης, ότι είναι (ή μάλλον υποστηρίζεται ότι είναι) πιο φιλικά στο περιβάλλον Όμως η περιβαλλοντική τους υπεροχή, το ότι δηλαδή ρυπαίνουν λιγότερο το περιβάλλον, και κυρίως το ότι συμβάλλουν λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ισχύει μόνο σε λίγες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, όπως έχει αποδείξει η σχετική επιστημονική έρευνα. Κοντά σε αυτόν, είναι και άλλοι παράγοντες που καθιστούν τα βιοκαύσιμα μια αμφιλεγόμενη επιλογή, όπως το γεγονός ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κόστος τους (παραγωγή και διανομή) είναι μεγαλύτερο από όσο στα ορυκτά καύσιμα, το γεγονός ότι η παραγωγή και προώθησή τους στην αγορά δημιούργησε πολύ μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, κλπ. Θα σταθώ σε ορισμένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα των βιοκαυσίμων.
Όπως ανέφερα στο προηγούμενο σημείωμα, όταν αναφέρθηκα στο παράδειγμα της Βραζιλίας, σημαντικό μέρος της παραγωγής ζαχαροκάλαμου, που συνεχώς αυξάνεται, παράγεται σ’ αυτή τη χώρα σε βάρος των τροπικών δασών της Αμαζονίας, δηλαδή σε εδάφη που «απελευθερώνονται» από την εκδάσωση. Υπολογίζεται ότι ο ρυθμός αποψίλωσης των τροπικών δασών της Βραζιλίας είναι 80.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα το χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία από το περιοδικό National Geographic. Χάνονται δηλαδή για τη γη κάθε χρόνο δάση που αντιστοιχούν σε έκταση κάτι πολύ περισσότερο από τη μισή Ελλάδα. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει μόνο στη Βραζιλία αλλά και όπου αλλού αποψιλώνονται δάση για να «απελευθερωθούν» εδάφη με σκοπό την καλλιέργεια φυτών από τα οποία θα παραχθούν βιοκαύσιμα (όπως στην περίπτωση των αρχαίων δασών της Ινδονησίας). Όμως αυτό σημαίνει ότι η γη στερείται από ένα τεράστιο μέρος του δυναμικού που έχουν τα δάση της να αφαιρούν από την ατμόσφαιρα τον πιο σημαντικό ρύπο που συντελεί στη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου: το διοξείδιο του άνθρακα.
Παράλληλα με την αποψίλωση (και «απαλλοτρίωση» υπέρ της παραγωγής βιοκαυσίμων) τεράστιων δασικών εκτάσεων, στα αγροκτήματα όπου μέχρι τώρα καλλιεργούσαν τρόφιμα για τους ανθρώπους ή ζωοτροφές καλλιεργούν πλέον όλο και περισσότερο είδη που προορίζονται για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Είδη όπως ζαχαροκάλαμο, σόγια ή καλαμπόκι, συνεχίζουν να καλλιεργούνται σε αυτά τα αγροκτήματα, αλλά όχι για να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα. Γιατί; Επειδή οι τιμές που πετυχαίνουν οι παραγωγοί τους είναι αρκετά ή πολύ ψηλότερη όταν παραδίδουν την παραγωγή τους στα εργοστάσια που παράγουν βιοκαύσιμα. Οι ψηλές τιμές οφείλονται στις μεγάλες επιδοτήσεις που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις στην περίπτωση αυτή. Αποτέλεσμα: οι τιμές για τα παραπάνω είδη, που αποτελούν βασική τροφή για εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους, εκτοξεύονται στα ύψη, σε ένα κόσμο όπου καθημερινά 25.000 άνθρωποι, από τους οποίους τα περισσότερα παιδιά κάτω των 5 ετών, πεθαίνουν από πείνα.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα, που έρχεται από τις ΗΠΑ και αφορά το καλαμπόκι. Εκεί το καλαμπόκι χρησιμοποιείται εκτεταμένα για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Οι τιμές λοιπόν αυτού του προϊόντος αυξήθηκαν απότομα μετά την περίοδο 2003-2004, όπου σημειώθηκε η μεγάλη στροφή στη χρήση του καλαμποκιού για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Από 1,97 έφτασε τα 3,04 δολλάρια το bushel (μονάδα βάρους δημητριακών), με σοβαρές συνέπειες στην τιμή του κρέατος, που αυξήθηκε υπέρμετρα (το καλαμπόκι χρησιμοποιείται ως κύρια ζωοτροφή). Ας σημειωθεί ότι οι τιμές αυτές δίνονται στους παραγωγούς. Οι τελικές τιμές στον καταναλωτή είναι πολύ ψηλότερες.
Αλλά και από την Ελλάδα αξίζει να αναφερθεί ένα παράδειγμα: την περίοδο
2006-2007, οι παραγωγοί αυγών αγόραζαν τη σόγια 180 και το καλαμπόκι
170 ευρώ ανά τόνο, αντίστοιχα. Τον επόμενο χρόνο (2007-2008), οι τιμές αυτές ανέβηκαν στα 300 και 270 ευρώ ανά τόνο, αντίστοιχα! Είχαμε δηλαδή αύξηση περίπου 60%, με προφανείς συνέπειες στην τιμή των αυγών.
Για να αντιμετωπιστεί το παραπάνω φαινόμενο της δραματικής αύξησης των τιμών των βασικών ειδών διατροφής, υποστηρίζεται ότι ο μόνος τρόπος είναι να παύσει η χρήση τέτοιων ειδών για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Δηλαδή, αντί να χρησιμοποιούνται ο καρπός του καλαμποκιού ή της σόγιας και ο χυμός του ζαχαροκάλαμου στην παραγωγή βιοκαυσίμων, να χρησιμοποιούνται τα υπολείμματα και τα υποπροϊόντα, π.χ. τα φύλλα, το άχρηστο στέλεχος (κοτσάνι) κλπ., που συνήθως καίγονται ή πετάγονται ως άχρηστα ή με το όργωμα επιστρέφουν στη γη. Παράλληλα προτείνονται ή ήδη δοκιμάζονται νέα υποσχόμενα υλικά, όπως φύκια, θάμνοι και πόες.
Τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα μειονεκτήματα της παραγωγής βιοκαυσίμων, τουλάχιστον με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Παραδείγματα:
Για να αναπτυχθεί το καλαμπόκι απαιτούνται τεράστιες ποσότητες αζωτούχων λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων, με συνέπεια το έδαφος να διαβρώνεται περισσότερο από όσο με οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια. Επίσης στην παραγωγή αιθανόλης από καλαμπόκι καταναλώνεται σχεδόν ίση ποσότητα ορυκτών καυσίμων με αυτή που υποκαθιστά η ίδια η βιοαιθανόλη – άρα δεν προκύπτει κανένα περιβαλλοντικό όφελος.
Στη Βραζιλία, το ζαχαροκάλαμο συλλέγεται με τα χέρια από εργάτες που πληρώνονται καλά αλλά δουλεύουν σε συνθήκες άθλιες λόγω ζέστης και βρωμιάς, που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούν στο θάνατο λόγω εξάντλησης. Επίσης, για να εξοντωθούν τα φίδια, και να γίνει πιο εύκολη η κοπή του ζαχαροκάλαμου, γίνεται καύση των υπολειμμάτων. Συνέπεια: η ατμόσφαιρα γεμίζει καπνιά λόγω απελευθέρωσης μεθανίου και οξειδίου του αζώτου, που είναι δυο πολύ δραστικά αέρια του θερμοκηπίου, πολύ πιο δραστικά από το διοξείδιο του άνθρακα.
Ακόμα, η παραγωγή βιοκαυσίμων ευθύνεται για την παραγωγή διοξινών, ενώ η συλλογή και μεταφορά της βιομάζας από τα χωράφια στο εργοστάσιο έχει ψηλό κόστος επειδή οι καλλιέργειες είναι διασκορπισμένες σε μεγάλες εκτάσεις, ενώ η βιομάζα έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε υγρασία που επιβαρύνει τη μεταφορά, η οποία γίνεται βασικά με την ανάλωση ορυκτών καυσίμων.
Επίσης, η παραγωγή βιοαιθανόλης και, γενικά, βιοκαυσίμων, ευθύνεται κατά περίπτωση για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας με οξείδια του θείου και βαρέα μέταλλα, για τη χρήση γενετικά τροποποιημένων πρώτων υλών στην παραγωγή, ενώ συνεισφέρει στο φαινόμενο της όξινης βροχής, κλπ.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, νομίζω ότι μπορεί κανείς να συμπεράνει πως τα βιοκαύσιμα έχουν μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Έχουν θετικές συνέπειες αλλά και αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στα φυσικά συστήματα. Και δημιουργούν κινδύνους. Η απόφαση για τη χρήση τους θα πρέπει να συναρτηθεί με το αν ικανοποιούν κάποια βασικά κριτήρια, όπως η εξασφάλιση περιβαλλοντικού οφέλους και το χαμηλό κόστος, και φυσικά να στηριχτεί στα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας.
Θυμίζω ότι, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα που εξορύσσονται αφού παράχθηκαν μέσα από διαδικασίες που είχαν τεράστια διάρκεια, τα βιοκαύσιμα είναι καύσιμα, που παράγονται από οργανική πρώτη ύλη, δηλαδή ύλη που προέρχεται από φυτά ή από ζώα, και είναι ανανεώσιμα, αφού παράγονται από πρώτη ύλη που αναπαράγεται. Έτσι, τα ξύλα που χρησιμοποιούνται στο τζάκι για θέρμανση ή που χρησιμοποιούνταν σε παλιούς καιρούς για το μαγείρεμα είναι κι αυτά βιοκαύσιμα. Φυσικά η συζήτηση σήμερα γίνεται κυρίως για τα εξελιγμένα βιοκαύσιμα, βιοντήζελ και βιοαιθανόλη, που παράγονται με βιομηχανικές μεθόδους, από πρώτη ύλη όπως καλαμπόκι, σόγια, ζαχαροκάλαμο, ελαιοκράμβη (γογγύλι), υπολείμματα ή παραπροϊόντα φυτικής ή ζωικής παραγωγής, υλοτομίας κλπ.
Γενικά το κύριο πλεονέκτημα των βιοκαυσίμων είναι ότι αποτελούν, όπως είπαμε, μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και μπορούν να υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα, που δεν ανανεώνονται και τα αποθέματα τους σιγά-σιγά εξαντλούνται μέχρι να μηδενιστούν. Επίσης, ότι είναι (ή μάλλον υποστηρίζεται ότι είναι) πιο φιλικά στο περιβάλλον Όμως η περιβαλλοντική τους υπεροχή, το ότι δηλαδή ρυπαίνουν λιγότερο το περιβάλλον, και κυρίως το ότι συμβάλλουν λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ισχύει μόνο σε λίγες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, όπως έχει αποδείξει η σχετική επιστημονική έρευνα. Κοντά σε αυτόν, είναι και άλλοι παράγοντες που καθιστούν τα βιοκαύσιμα μια αμφιλεγόμενη επιλογή, όπως το γεγονός ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κόστος τους (παραγωγή και διανομή) είναι μεγαλύτερο από όσο στα ορυκτά καύσιμα, το γεγονός ότι η παραγωγή και προώθησή τους στην αγορά δημιούργησε πολύ μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, κλπ. Θα σταθώ σε ορισμένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα των βιοκαυσίμων.
Όπως ανέφερα στο προηγούμενο σημείωμα, όταν αναφέρθηκα στο παράδειγμα της Βραζιλίας, σημαντικό μέρος της παραγωγής ζαχαροκάλαμου, που συνεχώς αυξάνεται, παράγεται σ’ αυτή τη χώρα σε βάρος των τροπικών δασών της Αμαζονίας, δηλαδή σε εδάφη που «απελευθερώνονται» από την εκδάσωση. Υπολογίζεται ότι ο ρυθμός αποψίλωσης των τροπικών δασών της Βραζιλίας είναι 80.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα το χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία από το περιοδικό National Geographic. Χάνονται δηλαδή για τη γη κάθε χρόνο δάση που αντιστοιχούν σε έκταση κάτι πολύ περισσότερο από τη μισή Ελλάδα. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει μόνο στη Βραζιλία αλλά και όπου αλλού αποψιλώνονται δάση για να «απελευθερωθούν» εδάφη με σκοπό την καλλιέργεια φυτών από τα οποία θα παραχθούν βιοκαύσιμα (όπως στην περίπτωση των αρχαίων δασών της Ινδονησίας). Όμως αυτό σημαίνει ότι η γη στερείται από ένα τεράστιο μέρος του δυναμικού που έχουν τα δάση της να αφαιρούν από την ατμόσφαιρα τον πιο σημαντικό ρύπο που συντελεί στη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου: το διοξείδιο του άνθρακα.
Παράλληλα με την αποψίλωση (και «απαλλοτρίωση» υπέρ της παραγωγής βιοκαυσίμων) τεράστιων δασικών εκτάσεων, στα αγροκτήματα όπου μέχρι τώρα καλλιεργούσαν τρόφιμα για τους ανθρώπους ή ζωοτροφές καλλιεργούν πλέον όλο και περισσότερο είδη που προορίζονται για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Είδη όπως ζαχαροκάλαμο, σόγια ή καλαμπόκι, συνεχίζουν να καλλιεργούνται σε αυτά τα αγροκτήματα, αλλά όχι για να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα. Γιατί; Επειδή οι τιμές που πετυχαίνουν οι παραγωγοί τους είναι αρκετά ή πολύ ψηλότερη όταν παραδίδουν την παραγωγή τους στα εργοστάσια που παράγουν βιοκαύσιμα. Οι ψηλές τιμές οφείλονται στις μεγάλες επιδοτήσεις που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις στην περίπτωση αυτή. Αποτέλεσμα: οι τιμές για τα παραπάνω είδη, που αποτελούν βασική τροφή για εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους, εκτοξεύονται στα ύψη, σε ένα κόσμο όπου καθημερινά 25.000 άνθρωποι, από τους οποίους τα περισσότερα παιδιά κάτω των 5 ετών, πεθαίνουν από πείνα.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα, που έρχεται από τις ΗΠΑ και αφορά το καλαμπόκι. Εκεί το καλαμπόκι χρησιμοποιείται εκτεταμένα για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Οι τιμές λοιπόν αυτού του προϊόντος αυξήθηκαν απότομα μετά την περίοδο 2003-2004, όπου σημειώθηκε η μεγάλη στροφή στη χρήση του καλαμποκιού για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Από 1,97 έφτασε τα 3,04 δολλάρια το bushel (μονάδα βάρους δημητριακών), με σοβαρές συνέπειες στην τιμή του κρέατος, που αυξήθηκε υπέρμετρα (το καλαμπόκι χρησιμοποιείται ως κύρια ζωοτροφή). Ας σημειωθεί ότι οι τιμές αυτές δίνονται στους παραγωγούς. Οι τελικές τιμές στον καταναλωτή είναι πολύ ψηλότερες.
Αλλά και από την Ελλάδα αξίζει να αναφερθεί ένα παράδειγμα: την περίοδο
2006-2007, οι παραγωγοί αυγών αγόραζαν τη σόγια 180 και το καλαμπόκι
170 ευρώ ανά τόνο, αντίστοιχα. Τον επόμενο χρόνο (2007-2008), οι τιμές αυτές ανέβηκαν στα 300 και 270 ευρώ ανά τόνο, αντίστοιχα! Είχαμε δηλαδή αύξηση περίπου 60%, με προφανείς συνέπειες στην τιμή των αυγών.
Για να αντιμετωπιστεί το παραπάνω φαινόμενο της δραματικής αύξησης των τιμών των βασικών ειδών διατροφής, υποστηρίζεται ότι ο μόνος τρόπος είναι να παύσει η χρήση τέτοιων ειδών για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Δηλαδή, αντί να χρησιμοποιούνται ο καρπός του καλαμποκιού ή της σόγιας και ο χυμός του ζαχαροκάλαμου στην παραγωγή βιοκαυσίμων, να χρησιμοποιούνται τα υπολείμματα και τα υποπροϊόντα, π.χ. τα φύλλα, το άχρηστο στέλεχος (κοτσάνι) κλπ., που συνήθως καίγονται ή πετάγονται ως άχρηστα ή με το όργωμα επιστρέφουν στη γη. Παράλληλα προτείνονται ή ήδη δοκιμάζονται νέα υποσχόμενα υλικά, όπως φύκια, θάμνοι και πόες.
Τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα μειονεκτήματα της παραγωγής βιοκαυσίμων, τουλάχιστον με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Παραδείγματα:
Για να αναπτυχθεί το καλαμπόκι απαιτούνται τεράστιες ποσότητες αζωτούχων λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων, με συνέπεια το έδαφος να διαβρώνεται περισσότερο από όσο με οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια. Επίσης στην παραγωγή αιθανόλης από καλαμπόκι καταναλώνεται σχεδόν ίση ποσότητα ορυκτών καυσίμων με αυτή που υποκαθιστά η ίδια η βιοαιθανόλη – άρα δεν προκύπτει κανένα περιβαλλοντικό όφελος.
Στη Βραζιλία, το ζαχαροκάλαμο συλλέγεται με τα χέρια από εργάτες που πληρώνονται καλά αλλά δουλεύουν σε συνθήκες άθλιες λόγω ζέστης και βρωμιάς, που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούν στο θάνατο λόγω εξάντλησης. Επίσης, για να εξοντωθούν τα φίδια, και να γίνει πιο εύκολη η κοπή του ζαχαροκάλαμου, γίνεται καύση των υπολειμμάτων. Συνέπεια: η ατμόσφαιρα γεμίζει καπνιά λόγω απελευθέρωσης μεθανίου και οξειδίου του αζώτου, που είναι δυο πολύ δραστικά αέρια του θερμοκηπίου, πολύ πιο δραστικά από το διοξείδιο του άνθρακα.
Ακόμα, η παραγωγή βιοκαυσίμων ευθύνεται για την παραγωγή διοξινών, ενώ η συλλογή και μεταφορά της βιομάζας από τα χωράφια στο εργοστάσιο έχει ψηλό κόστος επειδή οι καλλιέργειες είναι διασκορπισμένες σε μεγάλες εκτάσεις, ενώ η βιομάζα έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε υγρασία που επιβαρύνει τη μεταφορά, η οποία γίνεται βασικά με την ανάλωση ορυκτών καυσίμων.
Επίσης, η παραγωγή βιοαιθανόλης και, γενικά, βιοκαυσίμων, ευθύνεται κατά περίπτωση για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας με οξείδια του θείου και βαρέα μέταλλα, για τη χρήση γενετικά τροποποιημένων πρώτων υλών στην παραγωγή, ενώ συνεισφέρει στο φαινόμενο της όξινης βροχής, κλπ.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, νομίζω ότι μπορεί κανείς να συμπεράνει πως τα βιοκαύσιμα έχουν μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Έχουν θετικές συνέπειες αλλά και αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στα φυσικά συστήματα. Και δημιουργούν κινδύνους. Η απόφαση για τη χρήση τους θα πρέπει να συναρτηθεί με το αν ικανοποιούν κάποια βασικά κριτήρια, όπως η εξασφάλιση περιβαλλοντικού οφέλους και το χαμηλό κόστος, και φυσικά να στηριχτεί στα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας.
1 Σχόλια:
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο!!!
By Ανώνυμος, at 5:58 μ.μ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home