Αγγελόκαστρο
Απόσπασμα 1 από το βιβλίο «Στρατολάτες»
(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)
Είχε αρχίσει τώρα πια να σκοτεινιάζει. Ο δρόμος που απόμενε μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στο χωριό, το Αγγελόκαστρο, δεν ήταν λίγος. Κι εκεί σωριάστηκα. Μου ήταν αδύνατο να προχωρήσω. Τα πόδια μου ήταν σκοτωμένα απ’ την κούραση. Μη ξεχνάς πως από το πρωί περπατάγαμε στα κακοτράχαλα και στις ανηφόρες. Και με τέτοιο καιρό, περπάτημα στο χιόνι, κι ο αέρας να μας δέρνει, να θέλει να μας ρίξει χάμω. Σωριάστηκα, δεν μπορούσα άλλο. Τι να κάνει η μάνα μου; Με φορτώνεται στην πλάτη, σαν τον Χριστό πάνω στις πλάτες του Άγιου Χριστόφορου για να περάσει το χείμαρρο! Καλικούτσα, στη νάκα.
- Νάκα;
- Ήταν κούνια φορετή, με το παιδί μέσα, που ζαλωνόταν η μάνα στην πλάτη. Ήμουνα πέντε με έξι χρονών, όχι μεγαλύτερος από έξι και όχι μικρότερος από πέντε. Κάπως μεγάλος για νάκα, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Ευτυχώς ήμουν ελαφρύς, πολύ αδύνατος και μικροκαμωμένος, αλλιώς δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνε η μάνα μου.
- Καλικούτσα, λοιπόν!
- Καλικούτσα! Στη νάκα, κι η μάνα να κοντανασαίνει. Είχε μαζέψει κι αυτή, όπως κι εγώ κι η αδερφή μου, κούραση μεγάλη. Ευτυχώς τα ζώα αντέχανε. Συνεχίζουμε. Κάποια στιγμή διαπιστώνει η μάνα μου ότι τα πόδια μου κρέμονται έξω, γυμνά. Όπως είμαι καλικούτσα, η νάκα να μ’ έχει σφίξει, τα πόδια μου να έχουν κρεμάσει κάτω, γυμνά, έχουν πρηστεί από τον αέρα και το κρύο κι έχω χάσει την αίσθησή τους. Απ’ τα γόνατα και κάτω τα πόδια μου είναι ξένα, χτυπάνε πίσω, στις πλάτες της μάνας μου, τα νοιώθει, με κατεβάζει, μ’ ακουμπάει, με ζουλάει, τίποτα, καμιά αντίδραση. Τρομάζει. Ξέρει τι δεν πάει καλά και ποιος είναι ο κίνδυνος. Τρίβει τα πόδια μου για να τα ζεστάνει, τα τυλίγει με κάτι σκουτιά, αλλά η μόνη σωτηρία είναι να φτάσουμε το γρηγορότερο στο χωριό. Τέλος, με την ψυχή στο στόμα, φτάνουμε. Στο σπίτι που θα μας φιλοξενήσουν, μεγάλη οικογένεια, όπως κι οι προηγούμενες, όλοι στο πόδι για να μας βοηθήσουν. Οι άντρες να ξεφορτώσουν τα ζώα, οι γυναίκες στο μαγείρεμα, κι εμένα να με μεταφέρουν σηκωτό μέσα στο σπίτι. Άκουσα φωνές, «μακριά απ’ τη φωτιά το παιδί, φέρτε οινόπνευμα για εντριβή και μάλλινο ρούχο να του τυλίξουμε τα πόδια». Έτσι κι έγινε και τελικά συνήλθα….
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home