Κώστας Παππής

1/23/2023

Αγγελόκαστρο




Απόσπασμα 1 από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)



Ο καιρός όλο και χειροτέρευε, κι έπρεπε να φτάσουμε στον επόμενο σταθμό, το Αγγελόκαστρο, πριν νυχτώσει. Μπροστά μας είχαμε κι άλλη ανηφόρα … Πήραμε ένα χωματόδρομο που έβγαζε σ’ ένα χωριουδάκι, τον Άη Γιάννη. Στην αρχή τα πράγματα ήταν υποφερτά. Μεριές-μεριές το είχε στρώσει, χιόνι απάτητο, που βούλιαζε κι έκανε δύσκολο το βάδισμα, ιδίως για τα ζώα που ήταν φορτωμένα. Καταχνιά να σκεπάζει τα πάντα όλα. Μέχρι που μπήκαμε σε μονοπάτι. Το μονοπάτι αυτό υπήρχε κίνδυνος να το χάσουμε, να ξεστρατίσουμε, αφού κάθε τόσο φτάναμε σε διχάλες, όπου η μάνα μας έπρεπε ν’ αποφασίσει από πού να συνεχίσουμε. Αν ο καιρός ήταν καθαρός, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σε κείνα τα μέρη στο Αραχναίο το τοπίο ήταν τελείως γυμνό, δάση δεν υπήρχαν, πού και πού κανένα δέντρο ξεμοναχιασμένο, που μπορούσε να χρησιμεύσει και σαν σημάδι. Δέντρα και βράχοι, αυτά ήταν τα σημάδια. Και κανένα μαντρί. Αλλά τώρα, μην έχοντας σημάδι, λόγω της καταχνιάς, η μάνα μας έπρεπε ν’ αποφασίζει με μοναδικό οδηγό το ένστιχτο. Ήταν θαύμα πώς δεν χαθήκαμε και δεν οδηγηθήκαμε σε κανένα γκρεμό. Από κάποιο σημείο, ο καιρός το γύρισε σε χιονοθύελλα. Ο αέρας καθάρισε κάπως την καταχνιά κι έτσι μπορούσαμε να βλέπουμε μπροστά μας λίγο καλύτερα. Όμως το κρύο έσφιγγε όλο και περισσότερο.

Είχε αρχίσει τώρα πια να σκοτεινιάζει. Ο δρόμος που απόμενε μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στο χωριό, το Αγγελόκαστρο, δεν ήταν λίγος. Κι εκεί σωριάστηκα. Μου ήταν αδύνατο να προχωρήσω. Τα πόδια μου ήταν σκοτωμένα απ’ την κούραση. Μη ξεχνάς πως από το πρωί περπατάγαμε στα κακοτράχαλα και στις ανηφόρες. Και με τέτοιο καιρό, περπάτημα στο χιόνι, κι ο αέρας να μας δέρνει, να θέλει να μας ρίξει χάμω. Σωριάστηκα, δεν μπορούσα άλλο. Τι να κάνει η μάνα μου; Με φορτώνεται στην πλάτη, σαν τον Χριστό πάνω στις πλάτες του Άγιου Χριστόφορου για να περάσει το χείμαρρο! Καλικούτσα, στη νάκα.


- Νάκα;

- Ήταν κούνια φορετή, με το παιδί μέσα, που ζαλωνόταν η μάνα στην πλάτη. Ήμουνα πέντε με έξι χρονών, όχι μεγαλύτερος από έξι και όχι μικρότερος από πέντε. Κάπως μεγάλος για νάκα, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Ευτυχώς ήμουν ελαφρύς, πολύ αδύνατος και μικροκαμωμένος, αλλιώς δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνε η μάνα μου.

- Καλικούτσα, λοιπόν!

- Καλικούτσα! Στη νάκα, κι η μάνα να κοντανασαίνει. Είχε μαζέψει κι αυτή, όπως κι εγώ κι η αδερφή μου, κούραση μεγάλη. Ευτυχώς τα ζώα αντέχανε. Συνεχίζουμε. Κάποια στιγμή διαπιστώνει η μάνα μου ότι τα πόδια μου κρέμονται έξω, γυμνά. Όπως είμαι καλικούτσα, η νάκα να μ’ έχει σφίξει, τα πόδια μου να έχουν κρεμάσει κάτω, γυμνά, έχουν πρηστεί από τον αέρα και το κρύο κι έχω χάσει την αίσθησή τους. Απ’ τα γόνατα και κάτω τα πόδια μου είναι ξένα, χτυπάνε πίσω, στις πλάτες της μάνας μου, τα νοιώθει, με κατεβάζει, μ’ ακουμπάει, με ζουλάει, τίποτα, καμιά αντίδραση. Τρομάζει. Ξέρει τι δεν πάει καλά και ποιος είναι ο κίνδυνος. Τρίβει τα πόδια μου για να τα ζεστάνει, τα τυλίγει με κάτι σκουτιά, αλλά η μόνη σωτηρία είναι να φτάσουμε το γρηγορότερο στο χωριό. Τέλος, με την ψυχή στο στόμα, φτάνουμε. Στο σπίτι που θα μας φιλοξενήσουν, μεγάλη οικογένεια, όπως κι οι προηγούμενες, όλοι στο πόδι για να μας βοηθήσουν. Οι άντρες να ξεφορτώσουν τα ζώα, οι γυναίκες στο μαγείρεμα, κι εμένα να με μεταφέρουν σηκωτό μέσα στο σπίτι. Άκουσα φωνές, «μακριά απ’ τη φωτιά το παιδί, φέρτε οινόπνευμα για εντριβή και μάλλινο ρούχο να του τυλίξουμε τα πόδια». Έτσι κι έγινε και τελικά συνήλθα….