Κώστας Παππής

6/06/2018

Σκηνὴ πας ο βίος και παίγνιον...

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν πέρασε ποτέ από τη Σικυώνα - εννοώ ό,τι έχει απομείνει από αυτή την αρχαία πόλη της Κορινθίας που υπήρξε σπουδαία σε όλη της τη διαδρομή, από την αρχαϊκή, όταν έφτασε στην ακμή της, και, λιγότερο, την κλασσική, μέχρι τα Ελληνιστικά χρόνια. Στα ποιήματά του δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή, ούτε νύξη καν γι’ αυτήν που να θυμίζει τη μεγάλη συμβολή της στην τέχνη και τον πολιτισμό, τα γεγονότα που τη σημάδεψαν, τις ξεχωριστές προσωπικότητες που ανέδειξε στην τέχνη (Λύσιππος, Πολύκλειτος, Απελλής κλπ)  και στην πολιτική (Ορθαγορίδες, Κλεισθένης, Άρατος κλπ). Με μια μοναδική εξαίρεση: ένα πρόσωπο εμβληματικό για τα Ελληνικά πράγματα κατά την τελευταία περίοδο, την Ελληνιστική, πριν η Ελλάδα υποταχτεί στη νέα υπερδύναμη, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αλλά και ένα πρόσωπο που σφράγισε την ιστορία της Σικυώνας. Όμως και σε αυτή τη μοναδική εξαίρεση, δεν γίνεται στο ποίημα καμία αναφορά άμεση αλλά ούτε και έμμεση στη Σικυώνα. Η σύνδεση του Καβάφη με την πόλη πραγματοποιείται μόνο μέσα από μια υπόγεια διαδρομή, με οδηγό το πρόσωπο που αναφέρω.  
 
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. 

Διαβάζοντας, όπως πολύ συχνά τα βράδια, Καβάφη, στάθηκα τις προάλλες σε ένα ποίημά του που δεν είναι από τα πιο δημοφιλή, αλλά που εμένα πάντα με συγκινούσε ιδιαίτερα.  Τίτλος του «Ο Βασιλεύς Δημήτριος». Πρόκειται για ένα από τα ιστορικά ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή, γραμμένο τον Αύγουστο του 1900. Αναφέρεται σε έναν από τους πρωταγωνιστές στις διαμάχες των Επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που μετά το θάνατό του  μοίρασαν την αχανή αυτοκρατορία του και δεν σταμάτησαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι την τελική πτώση και την υποδούλωση στους Ρωμαίους.

Το ποίημα ξεκινάει παραθέτοντας ένα χωρίο από τον «Βίο Δημητρίου» του Πλούταρχου:

«Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν».
Δηλαδή:
«Όχι σαν βασιλιάς, αλλά σαν ηθοποιός, μεταμφιέζεται φορώντας σκουρόχρωμη χλαμύδα και όχι την τραγική και διέφυγε κρυφά».

Το ποίημα:

Ο Βασιλεύς Δημήτριος  
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Το ποίημα αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός. Ύστερα από ένα ταραχώδη βίο που σημαδεύτηκε από συνεχείς εκστρατείες με νίκες επιφανείς αλλά και μεγάλες ήττες, ο Δημήτριος, γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, στρατηγού του Αλέξανδρου (πήρε το μερίδιο της Ασίας), είδε, το έτος 288 π.Χ., το τέλος της ηγεμονικής διαδρομής του στα πράγματα της Αυτοκρατορίας. Προηγουμένως έζησε δίπλα στον πατέρα του ουσιαστικά συμβασιλεύοντας στην Ασία στα έτη 306-294 π.Χ., υπήρξε Ηγεμόνας της Ελλάδας στα έτη 303-288 π.Χ. και, τέλος, υπήρξε Βασιλιάς των Μακεδόνων την περίοδο 294-288 π.Χ. 
Στο τέλος, λοιπόν, μιας τρικυμισμένης περιόδου που σφραγίστηκε από τις δυναστικές έριδες των διαδόχων της κληρονομιάς του Αλέξανδρου, οι τρεις ανταγωνιστές του Δημήτριου από τις άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος,  συμμάχησαν για ακόμη μια φορά εναντίον του, έχοντας προσεταιριστεί και τον Βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Οι Μακεδόνες του Δημήτριου, κουρασμένοι από τους συνεχείς πολέμους και αγανακτισμένοι από την εκκεντρική και αλαζονική  συμπεριφορά του, «τον παραίτησαν»: αρχίζουν να εγκαταλείπουν το στρατόπεδό του, προσχωρώντας στις γραμμές των εχθρών του και κυρίως του Πύρρου, που τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Η ήττα και το τέλος της ηγεμονίας του Δημήτριου ερχόταν ραγδαία και αναπόφευκτα. Τότε αυτός, μεταμφιεσμένος με σκούρο χιτώνα, εγκαταλείπει το στρατόπεδό του και το θρόνο, ενώ η Μακεδονία διαιρείται  ανάμεσα στο βασιλιά της Ηπείρου και στο Λυσίμαχο. Τέλος. Και τι τέλος μετά από μια τόσο ταραχώδη ζωή: ιδιωτεύει ζώντας μέχρι το πρώιμο τέλος της ζωής του (πέθανε το 283 π.Χ. μετά από ασθένεια σε ηλικία 54 ετών) στην Απάμεια «διατρίβων περί θήρας και δρόμους, κύβους και πότους» δηλαδή περνώντας τον καιρό του κυνηγώντας, βγαίνοντας σε πορείες, παίζοντας ζάρια και πίνοντας !
Εκείνο που με είχε γοητεύσει στο ποίημα αλλά και στην ιστορία του Δημήτριου ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου που όταν βλέπει «την τύχη του που ενδίδει πια», δεν διστάζει, δεν παραδίνεται, δεν αυτοκτονεί, αλλά αποδέχεται την πραγματικότητα της ζωής και της τύχης σε όλη τους τη ρευστότητα και αποχωρεί «κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός που όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται»! Διδάσκοντας με το παράδειγμά του πως «Σκηνὴ πας ο βίος και παίγνιον. Ή μάθε παίζειν τὴν σπουδὴν μεταθεὶς, ή φέρε τας οδύνας» («Θέατρο είναι όλη η ζωή και παιχνίδι. Ή μάθε να παίζεις βάζοντας στην άκρη τη σοβαρότητα, ή υπόμεινε τα βάσανα») (Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, 4ος μ.Χ. αιών, Έλληνας ποιητής). Ή το άλλο, του Δημόκριτου, ότι «ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος», θέατρο ο κόσμος και πάροδος η ζωή του ανθρώπου.

Μέχρι τώρα δεν είπα τίποτα για τη σύνδεση του Καβάφη, την υπόγεια διαδρομή που μας πάει από τον ποιητή στην αρχαία Σικυώνα. Αλλά μου φαίνεται πως σας κούρασα, πως το πήρα ορθοπεταλιά και πως πρέπει τώρα να διακόψω. Αυτό κάνω. Σε πολύ λίγες μέρες θα συνεχίσω και θα ολοκληρώσω την αφήγηση. Ως τότε να είστε καλά.