Κώστας Παππής

9/21/2018

Μόρια



Οι οσμές δεν φωτογραφίζονται. Αν φωτογραφίζονταν, θ’ ανέβαζα μια φωτογραφία για να πάρετε μιαν ιδέα για το τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα στο στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας. Μια φωτογραφία  με την οσμή του οχετού που «φιλοξενεί» τις χιλιάδες ψυχές, που αδυσώπητες δυνάμεις έχουν πετάξει εκεί, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη. Με την οσμή που σε χτυπάει πολύ πριν φτάσεις στα όρια του στρατοπέδου. 

Ποια είναι η Μόρια; 

Είναι το στίγμα της Ευρώπης. Είναι το στίγμα της Ελλάδας, έστω κι αν έχει δώσει βοήθεια από το υστέρημά της κι από τα αποθέματα της ψυχής και του πολιτισμού της. Είναι το στίγμα της απανθρωπιάς των παγκόσμιων κέντρων εξουσίας.





Βρέθηκα στη Λέσβο, Σεπτέμβρη μήνα του 2018. Πέρασα κι από τη Μόρια. 

Πριν όχι πολλά χρόνια αυτό το νησί και οι άνθρωποί του είχαν προταθεί για το Νόμπελ Ειρήνης, για την ανθρωπιά που είχαν δείξει οι κάτοικοί του απέναντι στους πρόσφυγες. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου της Λέσβου τους είχε συμπαρασταθεί, είχε σταθεί στο πλάι  τους, τους είχε βοηθήσει με κάθε τρόπο. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Μέχρι που κάποιοι, πριν δυο χρόνια, πήγαν να κάψουν τους πρόσφυγες με βόμβες μολότοφ. Όπως έκαιγαν οι ιδεολογικοί προπάτορές τους στους φούρνους της ναζιστικής Γερμανίας κάποιους άλλους. 

Σήμερα λίγοι θέλουν τους πρόσφυγες στη Λέσβο. Οι πολλοί δεν τους θέλουν. Κουράστηκαν; Πέρασε η μαύρη προπαγάνδα για τους «ξένους» που ήρθαν για να χαλάσουν τον τόπο; Για να μπάσουν στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας την τρομοκρατική πτέρυγα του Ισλάμ; Ό,τι και να συμβαίνει, οι Μυτιληνιοί έχουν γυρίσει την πλάτη τους στους πρόσφυγες. Δεν τους θέλουν. Θέλουν να φύγουν. Θέλουν να ξαναβρούν τον τόπο τους όπως τον ήξεραν. Με τον πλούτο και τη φτώχεια τους, μόνο να είναι η δική τους φτώχεια. Με τα προβλήματα τους, μόνο να είναι τα δικά τους προβλήματα. Με την ομορφιά του τόπου τους προπάντων. Τον θέλουν όπως τον ήξεραν. Δεν έχουν άλλη υπομονή, άλλη ανοχή. 

Κι όμως η Λέσβος είναι νησί που έζησε την τραγωδία της προσφυγιάς. Της ελληνικής προσφυγιάς, τότε με την καταστροφή του 1922. Στη Μικρασιατική τραγωδία χιλιάδες  Έλληνες αναγκάστηκαν  να ξεριζωθούν με τραγικές συνθήκες και να έρθουν να κατοικήσουν εδώ, χτίζοντας μια νέα πατρίδα. Λίγα μίλια χωρίζουν το νησί από την απέναντι ακτή, της σημερινής Τουρκίας. Στα χωριά της ανατολικής ακτής οι κάτοικοι βλέπουν κάθε βράδυ τα φώτα από τ’ Αϊβαλί και τ’ άλλα χωριά απέναντι, από τις πατρίδες των γονιών τους. Αλλά οι παλιές γενιές έχουν φύγει πια. Οι νέες γενιές δεν έζησαν την καταστροφή και την προσφυγιά. Όλα αυτά είναι τόσο παλιά. Ζουν πια στο σήμερα. Ξεχνούν ότι η Λέσβος υπήρξε κι αυτή νησί της προσφυγιάς.

Σήμερα η εικόνα της παρατεινόμενης εξαθλίωσης, που δεν έχει ελπίδα τερματισμού, έχει καθίσει πάνω στο νησί. Δεν είναι μόνο η Μόρια. Στη Μυτιλήνη βλέπεις τους πρόσφυγες παντού, στο λιμάνι, στην αγορά, στους δρόμους. Κάποιοι κάθονται με τις ώρες άπραγοι σε μια  σκιά. Ένας περπατάει μόνος, σκυφτός  και μονολογεί . Κάποια παιδιά ψάχνουν στους κάδους.  Στο δημόσιο πάρκινγκ, στο κέντρο της πόλης, σε προειδοποιούν: μην το αφήσεις, θα το βρεις σπασμένο. Μετά διευκρινίζουν πως τη δουλειά την κάνουν οι Ρομά, που επιδίδονται και στην επαιτεία. 




Δεν είναι παντού έτσι. Σε Μήθυμνα, Πέτρα, Ερεσό, βλέπεις την καθωσπρέπει εικόνα του τουρισμού.  Άλλη πραγματικότητα. Όμως κι εκεί τα ίδια αισθήματα για τους πρόσφυγες.

Λέσβος.  Ένα νησί απίστευτης ομορφιάς, με τεράστια ιστορία και πολιτισμό  από τα πανάρχαια χρόνια. Νησί των ποιητών (Σαπφώ, Αλκαίος, Αρίων), των φιλοσόφων (Πιττακός ο Μυτιληναίος). 

Ένα νησί όπου σήμερα βρίσκει στέγη, όχι όμως τόσο φιλόξενη όσο στις αρχές, η δυστυχία του κόσμου.

Πριν δέκα οχτώ χρόνια βρέθηκα στη Συρία. Πέρασα κι από το Χαλέπι. Μια αρχαία πόλη με ιστορία, που ευημερούσε, πάνω στον παλιό δρόμο του μεταξιού. Τότε οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από ανθρώπους, το εμπόριο ανθούσε, τα παιδιά έπαιζαν στα πάρκα και στις πλατείες.  Άνθρωποι με ψηλό μορφωτικό επίπεδο και αρκετοί με ψηλό εισόδημα. Με πήγαν σε περιοχές με σπίτια όπου συναγωνίζονταν ο πλούτος με την αισθητική. 

Μετά όλα χάθηκαν. Η πόλη συντρίμμια. Ολόκληρη η Συρία στις φλόγες. Οι άνθρωποι δεν είχαν επιλογή. Οι δυνάμεις που συγκρούονταν ήσαν πάνω από αυτούς, πάνω από κάθε τι ανθρώπινο. Με ποιους να πάνε, ποια δύναμη να διαλέξουν; Πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για να σώσουν τις οικογένειές τους, να σώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί. Πέρασαν τα σύνορα, πέρασαν όπως-όπως τις πύλες της Ευρώπης, ήρθαν στην Ελλάδα, προσδοκώντας μιαν ανθρώπινη μεταχείριση. Όσοι μπόρεσαν τον πρώτο καιρό να προωθηθούν στις άλλες χώρες της Ευρώπης σώθηκαν. Οι άλλοι που εγκλωβίστηκαν εδώ διαψεύστηκαν. Η Ευρώπη απαντάει στην Ελλάδα κυνικά: βγάλτε τα πέρα μόνοι σας.




Αυτοί που στοιβάζονται στη Μόρια, 8.000 ψυχές (άλλοι μιλάνε για πολύ περισσότερες), δεν βλέπουν φως από πουθενά. Ο Δήμαρχος Λέσβου μιλάει για συνθήκες Νταχάου στη Μόρια, σε αντίθεση με τον «παράδεισο» των προσφύγων στο Καρά Ντεπέ. Οι διαδικασίες παροχής ασύλου καρκινοβατούν. Επιστροφές ελάχιστες, λίγες και οι μεταφορές σε άλλες περιοχές, ενώ σημειώνονται νέες αφίξεις. Ο τόπος που αναγκάζονται να κατοικήσουν έχει ξεχειλίσει. Κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής. Οι άνθρωποι γίνονται αγρίμια. Οι ψυχές αρρωσταίνουν. Σκηνές βίας ξεσπούν. Παρανομία, εγκληματικότητα, βιασμοί. Συμπλοκές ανάμεσα σε «αντίπαλες» εθνικότητες. Οι σκηνές έξω από το στρατόπεδο των προσφύγων, που έχει μια στοιχειώδη υποδομή, είναι πολλαπλάσιες από τις σκηνές του στρατοπέδου. Εκεί, έξω από το στρατόπεδο, δεν υπάρχουν υποδομές. Δεν υπάρχει νερό, ηλεκτρικό, αποχετεύσεις. Σε λίγο καιρό θα πλακώσει χειμώνας. Πώς θα επιβιώσουν;      

Και η βρώμα, η δυσωδία…

Σκέφτομαι να στείλω στους ηγέτες της γης μια φωτογραφία από το στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας. Πού ξέρεις, μπορεί ο άγγελος ή ο δαίμονάς μου να κάνουν το θαύμα τους και αυτή η φωτογραφία να κάνει την εξαίρεση: να μπορέσει να τους μεταφέρει την οσμή του στρατοπέδου. Αλλά το ξανασκέφτομαι και αλλάζω γνώμη.  Αυτών η όσφρηση συγκινείται μόνο με την οσμή της εξουσίας και του χρήματος. Τις άλλες οσμές δεν τις πιάνει. Κι αν τις πιάσει, την αφήνουν παγερά αδιάφορη.