Κώστας Παππής

8/09/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση: το κοιμητήριο, τ’ όνειρο, το σύρμα, τα χρυσά



Συνέχεια στην αφήγηση για τη «δική μου Μεταμόρφωση», όπως είπα το πανέμορφο Βυζαντινό εκκλησάκι του 13ου αιώνα των Ταρσινών, που ήδη παρουσίασα (δες πρoηγούμενη ανάρτηση).




Η εκκλησία της Μεταμόρφωσης είναι κοιμητηριακός ναός, όπως λέγεται. Είναι δηλαδή νεκροταφείο.  Έγινε κοιμητηριακός ναός πολλά χρόνια, αιώνες ολόκληρους αφότου χτίστηκε, για να βρουν στέγη κοντά του, στα μνήματα του νεκροταφείου που ιδρύθηκε γύρω του, όσοι κάτοικοι του χωριού Ταρσινά αποδημούσαν. Αυτό έγινε μετά την ίδρυση του χωριού, όταν μετακόμισαν κάτοικοι του Ταρσού, ορεινού χωριού του Φενεού Κορινθίας στα 1835-1836. 

Ξαναπάω στην εκκλησία παραμονή της Αγιά-Σωτήρας, λίγο πριν το μεσημέρι. Πέφτω σε μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας. Ετοιμαζόταν να πλύνει ένα μνήμα. Της πιάνω κουβέντα.  

- Καλημέρα! Τι κάνετε;

- Καλημέρα! Ήρθα να καθαρίσω λίγο γιατί θα λειτουργήσει απόψε κι αύριο, μου λέει. Θα πλακώσει κόσμος. 

Δείχνει ένα καταυλισμό Ρομά που έχει δημιουργηθεί σε μικρή απόσταση από το κοιμητήριο. Μόνιμος καταυλισμός, άρα οικισμός. Λίγα σπίτια, πολλά παιδιά, δυο-τρία αυτοκίνητα, δυο τρία άλογα. Στην απέναντι μεριά της Εθνικής παρόμοιος οικισμός.   

- Όποτε έρχομαι, φέρνω το λάδι για το καντήλι. Μετά το παίρνω, δεν τ’ αφήνω. Τα κλέβουν όλα, δεν αφήνουν τίποτα, καμιά φορά και το καντήλι, μέχρι κομμάτια μάρμαρο.

- Είστε από τα Ταρσινά;

- Στα Ταρσινά γεννήθηκα κι εκεί μένω.

- Πολύ ωραία εκκλησία, λέω, και δείχνω τη Μεταμόρφωση.

- Πολύ παλιά.

- Πώς ήταν εδώ, θυμάστε τίποτα;

- Τι να θυμηθώ, έτσι τα βρήκα όπως είναι τώρα, δεν έχει αλλάξει τίποτα, μόνο τα μνήματα έχουν αλλάξει, τώρα τα φτιάχνουν μαρμαρένια. Παλιά μια αράδα χώμα, σαν κι αυτό εδώ, ένα φανάρι, κι αυτό ήταν. Μετά κι οι πιο φτωχοί, τι φτωχοί, όλοι φτιαχτήκανε, πέσανε λεφτά! Μετά, λοιπόν, κι οι πιο φτωχοί τα φτιάχνανε με μάρμαρο. Όσο υπήρχαν φράγκα δηλαδή. Γιατί τώρα ο κόσμος ζορίζεται, δεν ξέρω αύριο τι γίνεται, θα το γυρίσει ο κόσμος στα παλιά έθιμα, σκέτο χώμα, να μου το θυμηθείς. 

- Έχει δυο κολώνες μέσα, αρχαίες.

- Τις έχουν φέρει από την Ευαγγελίστρια, αυτό ξέρω. Υπήρχαν πολλά αρχαία εκεί, τάφοι, διάφορα. Ήρθε η Αρχαιολογική και τα μάζεψε. 

Χαμήλωσε τη φωνή της. Απόρησα γιατί άλλος άνθρωπος δεν υπήρχε γύρω να μας ακούσει.

- Κάτσε, μου λέει.

Και μου δείχνει να καθίσω δίπλα της, στο μάρμαρο του τάφου. Κάθομαι. 

- Ξένος είσαι, ε;

- Έρχομαι τα καλοκαίρια και ξεκαλοκαιριάζω.

- Λοιπόν, άκου να δεις, γιατί σε συμπάθησα. Εμένα που με βλέπεις, εγώ είδα όνειρο, ολοκάθαρο σαν το καθαρό νερό. Ήμουνα, λέει, στην Ευαγγελίστρια, στην εκκλησία, στα Ταρσινά. Στο όνειρο αυτό. Έχεις πάει στην Ευαγγελίστρια;




- Ναι.

- Τότε ήμουνα έγκυος στο τρίτο. Αχ, ήμουνα νια και γέρασα! Λοιπόν, άκου με προσεχτικά. Μέσα στ’ όνειρο ήμουνα, κατεβαίνει από το εικόνισμα η Παναγιά, με πλησιάζει, κάνω να σκύψω να προσκυνήσω, «σήκω απάνω, κοίτα δώ», μου λέει. Και μου δείχνει ανάμεσα σε δυο κυπαρίσσια έξω από την εκκλησία. Πολλά έχει στην Ευαγγελίστρια, αλλά εμένα μου έδειξε δυο, κοντά-κοντά, το ένα ούτε δυο μέτρα απ’ τ’ άλλο. Μπορώ να σου τα δείξω αυτή τη στιγμή αν πάμε, είναι απ’ τη μεριά του Ίερού, λίγο πιο πέρα, μαζί με τ’ άλλα, αλλά η Παναγιά μου δείχνει αυτά τα δυο. Κοιτάω, δε βλέπω τίποτα. «Εδώ, μου λέει, εδώ είναι θαμένα τα χρυσά». Κι ανεβαίνει πάλι στην εικόνα. Ξυπνάω και σταυροκοπιέμαι. Μήστητί μου, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί τα λέω στον άντρα μου και πάμε βρίσκουμε τον άνθρωπο, είναι ένας στο χωριό, συγγενής μας, πρώτος ξάδερφος του άντρα μου, τα βρίσκει όλα αυτός. Του διηγιέμαι τ’ όνειρο. Δεν του ξεκαθαρίζω πως η Παναγιά μου έδειξε δυο, μόνο του λέω μούδειξε ένα τόπο, παρ’ τα σύνεργα και πάμε να σου δείξω. Πάμε. Φτάνουμε, του δείχνω τον τόπο, μέσα και τα δυο, τα κυπαρίσσια λέω. Δεν του τα φανερώνω, μόνο του δείχνω τον τόπο, ήσαν καμιά δεκαριά φυτεμένα κοντά-κοντά. Δεν του τα φανέρωσα για να δω μη με γελάσει. Εγώ τα γνώριζα, βέβαια, αυτό τόπαμε. Ψάχνει με το σύρμα από δω, ψάχνει από κει, τίποτα. Αλλά όταν φτάνει εκεί, στα δυο τα κυπαρίσσια ανάμεσα που μου είπε η Παναγιά, το χέρι του αρχίζει να τρέμει, σα νάχε το σύρμα ηλεκτρισμό. Τότε γυρνάει και μας λέει «ωπ, εδώ είναι, από κάτω, πολύ πράμα».




- Και;

- «Κουβέντα, τσιμουδιά σε κανένα», του λέμε. «Μόνο εμείς κι εσύ». Έρχεται το βράδυ και τα βάζουμε κάτω, τι να κάνουμε. Ήτανε η εποχή στο βερύκοκο, όχι, στο ξεφύλλισμα, ή στο ξεφύλλισμα ή στον τρύγο, δε θυμάμαι, πάνε και τόσα χρόνια, περνάνε τα έρμα. Πάντως πέρναγε κόσμος με αγροτικά δίπλα από την Ευαγγελίστρια,  πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, συνέχεια, να πάει ο κόσμος στα χτήματά του. Θα μας βλέπανε. Είπαμε να τελειώσει το πηγαινέλα και μετά να πάμε. Τι; Να πάμε να σκάψουμε, τι άλλο! Ε, πριν προλάβουμε να το πούμε και να το συμφωνήσουμε, έρχονται οι αρχαιολόγοι, σκάβουν και τα σηκώνουνε όλα! Αγάλματα, χρυσά, λεφτά, κούπες, μάρμαρα, όλα! Αν είναι δυνατόν! Όλα τα μαζέψανε, δεν έμεινε τίποτα, μέχρι και το χώμα κοσκινίζανε. Τα έβλεπα και μαραινόμουνα.  Έτσι όπως σου τα λέω γίνανε. Άμα θες με πιστεύεις. Τώρα δε βλέπεις τίποτα, τα σκεπάσανε όλα και φύγανε, μόνο χώμα βλέπεις, σαν να μην έγινε τίποτα.

- Άκου να δεις, λέω, τάχα εντυπωσιασμένος, κρατώντας με τη βία τα γέλια!

- Ναι, σου λέω. Είναι θαυματουργή. Μεγάλη η Χάρη της. Αλλά τι τόθελε και μου τόλεγε; Για να τα θυμάμαι και να μαραζώνω;

- Απίστευτο… Απίστευτο… 

Σιωπή.

- Λέω να πηγαίνω. Θα πάω μέχρι την Ευαγγελίστρια. Έχω ξαναπάει, όπως σας  είπα. Είχα βγάλει φωτογραφίες αλλά τις έχασα, φαίνεται σβηστήκανε, δεν τις βρίσκω πουθενά. Πάω να ξαναβγάλω.

- Να πας!

- Πάω! Κι ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα. Άκου να δεις τι γίνεται! 

Δεν έφυγα αμέσως. Αν και είχα αρκετές φωτογραφίες από την προηγούμενη φορά που είχα έρθει, έβγαλα μερικές ακόμα, σαν να ήθελα να πάρω μαζί μου, αν ήταν δυνατόν, μαζί με τις φωτογραφίες όλη αυτή την ομορφιά της Μεταμόρφωσής μου. Ήταν τώρα πιο έντονο το φως, ήθελα και να τις συγκρίνω με τις προηγούμενες.

Αναχωρώ για την Ευαγγελίστρια. Φεύγοντας ακούω τη γυναίκα. Φωνάζει:

- Βοήθειά σας η Αγιά Σωτήρα!

Και μετά πάλι:

- Κι αύριο με υγεία!

Την αποχαιρετώ κουνώντας το χέρι. Σε λίγο φτάνω στην Ευαγγελίστρια. Η πόρτα της εκκλησίας ξεκλείδωτη. Μπαίνω. 




Στο κατώφλι με υποδέχεται ο δράκος.

Η συνέχεια σε λίγες μέρες. Ξεκουραστείτε τώρα.