Κώστας Παππής

8/29/2018

H δική μου Μεταμόρφωση: Τα Ταρσινά, τα χελιδόνια, οι ψυχές των τόπων



Για τη δική μου Μεταμόρφωση είπαμε, για την Ευαγγελίστρια είπαμε, όμως τόσες μέρες γύρω-γύρω ερχόμαστε από τα Ταρσινά και σχεδόν κουβέντα δεν είπαμε γι’ αυτά. Να σταθούμε κι εδώ, λίγο όμως, γιατί μας περιμένει ταξίδι για τα ορεινά! Κορινθιακά Μετέωρα, Ταρσός, Παναγία των Βράχων… Αρχίζω:





- Τα Ταρσινά ιδρύθηκαν από κάτοικους του Ταρσού, για την ακρίβεια του Άνω και του Κάτω Ταρσού, ορεινών χωριών του Φενεού Κορινθίας, που μετακόμισαν εδώ στα 1835-1836. Τα πρώτα χρόνια ο οικισμός ονομαζόταν Ταρσινά Καλύβια. Όπως είπαμε, μνημεία της περιοχής των Ταρσινών είναι…

- Γιατί «Ταρσινά Καλύβια»;  με κόβεις. Τι παναπεί «να σταθούμε κι εδώ στα Ταρσινά, λίγο όμως»; Γιατί «λίγο όμως»; Τουριστικό γκρουπ είμαστε; Και η ψυχή του τόπου; Δεν θα μου πεις για την ψυχή του τόπου;

- Πρώτα-πρώτα, ένας τόπος είναι ένας τόπος, σου απαντώ. Τα μνημεία, τα ενδιαφέροντα σημεία, αυτά έχουν σημασία.

- Ένας τόπος είναι οι ψυχές των ανθρώπων που τον έκαναν τόπο. Αλλιώς είναι τοπίο, δεν είναι τόπος, μου λες. Είναι ο μόχθος, το αίμα και τα δάκρυα των ανθρώπων, τα γέλια, τα παραμύθια και τα παιχνίδια, οι γάμοι κι οι κηδείες, τα ανταμώματα και οι αποχωρισμοί, είναι οι περιπέτειες και τα δράματα καθενός κι όλων μαζί σ’ όλο το μάκρος της ιστορίας.

- Καλά, καλά, σου λέω και χαμογελώ συμφιλιωτικά. Δεν θα τα χαλάσουμε.

- Λοιπόν;

- Λοιπόν, παρακολούθησε. Θα σου πω για τον πρώτο καιρό, πριν ο τόπος βαφτιστεί Ταρσινά. Πριν τον πουν Ταρσινά Καλύβια. Μιλάω για κάπου δυο αιώνες πριν. Καταλαβαίνεις ε; Εκείνο τον καιρό, για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο, λίγο πριν μπει ο χειμώνας και πλακώσει για τα καλά το κρύο και πέσουν τα πρώτα χιόνια στη Ζήρεια και στο Χελμό, κατέβαιναν εδώ από τον Ταρσό οι Ταρσινοί με τις οικογένειες και τα ζωντανά τους. Λίγο πριν, λίγο μετά του τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Ανάλογα με τον καιρό. Πολλές οικογένειες μαζί. Κανονική μετανάστευση. Σαν τα χελιδόνια. Φεύγανε από τον Ταρσό και στήνανε εδώ τα καλύβια τους. Γι’ αυτό τα είπανε μετά «Ταρσινά Καλύβια». Στις αρχές του χειμώνα τα στήνανε, στις αρχές της άνοιξης τα ξεστήνανε. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσαν στον Ταρσό. Καλά ως εδώ;




- Καλά.

- Να σου πω πώς έφταναν εδώ;

- Σε ακούω.

- Εδώ είναι το ζουμί. Δώσε βάση. Έρχεται ο Οκτώβρης, φτάνει και του Άη Δημήτρη, και πριν καλά-καλά περάσει η γιορτή του, μερικές φορές και πριν ακόμα έρθει, μια νύχτα ξαφνικά, πριν  το ξημέρωμα, όλος ο Ταρσός, Άνω και Κάτω, βουϊζει κι ανταριάζει. Όλοι στο πόδι, όλα ετοιμάζονται για το ταξίδι. Άνθρωποι, κοπάδια, σκυλιά, άλογα, φοράδες, γαϊδούρια, κότες, ρούχα, προμήθειες, συμπράγκαλα, τσουμπλέκια, κουβέρτες, σκηνές, όλα. Ο τόπος εδώ τους βαστάει με το ζόρι. Οι μέρες μίκρυναν, το κρύο, ιδίως τις νύχτες, έχει μεγαλώσει, τα βοσκοτόπια έχουν στερέψει από τροφή για τα ζωντανά. Αν μείνουν κι άλλο, μπορεί να τους κλείσει ο καιρός, και μετά τίποτα δεν σώζει τα ζωντανά. Στο ταξίδι! Τώρα!






- Υπολογίζοντας την απόσταση, το ταξίδι με το κοπάδι θα έπαιρνε αρκετές μέρες…

- Τουλάχιστον τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα, αν όλα πάνε καλά, μπορεί και περισσότερο. Στο δρόμο παραμονεύουν δυσκολίες και κακοτοπιές, ιδίως εκεί που πρέπει να κόψουν δρόμο παίρνοντας δύσβατα μονοπάτια. Κλέφτες, λύκοι, τσακάλια. Ευτυχώς υπάρχουν τα σκυλιά. Αλλά και ξαφνικές μπόρες, αλλαγές του καιρού, ατυχήματα. Τις μέρες πορεία μέσα από χωματόδρομους, λαγκαδιές, ανηφόρες, πού και πού χωριά. Στα χωριά θα βρουν ένα φιλικό σπίτι για να περάσουν το βράδυ, να σταλιάσουν σε μια μάντρα ή σ’ ένα χωράφι τα ζωντανά. Φροντίζουν να κρατάνε καλή σχέση μ’ ένα σπίτι τουλάχιστον σε κάθε χωριό. Στην επιστροφή θα ξεπληρώσουν τη φιλοξενία με τυρί, με κανένα αρνί. Περνώντας μέσα από το χωριό τα πρόβατα κοπρίζουν, λερώνουν τον τόπο. Να φεύγουμε μια ώρα αρχύτερα, αλλά πώς να τρέξει το κοπάδι; Οι γυναίκες ζαλωμένες με τα μωρά. Τα ζώα ζαλωμένα με τα πράγματα. Κι οι γέροι, κι αυτοί ζαλωμένοι. Το καραβάνι προχωράει αργά. Αλλά το χωριό είναι συνηθισμένο και δείχνει κατανόηση. Με εννοείς;

- Σ’ εννοώ.

- Κι έτσι το κοπάδι προχωράει. Μέχρι να φτάσουν όλοι σώοι στον προορισμό, με τις λιγότερες αβαρίες και με το κοπάδι ακέραιο. Εκεί θα στήσουν τα καλύβια τους, θα οργανώσουν το νοικοκυριό τους, θα φροντίσουν για τα ζωντανά, θα βρουν τόπους για βοσκή, θα τους μοιράσουν. Ο τόπος τότε καμία σχέση με τον σημερινό. Δύσκολος τόπος, βάλτοι, αρρώστιες… Όλοι, πάντως, μικροί-μεγάλοι, βοηθάνε. Και τα παιδιά. Αυτά μεγαλώνουν γρήγορα. Ας κάνουν κι αλλιώς. Η ανάγκη. Για σχολείο ούτε λόγος. Πού σχολεία στο πουθενά; Άσε που δεν περισσεύουν χέρια. Σε λίγο θ’ αρχίσουν τα γεννητούρια, το άρμεγμα, η τυροκόμηση. Και οι αρρώστιες.  Έτσι θα περάσει ο χειμώνας. Με κρύα και με βροχές, γιατί αυτά δεν λείπουν ούτε από δω. Να μπαίνει το κρύο από παντού στο καλύβι, να μπαίνει η βροχή, να στάζει η σκεπή σε δώδεκα μεριές. Κι όταν αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός, να έρθουν και καλά μαντάτα από τον Ταρσό, πως λειώσανε τα χιόνια και ξεκινάτε, τότε αντίο Ταρσινά Καλύβια. Ξεστήνουν τα κονάκια τους και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Τον ίδιο δρόμο. Με τις δυσκολίες και τις κακοτοπιές να παραμονεύουν ξανά. Αλλά εκεί ψηλά στα βουνά, στη Ζήρεια, στο Χελμό, τους περιμένει η άνοιξη, το καλοκαίρι! Άλλος αέρας. Πλούσιος, ελεύθερος!




- Δεν είπαμε για το δρομολόγιο, από Ταρσό μέχρι τα βοσκοτόπια του προορισμού, στα Ταρσινά, και πάλι πίσω.

- Εσύ από πού λες να περνούσε;

- Πού να ξέρω;

- Πράγματι, πού να ξέρεις; Ποιος θα μας το πει; Κανείς πια δεν ζει, ούτε τα παιδιά των παιδιών τους, πάνε τόσα χρόνια τώρα. Ποιο χέρι να το έγραψε, ποια μνήμη από γενιά σε γενιά να το φέρει ως εδώ;

- Να μη περνάει από Καρυά;

- Μπράβο, αυτό θα έλεγα κι εγώ. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πορεία από τις νότιες πλαγιές της Ζήρειας, από Φενεό, μετά Καστανιά και λοιπά. Αλλά αυτό θα σήμαινε μεγάλο κύκλο. Από Καρυά, λοιπόν. Ύστερα, από τις βόρειες πλαγιές της Ζήρειας, στα Τρίκαλα. Από κει πέρασμα, στα όρια της Φλαμπουρίτσας,  απέναντι, προς Μάρκασι, που σήμερα το λένε Μάννα. Από δω και κάτω, δυο δρόμοι. Είτε από τα Ισώματα της Ζήρειας της Ντουσαϊτικης, το κοπάδι θα βγει στη Ντούσα, σήμερα τη λένε Κεφαλάρι, και μετά θα πέσει  στον κάμπο του Καισαριού. Είτε, δεύτερος δρόμος, θα τραβήξει, ανηφορίζοντας πάνω από το Μάρκασι, προς Βελίνα.

- Υπάρχει και τρίτος δρόμος, πάλι ανηφορίζοντας, αλλά ανατολικότερα, να τραβήξει προς Κλημέντι, και μετά να πέσει  στον κάμπο του Καισαριού.

- Ωραία! Τρεις δρόμοι λοιπόν. Ποιος από τους τρεις είναι πιο σύντομος, εγώ δεν μπορώ να πω. Και οι τρεις, πάντως, είτε από Κεφαλάρι, είτε από Βελίνα, είτε από Κλημέντι, πέφτουν  μετά στη Χούνη. Το Χάνι του Κουτρουμπή δεν υπάρχει ακόμα, θα χρειαστεί καιρό για να φτιαχτεί. Από Χούνη Σούλι, κι από Σούλι Βασιλικό. Ή από Χούνη Μάτσανι, το λένε τώρα Κρυονέρι, και από κει πάλι Βασιλικό. Και να! Μετά από λίγα, 6-7, χιλιόμετρα δρόμο, η γη της επαγγελίας, τα Ταρσινά!

- Φτάσαμε λοιπόν!

- Θα είχα κι άλλα να σου πω…

- Αυτά που είπες φτάνουν και περισσεύουν! Ζωντάνεψες την ψυχή του τόπου!

- Μίλα πιο σιγά, άνθρωπέ μου, μη μας ακούσουν οι από πάνω! Ότι τάχα κάνω θαύματα και ζωντανεύω και νεκρούς! Τον Ασκληπιό  τον ξέχασες; Θέλεις να καταλήξω σαν κι αυτόν; Ο Πίνδαρος λέει ότι πήγε κακήν κακώς! Αν και Θεός της Ιατρικής! Τον κεραυνοβόλησε  ο Δίας γιατί επιχείρησε, λέει, να αναστήσει νεκρό! Γι αυτό μη λες μεγάλες κουβέντες! Ότι δήθεν ζωντάνεψα την ψυχή του τόπου! Ένα νεκρό δηλαδή!

- Έλα, μίλα σοβαρά.

- Μα μιλάω σοβαρά! Για ρίξε μια ματιά γύρω. Τι βλέπεις απ’ όσα σου είπα; Ποια ψυχή βλέπεις που ζωντάνεψε; Εγώ προσκλητήριο πνευμάτων έκανα, τίποτα άλλο. Ήρθαν για όσο μίλαγα, πάνε τώρα, φύγανε, γίνανε καπνός. Κοίταξε!  Όλα τρέχουν, όλα αλλάζουν, τίποτα δεν μένει το ίδιο. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Το σήμερα δεν θυμάται τίποτα σχεδόν από το χτες. Δεν φαίνεται αυτό που αλλάζει, το καινούργιο. Περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Σαν να έρχεται στη ζούλα, για να μη το πάρει ο άνθρωπος χαμπάρι, και το προγκήξει να φύγει. Αστειεύομαι. Έρχεται όμως μια μέρα κι έχεις ξεχάσει πώς έζησες. Τα έχεις ξεχάσει σχεδόν όλα. Σε νοιάζει μόνο ποιον είδες σήμερα, πού πήγες σήμερα, τι έφτιαξες, τι χάλασες, ποιον θα δεις και τι θα κάνεις μέχρι αύριο, μεθαύριο. Τα άλλα πετάξανε, φύγανε, έγιναν αέρας, σύννεφο, καπνός. Έρχονται στον ύπνο σου, αραιά και πού, κάποια από τα παλιά. Τα είδες; Δεν τα είδες; Τα ξεχνάς μόλις ανοίξεις τα μάτια σου. Τι έμεινε στον τόπο από την ψυχή του; Απ’ όσα σου διηγήθηκα για τα βάσανα των ανθρώπων στις τέσσερις μέρες «πήγαινε» και στις άλλες τόσες «έλα», Ταρσός – Ταρσινά, Ταρσινά – Ταρσός, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει. Τι έμεινε από τις χαρές και τις πίκρες των ανθρώπων που έζησαν εδώ; Τώρα οι ψυχές τους τριγυρνούν σαν σκιές σε τόπο μακρινό. Άλλοι άνθρωποι ήρθαν μ’ άλλα βάσανα, τα δικά τους βάσανα, τις δικές τους χαρές και πίκρες. Σε ρωτάω, τι έμεινε στον τόπο από την ψυχή του; Τριγυρνάει κι αυτή σ’ αυτό τον άλλο τόπο, το μακρινό, μαζί με τις ψυχές των ανθρώπων. Όχι εδώ. Γι αυτό σου λέω! Άσε τις ψυχές εκεί μακριά στα λημέρια τους, μακριά από τα Ταρσινά, κι άσε με εμένα να σε ξεναγώ στα μνημεία! Που σου τα είπα εξάλλου: οι δυο εκκλησιές, της Μεταμόρφωσης και της Ευαγγελίστριας.