Κώστας Παππής

11/03/2014

Το αληθινό μέτρο των ανθρώπινων πράξεων



Αυτό που μένει διαβάζοντας τα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, είναι η αξεπέραστη ομορφιά και σοφία τους. Είναι εκείνα τα γνωρίσματα των μεγάλων έργων, που σε κάνουν να θέλεις να τα διαβάζεις ξανά και ξανά. Τα έργα μιλούν κυρίως για θεούς, ήρωες και βασιλιάδες. Όμως στον πυρήνα τους είναι ο άνθρωπος, η ζωή, με όλη την αλήθεια της.

 Ένα παράδειγμα:

Σύμφωνα με την Ιλιάδα, στο δέκατο χρόνο του τρωικού πολέμου ξεσπάει άγριος καυγάς ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα. Αιτία το ότι ο Αγαμέμνονας υποχρεώνεται, ύστερα από χρησμό του Κάλχα, να επιστρέψει τη Χρυσηίδα, έπαθλό του από μια επίθεση των Ελλήνων στα περίχωρα της Τρωάδας, στον ιερέα πατέρα της. Σε αντικατάσταση της Χρυσηίδας, ο Αγαμέμνονας, με το «έτσι θέλω» (αρχηγός του στρατού γαρ), αποφασίζει να πάρει αυτός το έπαθλο του Αχιλλέα, τη Βρισηίδα.
Έξαλλος ο Αχιλλέας βρίζει τον Αγαμέμνονα(1):


«Ξετσίπωτε απ’ την κορφή ως τα νύχια, υπόδουλε στο ατομικό συμφέρον
….
Αλλά για σένα, κάθαρμα, πήραμε το κατόπιν σου, για το δικό σου
Το χατίρι σηκώσαμε του Μενελάου το χρέος, σκύλε,
 Από τους Τρώες γυρεύοντας εκδίκηση.
Όμως εσύ τίποτα δεν υπολογίζεις, τίποτα δεν σε σταματά,
Κι έχεις το θράσος ν’ απειλείς…».


Και παρακάτω:

«Μπεκρή, με σκύλου μάτια και καρδιά ελαφίνας,
Ποτέ δεν τόλμησες να βγεις στον πόλεμο με τον στρατό σου,
Μήτε να πάρεις μέρος σε καρτέρι μαζί με τους γενναίους Αχαιούς –
Αυτά τα τρέμεις σαν τον μαύρο χάρο.
Το ‘χεις καλύτερο, κυκλοφορώντας στο μεγάλο ασκέρι των Αργείων,
Ν’ αρπάζεις ξένο μερτικό, όποιου σου αντιμιλήσει αντρίκεια.
Εσύ, ο λαοφάγος βασιλιάς, γιατί σε τιποτένιους βασιλεύεις…».


Αυτά στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας (έργο που προηγείται φυσικά της Οδύσσειας). Ας δούμε τώρα πώς μιλάει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας. Έχει μεσολαβήσει ο θάνατος και των δυο: του Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου,  και του Αγαμέμνονα με φριχτό τρόπο, από τη γυναίκα του και τον εραστή της Αίγισθο. Για την ακρίβεια, η συνομιλία γίνεται «στ΄ασφοδελό λιβάδι, που μένουν όλες οι ψυχές, των πεθαμένων ίσκιοι» (στο λιβάδι με τ’ ασφοδίλια, κατά το Σεφέρη). Μιλάει η σκιά του Αχιλλέα στη σκιά του Αγαμέμνονα (2):

«Τ’Ατρέα γιε, σε λέγαμε τον πιο αγαπημένο
Πάντα απ΄ τους άλλους αρχηγούς, στο βροντορίχτη Δία
Γιατί όριζες πολύ στρατό, τα πρώτα παλικάρια,
Στην Τροία, που μας πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια.
Μα πριν της ώρας έμελλες να πας κι εσύ απ΄τη μοίρα,
Που όποιος στον κόσμο γεννηθεί θνητός δεν την ξεφεύγει.
Άμποτε, μέσα στις τιμές της βασιλείας που είχες,
Ο θάνατος να σ΄έβρισκε κι η μοίρα σου στην Τροία».


Πού πήγε η ξέφρενη οργή του Αχιλλέα (η «μήνις») που τον έκανε ν’ αποφασίσει να εγκαταλείψει τη μάχη μέχρι να φτάσουν οι Έλληνες στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής, να πάνε στον Άδη αμέτρητες ψυχές Ελλήνων, να πέσει στα πόδια του ικέτης όλο το ελληνικό στράτευμα, και να αποκατασταθεί και με το παραπάνω η προσβολή που υπέστη από τον Αγαμέμνονα; Τι μεσολάβησε και γλύκανε η ψυχή του;

Πρώτα  έπρεπε να συμβούν όλα αυτά. Δικαιοσύνη, έστω πληρωμένη πανάκριβα με ποταμούς αίματος ελληνικού! Αλλά κυρίως ο θάνατος. Θάνατος του Πατρόκλου, αγαπημένου εταίρου του Αχιλλέα, που τον συντρίβει. Και, βέβαια, θάνατος των ίδιων των πρωταγωνιστών του αρχικού επεισοδίου της Ιλιάδας ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Αγαμέμνονα. Ο Όμηρος βάζει σοφά τους πρωταγωνιστές της πρώτης ραψωδίας της Ιλιάδας, που ξεκίνησε το κακό, να σμίγουν ειρηνικά (οι ψυχές τους πια) στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας.

Ο θάνατος, η κοινή μας μοίρα. Ο θάνατος, που αποκαθιστά το αληθινό μέτρο των ανθρώπινων πράξεων. Ο θάνατος, που γλυκαίνει τις ψυχές των ανθρώπων.
_________________
(1) Ιλιάδα, Α,  149-231, Μετάφραση Δ.Ν.Μαρωνίτη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2012
(2) Οδύσσεια, Ω, 23-30, Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα