Κώστας Παππής

7/16/2014

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας



Μετά τα λίγα σχόλιά μου για τα πρόσφατα γενικά εκλογικά αποτελέσματα, έγραφα ότι στην επόμενη ανάρτηση θα ήθελα να σχολιάσω και τα δικά μας τα τοπικά, εδώ στο Δήμο μας. Όμως έξω πυρώνει «θείος Ιούλιος μήνας». Και τι να λες τώρα σε ένα τόπο που ο θεός του φρόντισε να σου δώσει

«πολλά τα λιόδεντρα
            που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
            κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
           που να μην τα νιώθεις
          όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
          για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
          χωρίς κοπάδι
          για να το κάνεις φίλο σου
          και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
         για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
         και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
         για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
                                    

                                   (Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος)

 


Αφήνω τα εκλογικά, λοιπόν, και νάμαι εδώ, σε αυτό τον άλλο κόσμο, το μικρό, το μέγα!

Στη μουριά και στην μικρή χειροκίνητη αντλία του νερού (την «τρόμπα») στα πόδια της, λείψανα ενός καιρού περασμένου, εκεί στη διασταύρωση Σωτηρίου Κροκιδά και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Κιάτο, αφιερώνω αυτό το μικρό κείμενο. Δείτε τα στη φωτογραφία.
 
Από την τρόμπα μας έστελνε η μάνα μας να πάρουμε νερό, τότε που δεν υπήρχε δίκτυο νερού (σήμερα υπάρχει, αλλά όχι πόσιμου ακόμα), κι ο κόσμος υδρευόταν από τις βρύσες με το αρτεσιανό και τα πηγάδια. Και η μουριά μας φίλευε τα υπέροχα μούρα της (καρπός περιφρονημένος σήμερα, όπως και τα μούσμουλα) και τη σκιά της όταν έπιανε να καλοκαιριάζει.
 
Μιλάω για πολλές δεκαετίες πριν. Ηλεκτρικό υπήρχε – μόνο που εμείς, όπως κι άλλες φτωχές οικογένειες, στην παράγκα που μεγαλώσαμε, δεν είχαμε, και διαβάζαμε το βράδυ με τη λάμπα πετρελαίου. Για το μαγείρεμα, μια μικρή γκαζιέρα. Κι όσο για θέρμανση τις κρύες μέρες του χειμώνα, στριμωχνόμασταν γύρω στο μαγκάλι με τ’ αναμμένα κάρβουνα μέχρι που στα πόδια μας ν’ ανάψουν κόκκινες «καντήλες». Το τηλέφωνο (μόνο σταθερό βέβαια) είδος πολυτελείας, μόνο για πολύ λίγους.  
 
Στη μουριά και στη μικρή τρόμπα και στη λάμπα πετρελαίου και στη μικρή γκαζιέρα και στο μαγκάλι μας, και στα άλλα, σε αυτό τον κόσμο, το μικρό, το μέγα των παιδικών μας  χρόνων  έχει φυλάξει η καρδιά μας μια γωνιά όπου καίει άσβηστο το καντηλάκι της μνήμης.