Η δική μου Μεταμόρφωση: η Ευαγγελίστρια και τα κυπαρίσσια της, ο ίσκιος τους και ο Σεφέρης, η Άρτεμις...
Νάμαι λοιπόν στην Ευαγγελίστρια. Βρίσκω την πόρτα ξεκλείδωτη. Την ανοίγω.
Στο κατώφλι με υποδέχεται ένας δράκος που φυλάει την εκκλησία, εικονισμένος σ' ένα μικρό, αρχαίο προφανώς, ψηφιδωτό. Ένας δράκος σκέτος; Όχι, ένας δράκος-φίδι που αγκαλιάζει ένα πουλί. Ελάχιστες ψηφίδες έχουν πια απομείνει, υπάρχει όμως ολοκάθαρο το περίγραμμα.
Από το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης προχωράς ανατολικά, παράλληλα στην Εθνική, καμιά διακοσαριά μέτρα. Παίρνοντας τώρα την άσφαλτο που περνάει κάτω από την Εθνική, μέχρι τα Ταρσινά είναι συνολικά ούτε πέντε λεπτά δρόμος. Περνάς μπροστά από την εκκλησία του χωριού, Κωνσταντίνου και Ελένης, ένα μικρό ζιγκ-ζαγκ, κατευθύνεσαι αριστερά. Βγαίνεις από το χωριό, παίρνεις το δρόμο που πάει στα χτήματα και σε λίγο έχεις φτάσει στο μικρό λόφο όπου υπήρχε κάποτε ο ναός της θεάς Άρτεμης. Τώρα υπάρχει ο ναός της Ευαγγελίστριας (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου) κτισμένος πριν από δυο αιώνες περίπου.
Μέσα στην εκκλησία, κάποια λίγα κομμάτια από τον αρχαίο ναό εδώ κι εκεί στο δάπεδο. Φωτογραφίζω και βγαίνω. Διακρίνω αρχαίο υλικό στους τοίχους. Ολόγυρα πεύκα κι ελαιόδενδρα, αλλά κυρίως κυπαρίσσια. Λίγα παγκάκια κάτω απ’ τα κυπαρίσσια. Παλιά κυπαρίσσια, ψηλά, βαθυπράσινα, όλο υγεία, μερικά στη γραμμή. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι και χαζεύω τους κορμούς τους. Είναι τόσο όμορφοι, να τους βλέπεις σα χορό στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου.
Ήταν, λέει, ο Κυπάρισσος ένας όμορφος νέος από την Κέα. Γιος του Τήλεφου, του ήρωα της Τεγέας, εγγονός του Ηρακλή και της Αυγής, αγαπημένος του Απόλλωνα και του Ζέφυρου. Για σύντροφό του ο Απόλλωνας του είχε χαρίσει ένα εξημερωμένο ελάφι. Μια μέρα, όπως κοιμόταν το ελάφι σ’ έναν ίσκιο, ο Κυπάρισσος νομίζοντας πως είναι θήραμα κι όχι το αγαπημένο του ελάφι, το σκοτώνει. Απελπισμένος ο νέος θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ζητάει μόνο από τους Θεούς τη χάρη να κυλούν τα δάκρυά του αιώνια για να θρηνούν το σκοτωμένο ελάφι. Ο Απόλλωνας προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μάταια. Τέλος ο Θεός τον λυπάται και τον μεταμορφώνει σε κυπαρίσσι. Τώρα αιώνια θα κυλούν σαν σταγόνες από τα κυπαρίσσια τα δάκρυα του Κυπάρισσου.
Χαίρομαι τη δροσιά, μα κάποιοι στίχοι απ’ το Σεφέρη μου έρχονται στο νου:
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια…
Εδώ, όμως, φυσάει ένα αεράκι, και τόνα κυπαρίσσι με τ’ άλλο φτιάχνουν ίσκιο και χαρίζουν δροσιά. Αχ, Γιώργο Σεφέρη… Έφυγες τόσο νωρίς, όπως τόσοι δικοί μας άνθρωποι. Να ζούσες, να μας δίδασκες το πένθος σου για την πατρίδα με παραμύθια και παραβολές, για να τ' ακούμε γλυκότερα:
…Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες,
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν…
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα…
Να ζούσες, λέει, να σ’ έφερνα εδώ, να δροσιστείς, να παρηγορηθείς, κι ας μας έλεγες ξανά, με εκείνη τη φωνή σου που έμοιαζε με φωνή αναγνώστη σ’ εκκλησιά:
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν...
Τώρα, από τους δικούς μας φίλους, πολλοί έχουν κιόλας περάσει στην άλλη όχθη. Δεν μας βαραίνουν πια. Συνηθίσαμε σχεδόν…
Το βλέμμα μου ξεκουράζεται στο τοπίο που φτάνει ως τη θάλασσα.
Εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό το μαγικό τόπο, λατρευόταν η Άρτεμη, η κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, η πανέμορφη θεά του κυνηγιού και της φύσης, η αιώνια αγνή και παρθένα, η γονιμοποιός και προστάτιδα των εφήβων και των νέων.
Στη Σικυώνα, Πατρώα Άρτεμις (εικονιζόταν με τη μορφή πεσσού, δηλαδή κίονα με τετράγωνη διατομή) αλλά και Λιμναία. Στην Ολυμπία Αγοραία, στην Αθήνα Βουλαία, στη Μίλητο Βουληφόρος, στην Αμφίπολη Ταυροπόλος. Και ακόμα Κουροτρόφος, Αγροτέρα, Αλφειαία, Ελεία, Καρυάτιδα, Ηγεμόνη, Θερμία, Ιμβρασία, Κορυφαία, Λουσία, Ορτυγία, Λιμνάτις, Ποταμία, Λευκοφρυήνη, Χυσία, Ορθία, Πυθία, Δελφινία, Δαφνία…
Αμέτρητα προσωνύμια. Όπως η Παναγία.
Δυο παρθένες με τόσα προσωνύμια. Αλλά πόσο διαφορετικές...
Αμέτρητα προσωνύμια. Όπως η Παναγία.
Δυο παρθένες με τόσα προσωνύμια. Αλλά πόσο διαφορετικές...
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home