Κώστας Παππής

4/02/2021

Η πλατιφόρμα


Το διήγημα αυτό το έστειλα στα πλαίσια  της λογοτεχνικής άμιλλας διηγημάτων μικρής φόρμας (flash fiction), με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο», που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή». Περιλαμβάνεται στα διηγήματα που προκρίθηκαν και θα αναρτηθεί μαζί με τα άλλα στο πολύ αξιόλογο ιστολόγιο της «Αορτής»  aortipatras.blogspot.com, που θα εκδοθούν εν καιρώ σε βιβλίο

*****

   

Την ιδέα τού την έριξε ο Διαμαντής, που τού την είχε ρίξει ο Αποστόλης, που αυτός είχε λύσει το πρόβλημά του, είχε δει φως, του είχε δείξει φωτογραφίες και τρελάθηκε.


    - Εδώ δεν γίνεται παιχνίδι, στενός ο κύκλος. Άρα ανοιγόμαστε προς Πάτρα. Στο ίντερνετ υπάρχει πλατιφόρμα, γνωριμίες. Το λένε «Εγώ κι εσύ». Γκόμενες με τη σέσουλα. Θα σου τα εξηγήσει ο ανιψιός του Αποστόλη, ο Λάκης. Ξεφτέρι. Πάρε τον Αποστόλη να σου δώσει το τηλέφωνό του.

  

    Στο χωριό δεν γίνεται παιχνίδι. Δεν ήταν μόνο που έσερνε το δεξί ποδάρι, αναμνηστικό από μια Τρίτη, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια, που γαμήθηκε ο Δίας κι ανατράπηκε το σκαφτικό και τον έφερε αποκάτω. Ούτε που η ευλογιά τού είχε από παιδί σκάψει το πρόσωπο κι ήτανε miselabile visu. Ευτυχώς η νέα μόδα, γενειάδα προς Ταλιμπάν, του ήρθε κουτί. Κι ούτε καν ήταν που είχε ξυρίσει το κεφάλι γουλί, αφού τα μαλλιά του είχαν απομείνει σκόρπια διαδήλωση. Κι αυτό μέσα στη νέα μόδα ήταν. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν οι γυναίκες του χωριού οι ανύπαντρες - γιατί για παντρεμένες ούτε συζήτηση. Μετρημένες στα δάχτυλα, θέλανε παντρειά και πόλη. Μακριά από το χωριό, κι όπου νάναι.  

   

    Η μέρα κουτσά-στραβά περνάει. Όταν πέφτει η νύχτα αρχίζουν τα ζόρια. Ιδίως τον χειμώνα, που τον στριμώχνει η μοναξιά. Τάβλι στο καφενείο μέχρι να κλείσει, μετά σπίτι, πέντε κουβέντες με τη μάνα, ύστερα τηλεόραση, να πωρωθεί, πόσο να πωρωθεί; Την κλείνει. Σιωπή. Μόνο το σκυλί του γείτονα και τα ποντίκια στο ταβάνι. Μετά πιάνει δουλειά η χούφτα.

  

    Καμιά φορά με τον Διαμαντή, για να περάσει η νύχτα, πιάνουν τραπέζι στο σκυλάδικο με τις Ουκρανές, έξω από το Αιτωλικό. Πίνουνε τον κώλο τους μέχρι ν’ αρχίσουν να ξερνάνε, κερνάνε τις Ουκρανές, στέλνουν κάνα πανέρι στο πρώτο όνομα του μαγαζιού. Η λουλουδού τού τ’ αδειάζει στο κεφάλι, δείχνει στη μεριά τους, «από τα βλαχαδερά κει πέρα» του ψιθυρίζει στ’ αυτί σοβαρά. Τ’ όνομα στραβώνει για πάρτη τους ένα χαμόγελο. Κάποια στιγμή «πρόγραμμα τέλος, κλείνουμε». Γυρίζουν, πώς γυρίζουν, στο χωριό κατά τα ξημερώματα.

   

    Και πόσες νύχτες να το κάνεις αυτό; Μια τη βδομάδα; Δυο; Με τις άλλες τι γίνεται;

   

    Μια μέρα τ’ αποφασίζει. Γεμίζει ένα καφάσι με πράματα φρέσκα από το περιβόλι του, τα βάζει στην καρότσα και πάει στο σπίτι του Λάκη.

   

    - Για την πλατιφόρμα. Τα μποστανικά για τη μάνα σου εκ μέρους μου.

       

       Ανοίγουν τον υπολογιστή, μπαίνουν στην πλατφόρμα - τι λέξη, ούτε διαστημικός σταθμός!

   

    - Πρώτον, ζητάει εγγραφή. Όνομα κι επώνυμο. Βάζουμε όνομα πιασάρικο, έχει σημασία η πρώτη εντύπωση. Βάζω: όνομα Άλκης, επώνυμο Πετρόπουλος. Του πότε είσαι;

   

    - 1978.

       

    - Βάζω 1990. Email έχεις; Κανένα πρόβλημα, θα βάλω το δικό μου. Σπουδές-πτυχία;

   

    - Δευτέρα Γυμνασίου.

 

  - Καλώς. Απόφοιτος ΤΕΙ Ηλεκτρονικών. Επάγγελμα, βάζω service ηλεκτρονικά. Χόμπι και προτιμήσεις… Τι μουσική σ’ αρέσει;


       - Άντζελα, Σφακιανάκης.

   

    - Βάζω έντεχνο λαϊκό. Αγαπημένες ταινίες;

   

    - Μέλισσες.

     

    - Ταινίες είπαμε, όχι σήριαλ. Καλά, γράφω Μέριλ Στριπ, αισθηματικά.

   

    - Ποια είν’ αυτή;

   

    - Μια αμερικάνα. Χόμπι… Γράφω ορειβασία, ταξίδια, καταδύσεις. Ξέρουμε μπάνιο, εντάξει; Τ’ άλλα τα συμπληρώνω εγώ. Τελειώσαμε.

   

    Έβγαλε ένα εικοσάρικο.

     

    - Έλα τώρα…

     

    Το πήρε.

  

   Σαν παιχνίδι άρχισε, εύκολο όμως δεν ήτανε. Έμπαινε στην πλατφόρμα, τι καινούργια πρόσωπα έχουμε σήμερα, ξεκίναγε μια γνωριμία, κι εκεί που άρχιζε να ζεσταίνει η γραπτή συνομιλία, η γνωριμία εξαφανιζόταν. Έγινε μια, έγινε δυο, έγινε δέκα, άρχιζε ν’ απορεί. Τι φταίει άραγε; Πάει τέλος στον Λάκη, «έλα να μπούμε μαζί», του λέει αυτός. Στήνονται στον υπολογιστή, χτυπάνε μια Σούλα, αρχίζει ο διάλογος. Του Λάκη του σηκώνεται η τρίχα.

   

    - Έχεις πάει πράγματι σχολείο;

   

    - Ναι σου είπα, Δευτέρα Γυμνασίου. Γιατί;

   

    - Η ορθογραφία σου. Της πέταξες τα μάτια έξω. Από δω και πέρα κομμένο το γραπτό μπλα-μπλα. Δυσλεξία θα λες, δεν τόχεις στα γραπτά. Κατάλαβες; Θα λες πώς είσαι δυσλεκτικός. Άμα θέλουνε, επικοινωνία μόνο μέσω τηλεφώνου. Θα της δίνεις το δικό σου, «πάρε με». Και περιμένεις.




    Το λαχείο άργησε λίγο να του πέσει αλλά τελικά του έπεσε και το λέγανε Τούλα. Η Τούλα δέχτηκε να μιλάνε από το τηλέφωνο. Δεν τα πήγαινε ούτε αυτή τα γραπτά, τα βαριότανε κι ας είχε σχεδόν τελειώσει Γυμνάσιο. Με την διαφορά ότι ήταν νωρίς να του δώσει το δικό της τηλέφωνο. "Λίγη υπομονή, θα σου το δώσω, θα σε παίρνω εγώ μέχρι τότε".


   29 ετών, μετρίου αναστήματος, καστανή, αρκετά όμορφη, αθλητικός τύπος, του συστήθηκε. Κατοικία Ψηλαλώνια, δικό της το διαμέρισμα, αλλά συγκατοικούσε, δεν διευκρίνισε. Επάγγελμα καλλιτεχνικές κομμώσεις και περιποίηση νυχιών. Χόμπι χορός και shopping therapy. Ξένες γλώσσες ελληνικά. "Ξένη είσαι;", την ρωτάει. "Όχι, Πατρινιά". "Α, καλά", της λέει.


   Απ’ την αρχή τον ταξίδεψε η φωνή της η σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι. Φωνή να χτίσεις πάνω της παράδεισο. Είχανε πολλά να πουν, για τα ζώδιά τους, τον καιρό, τι ετοιμάζει για το καρναβάλι το δικό της γκρουπ, τη θέση σέντερ μπακ που έπαιζε στο χωριό αυτός, τις Μέλισσες, πόσο αδικήθηκε το τραγούδι μας στο Eurovision, «γάμος ή σχέση;», «πρώτα σχέση μετά γάμος» λέει αυτή, «σωστός» λέει αυτός, "Βίσση ή Γαρμπή;", "Βίσση, δεν το συζητώ", λέει αυτή. Γενικά, βρήκανε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα για να έχουν να συζητάνε.


   Πέρασε λίγος καιρός, όλα ωραία και τέλεια, όμως αυτός ανυπομονούσε να τη γνωρίσει από κοντά για τα περαιτέρω. Αυτή είχε κολλήσει, "νωρίς είναι ακόμα, μη βιάζεσαι". Με τα πολλά, η Τούλα δέχτηκε να συναντηθούνε, δική της επιλογή, στο "Ρεμέντζο", Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Σάββατο, ώρα εννιά.



  

Έρχεται το Σάββατο. Μπάνιο, αποσμητικό μασχάλες-σκέλια, κολόνια Κούρος αγορασμένη από καροτσάκι Σουδανού. Βάζει μπρος το αγροτικό, σε λίγο του ‘ρχεται ασφυξία. Ντουμάνι τα αιθέρια. Ανοίγει τα παράθυρα. Φτάνει στο "Ρεμέντζο" ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει μη τυχόν πάει πρώτη αυτή και τον δει να μπαίνει σέρνοντας το ποδάρι.


   Ήταν μέσα και τον περίμενε. Δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει, ο φωτισμός ήταν άποψης μπουρδελέ, θεοσκότεινα, στην αρχή δεν έβλεπε την μύτη του. Σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνει. Τρία ήταν όλα κι όλα τα πιασμένα τραπέζια, στα δυο καθόντουσαν υποψίες ζευγαριών, στο τρίτο, μια φιγούρα μόνη εξείχε τριάντα πόντους πάνω από το τραπέζι. Αυτή θα είναι.


   Πλησίασε. Προσοχή το ποδάρι. Της χαμογέλασε. «Η Τούλα;». «Ο Άλκης;». Δώσανε τα χέρια, «χαίρω πολύ», «παρομοίως».


   Κάθισε.


   - Τι θα πιούμε;.


   Η Τούλα είχε παραγγείλει.


   - Δεν μου είπες πως φοράς γυαλιά, της λέει.


   Δεν απαντάει, μάλλον δεν άκουσε.


   Πώς γίνεται, τα λόγια που ήταν τόσο εύκολα στο τηλέφωνο και πήγαινε ροδάνι η γλώσσα τους, τώρα να βγαίνουν με το τσιγκέλι; Έφταιγε η μουσική που ήταν δυνατή και δεν ακουγόντουσαν; Σηκώθηκε και στριμώχτηκε δίπλα της. Κακή έμπνευση. Το άρωμά της τον φλόμωσε, του ήρθε να ξεράσει. Αλλά ήταν αργά να κάνει πίσω. Κι αφού τα λόγια δεν έβγαιναν, είπε να δοκιμάσει τα έργα. Άπλωσε το χέρι στο μπούτι της. Το λαχείο αποδείχτηκε υπέρβαρο. Όσο για το «αθλητικός τύπος», του εξήγησε πως ένας ξάδερφος την είχε πάει σε λούνα παρκ και με τις πρώτες της βολές έδειξε πως τόχει.


   Όταν βγήκαν από το "Ρεμέντζο", πήρανε βαθιά ανάσα. Βάδισαν για λίγο δίπλα-δίπλα. Του ερχόταν λίγο πιο πάνω από τη μέση. Άφησε το ποδάρι ελεύθερο να σέρνεται, με κάποια δόση κακίας, σαν να έπαιρνε εκδίκηση. Την πήγε λίγο πιο πάνω, προς τα Ψηλαλώνια. Δώσανε τα χέρια, «θα σε πάρω αύριο», του είπε, και χωρίσανε.


   Νοσταλγεί καμιά φορά τη φωνή της τη σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι.