Κώστας Παππής

9/30/2014

Μια διαθήκη


Στις 3 Οκτωβρίου κλείνουν δυο χρόνια από την ημέρα της αιφνίδιας αποδημίας του Δημήτρη Καζιάνη. Πώς γράφεις για ένα φίλο που υποτίθεται ότι έφυγε για πάντα κι όμως η παρουσία του γίνεται όλο και πιο αισθητή καθώς περνάει ο καιρός;

Πρόθεσή μου δεν είναι να γράψω νεκρολογία. Δηλαδή να μιλήσω για τον αδιάφθορο δημόσιο λειτουργό, για το βίο και τη δράση του, για όσα πέτυχε στην αρχαιολογική υπηρεσία, όπου έφτασε στα ψηλότερα υπηρεσιακά αξιώματα, ή στο Σύλλογο των Ελλήνων Αρχαιολόγων, που τον υπηρέτησε για χρόνια, μεταξύ άλλων και από το πόστο του Προέδρου. Ούτε θα μιλήσω για την ευαίσθητη και τρυφερή (αλλά κάποτε και ευέξαπτη) φύση του, για τους σκληρούς  αγώνες που έδωσε από μικρό παιδί μέχρι το τέλος, για το πόσο άγρια χτυπήθηκε ήδη από τα τρυφερά του παιδικά χρόνια αλλά και σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσιακής του ζωής, για το πόσο πολύ πληγώθηκε, για να φτάσει ως εκεί που έφτασε, απολαμβάνοντας κοινή εκτίμηση.

Πρόθεσή μου είναι να σας διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη μετά το θάνατό του και που, κατά τη γνώμη ενός ανθρώπου (εμένα δηλαδή) που τον ήξερε καλά, φωτίζει την προσωπικότητά του περισσότερο από όλα τα βιογραφικά στοιχεία του που θα μπορούσα να παραθέσω.

Μέχρι την περασμένη άνοιξη, δηλαδή ενώ είχε περάσει καιρός πολύς από την αποδημία του, ήταν αδύνατο να εντοπιστεί ο τάφος του στο παλιό νεκροταφείο του Κιάτου από κάποιον που δεν είχε παραστεί στην κηδεία του. Είχε ταφεί, βέβαια, στον οικογενειακό τάφο όπου είχαν ενταφιαστεί πολλοί συγγενείς του. Όμως δεν είχε προστεθεί το όνομά του στην κοινή επιτάφια πλάκα που κάλυπτε τον τάφο. Άρα, τίποτα, καμιά αναφορά, κανένα σημάδι ότι "ενθάδε κείται". Συμφωνήσαμε κάποιοι φίλοι να τοποθετήσουμε ένα (απλό, όπως ήταν κι ο ίδιος) σήμα στον τάφο του. Πήγαμε και διαλέξαμε ένα κομμάτι μάρμαρο και αποφασίσαμε τι θα γράφαμε επάνω: όνομα, ημερομηνία θανάτου, ετών 63, και τον τίτλο ενός ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη που αγαπούσε και τον εξέφραζε – «Όσο μπορείς»:

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.


Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


     (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Συμφωνήσαμε, τέλος, στη φωτογραφία που θα έμπαινε στο μάρμαρο: μια φωτογραφία του που θα τον έδειχνε όχι στοχαστικό και απόμακρο αλλά χαμογελαστό, ευτυχισμένο σχεδόν. Αυτό που έχει κρατήσει τουλάχιστον η δική μου μνήμη γι αυτόν. Κι άρχισε η αναζήτηση μιας τέτοιας φωτογραφίας. Βρέθηκε καδραρισμένη στα χέρια μιας συγγενούς του. Την αφαιρέσαμε από το κάδρο για να δοθεί για την κατάλληλη επεξεργασία (αντιγραφή σε μια μικρή ορθογώνια επιφάνεια από μάρμαρο για να κολληθεί στο μάρμαρο του τάφου). Πίσω από τη φωτογραφία υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί που είχε τοποθετηθεί εκεί προφανώς για να τη στηρίζει και που παρέμεινε πάνω στο γραφείο μου, μαζί με το κάδρο, ώσπου να τελειώσει η επεξεργασία της φωτογραφίας και να παραδοθούν όλα όπου ανήκαν.

 Όταν παρέλαβα το αντίγραφο της φωτογραφίας και ετοίμαζα το φάκελο με τα πράγματα που θα επέστρεφα στη συγγενή του Δημήτρη με έκπληξη παρατήρησα πάνω στο χαρτί που βρέθηκε μέσα στο κάδρο, πίσω από τη φωτογραφία του, λίγες λέξεις γραμμένες στα αγγλικά:

The vital need
to love,
to be loved.

Μεταφράζω στα ελληνικά:

Η ζωτική ανάγκη
ν’ αγαπήσεις,
ν’ αγαπηθείς.

Υπέθεσα ότι τα παραπάνω είχαν γραφτεί από το Δημήτρη και απλώς δεν το είχα προσέξει όταν είδα για πρώτη  φορά το χαρτί. Μου φαινόταν, άλλωστε, απολύτως φυσικό αφού ήξερα ότι αυτό θεωρούσε ο ίδιος πιο σημαντικό: την αγάπη. Αν ήταν δική του η εγγραφή, αυτή θα ήταν η πνευματική διαθήκη του. Η αγάπη. Ανάγκη συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή. Ανάγκη ν’ αγαπιέσαι και ν’ αγαπάς. «Πού πας χωρίς αγάπη...», όπως θα σιγοτραγουδούσε ο ίδιος – είχε εξαιρετική φωνή και είχε πάθος με τη μουσική, ιδιαίτερα τη λαϊκή, ενώ λάτρευε το Μάνο Χατζηδάκι, τον Καζαντζίδη, τη Μαρινέλα.

Ανακάλυψα αργότερα ότι τα παραπάνω λόγια ανήκουν στη σπουδαία θεατρική συγγραφέα Sarah Kane (αυτοκτόνησε το 1999, σε ηλικία 28 ετών). Η Σάρα αυτό το είπε σαν κάτι που έπρεπε να έκανε ή που θα πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Εκφράζει αυτό που θα επιθυμούσε η ίδια και όχι κάτι που πράγματι βίωσε στη σύντομη ζωή της. Και όσο για το χέρι που το έγραψε στο χαρτί, αυτό ήταν άλλο, όχι του Δημήτρη – αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα για το θέμα μας, που αφορά το Δημήτρη Καζιάνη. Γιατί αν άφηνε ο ίδιος μια γραφτή πνευματική διαθήκη, θα ήταν αυτές οι λίγες λέξεις:

Ν’ αγαπήσεις, ν’ αγαπηθείς.