Κώστας Παππής

5/27/2018

Όταν ο Δίας και οι άλλοι Ολύμπιοι κατέβαιναν στη Σικυώνα για τα παζάρια τους με τους θνητούς



Στο ρόλο του Νίμιτς ο Προμηθέας

 
 
Αν κανείς αμφιβάλλει ότι η Σικυώνα υπήρξε γη ιερή, ας πάει να διαβάσει Ησίοδο, και συγκεκριμένα το έργο του «Θεογονία».  Όπως γνωρίζουμε όλοι (ή περίπου όλοι, ή κάμποσοι εν πάση περιπτώσει), ο Ησίοδος υπήρξε αρχαίος ποιητής, που υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 800 ή 700 π.Χ. Ήταν ο ένας από τους δυο πυλώνες της αρχαïκής επικής ποίησης, δεύτερος σε σπουδαιότητα μετά τον Όμηρο. Η «Θεογονία» είναι το ένα από τα δύο επιφανέστερα ποιήματά του, όπου περιγράφει την καταγωγή των θεών της ελληνικής μυθολογίας.

Εκεί λοιπόν, στη «Θεογονία» (*), διαβάζουμε μεταξύ άλλων (παραθέτω παρακάτω ολόκληρο το απόσπασμα σε μετάφραση) πως ο Δίας και οι άλλοι Θεοί κατέβηκαν από τον Όλυμπο στη Σικυώνα (τότε λεγόταν Μηκώνη) για να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους με τους ανθρώπους. Με διαπραγματεύσεις φυσικά, και με μεσάζοντα τον Προμηθέα, το γνωστό φιλάνθρωπο Τιτάνα, που αργότερα χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά κλέβοντάς την από τους Θεούς, για να υποστεί μετά τα πάνδεινα στον Καύκασο και τα λοιπά και τα λοιπά. 
 
 

Αντικείμενο της διαπραγμάτευσης ήταν οι θυσίες, ποιο μέρος από το σφάγιο θα προοριζόταν για τους Θεούς και ποιο για τους ανθρώπους που έκαναν τη θυσία. Εκεί, για να ρίξει το Δία υπέρ των ανθρώπων, ο Προμηθέας έκανε μια από τις κομπίνες του, που περιγράφει ο Ησίοδος. Πήρε ένα μεγάλο βόδι και το μοίρασε ως εξής: Στη μια μεριά, για τους Θεούς, έβαλε τα κρέατα και τα εντόσθια, που όμως τα κάλυψε με την κοιλιά του βοδιού. Στην άλλη μεριά, για τους ανθρώπους, έβαλε τα κόκκαλα του βοδιού και τα σκέπασε με ωραίο άσπρο ξύγκι. «Πώς σου φαίνεται Μεγαλειότατε;», ρωτάει το Δία. Τότε ο Δίας, που ήξερε τι μπαμπέσης ήταν ο Προμηθέας, γυρνάει μειδιώντας και του λέει, «μεροληπτικά δεν χώρισες τις μερίδες, φίλτατε;». Ο Προμηθέας δεν χάνει χρόνο κι απαντάει με ύφος υποχρεωτικό: «διάλεξε μόνος σου Δία ενδοξότατε!». Ο Δίας τότε πέφτει στην παγίδα του παμπόνηρου Προμηθέα και διαλέγει την άχρηστη μερίδα, τα κόκκαλα, που αρχικά προοριζόταν για τους ανθρώπους, πιστεύοντας πως αυτή ήταν η καλή μερίδα! Και κλείνει η συμφωνία, δίνουν τα χέρια Θεοί και άνθρωποι, υπογράφει και ο μεσολαβητής, και οι Ολύμπιοι αποχωρούν ευχαριστημένοι για τα ιερά δώματα του Ολύμπου, για να συνεχίσουν τα όργια και τις μεταξύ τους δολοπλοκίες (φτυστοί οι άνθρωποι).
 
 

Από τότε πια, αφού η συμφωνία είχε κλείσει επίσημα, οι άνθρωποι θυσίαζαν στους βωμούς από το σφάγιο τα οστά, περιβεβλημένα με λίπος, ενώ το καλό μέρος, τα κρέατα, τα έτρωγαν οι ίδιοι, δηλαδή οι άνθρωποι! Οι Θεοί δεν μπορούσαν φυσικά να υπαναχωρήσουν από την υπογραφή τους γιατί θα γινόντουσαν ρεζίλι, όμως «τα πήραν» με τους ανθρώπους και, για να τους τιμωρήσουν, τους αφαίρεσαν τη φωτιά. Μετά ήρθαν τα άλλα, τα γνωστά. 
 
 

Διαβάστε τώρα πώς τα λέει ο Ησίοδος: 

«Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι χώριζαν μεταξύ τους [τα σφάγια των θυσιών]  στη Μηκώνη, τότε μεγάλο βόδι με πρόθυμη ψυχή ο Προμηθέας μοίρασε και παράθεσε, του Δία το νου να εξαπατήσει προσπαθώντας. Για το Δία τις σάρκες και τα πλούσια σε λίπος σπλάχνα μες στο πετσί τα έβαλε και με του βοδιού την κοιλιά τα σκέπασε. Για τους ανθρώπους τα άσπρα του βοδιού οστά τακτοποιώντας τα με δόλια τέχνη τα παρέθεσε, αφού με λίπος τα κάλυψε λευκό. Τότε του είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων: «Γιε του Ιαπετού, απ᾽ όλους τους άρχοντες επιφανέστερε, καλέ μου, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες!». Έτσι είπε ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει περιπαίζοντάς τον. Κι ο Προμηθέας πάλι ο δολοπλόκος τού απάντησε, με ήσυχο μειδίαμα, και το πανούργο τέχνασμά του δεν το ξέχασε: «Δία ενδοξότατε, μέγιστε απ᾽ τους αιώνιους θεούς, από τις δυο μερίδες διάλεξε όποια η καρδιά σου μες στα στήθη σε προστάζει».  Έτσι είπε και δόλια σχέδια είχε. Κι ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει κατάλαβε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορές για τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν. Και με τα δυο του χέρια σήκωσε το λευκό το λίπος, θύμωσε μες στα σπλάχνα του κι οργή τού ήρθε στην καρδιά του, σαν είδε κόκαλα βοδιού λευκά με το δόλιο τέχνασμα. Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων στους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς. Κι ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε βαριά θλιμμένος: «Γιε του Ιαπετού, που απ᾽ όλους πιο οξύνους είσαι, καλέ μου, λοιπόν τη δόλια τέχνη σου δεν ξέχασες ακόμα». Έτσι είπε ο Δίας, που αθάνατες σκέψεις έχει, οργισμένος. Και στο εξής την οργή του πάντα δίχως να ξεχνά δεν έδινε πλέον στις μελιές τη δύναμη της ακάματης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη».

Συμπέρασμα:
 
Πρώτον ότι, ολοφάνερα η Σικυώνα υπήρξε μεγάλη, σπουδαία, και ιερή τα χρόνια εκείνα τα παλιά και τα ένδοξα, αφού σ’ αυτήν διάλεξαν οι Ολύμπιοι να κατέβουν και να διαπραγματευτούν με τους θνητούς ένα τόσο τεράστιο θέμα, δηλαδή τι θα τρώνε από τα σφάγια οι άνθρωποι και τι θα καίγεται ως θυσία στους Θεούς.
Δεύτερον, και Πατέρας των Θεών να είσαι, πρόσεχε που βάζεις την υπογραφή σου. Γιατί πάντα καιροφυλακτεί ένας παμπόνηρος μεσολαβητής (Προμηθέας, Νίμιτς, δεν έχει σημασία)…
 
(*) Το απόσπασμα είναι από τη «Θεογονία», 535 – 564, και η μετάφραση από το ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία Μτφρ. Σταύρος Γκιργκένης. 2001. Ησίοδος. “Έργα και Ημέραι”, “Θεογονία”, “Η ασπίδα του Ηρακλή”. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. © 2001 Εκδόσεις Ζήτρος.