Κώστας Παππής

7/31/2020

Έχει ξεφύγει…



Στην οθόνη του «Παλλάς», του καλοκαιρινού σινεμά του Κιάτου, προβάλλεται ο Τζόκερ, η ταινία που συντάραξε φέτος τον χειμώνα με τις αλήθειες και τα σκοτεινά μηνύματα που εκπέμπει. 



Ένας μοναχικός άντρας που θέλει να τον λένε Τζόκερ, με ψυχολογικά προβλήματα, για την ακρίβεια ένας απόκληρος, ένα κοινωνικό απόβλητο, συγκατοικεί με τη μητέρα του, αγωνίζεται να επιβιώσει, κάνοντας καριέρα ως stand up κωμικός, κι εργάζεται περιστασιακά ως κλόουν. Μια διαταραχή που την απέκτησε εξαιτίας της ψυχικής του κατάστασης, του στερεί την πιθανότητα μιας ομαλής κοινωνικής ζωής, και τον οδηγεί στην απομόνωση και στην αδυναμία να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κάποιον.

Ζώντας σε έναν κόσμο βίαιο, που δεν διστάζει να λυντσάρει ο,τιδήποτε διαφορετικό, κλείνεται όλο και πιο πολύ στον εαυτό του καθώς τα προβλήματά του  διογκώνονται.

Όλα αυτά στην Gotham City, μια πόλη στην Αμερική που καταρρέει, όπου οι φτωχοί όλο πληθαίνουν, όπου υπερισχύει το δίκιο του ισχυρού και του πλούσιου, όπου βασιλεύει το έγκλημα κι η  απληστία.  

Κάποια στιγμή ακούγεται μια φράση που συνοψίζει την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη: «Έχει ξεφύγει»!

Αυτά μέσα στο σινεμά.  

Απέξω αυτοκίνητα και μηχανές βρυχώνται με κομμένες εξατμίσεις. Ένα πανδαιμόνιο θορύβων που κόβει τη νύχτα στα δυο, κάνει τους ανθρώπους να πετάγονται από τον ύπνο και τα νεύρα σμπαράλια. Αλλά δεν τρέχει τίποτα. Κανένας πια δεν διαμαρτύρεται. Καμιά Αρχή δεν επιλαμβάνεται του προβλήματος που αρρωσταίνει μιαν ολόκληρη πόλη. Οι νέοι οδηγοί στην κοσμάρα τους. Η πόλη συνήθισε.

Απέξω μια πόλη που κολυμπάει στο σκουπίδι. Ξέχειλοι οι κάδοι, αναδύουν απαίσιες μυρωδιές που προκαλούν αναγούλα. Υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που δείχνουν να έχουν κάτι χρόνια να καθαριστούν. Εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα στους δρόμους με την σχετική ειδοποίηση κολλημένη στο παρμπρίζ από χρόνια, δεν διαβάζεται πλέον. Οι παραλίες ξεχειλίζουν σκουπίδια, κράχτες για… υποψήφιους τουρίστες (φέτος, ας είναι καλά ο… ιός κι η κοντινή απόσταση από την Αθήνα, τέτοια προβλήματα δεν τους πτοούν). Τόπους-τόπους, μυρίζεις το χαρακτηριστικό «άρωμα» του απόπατου. Αλλά δεν τρέχει τίποτα. Κανένας πια δεν διαμαρτύρεται. Η πόλη συνήθισε.

Απέξω κάθε νύχτα, στους βρυχηθμούς των μηχανών και των αυτοκινήτων προστίθενται στεντόρειοι ήχοι από σκυλοκαυγάδες. Περαστικοί αδέσποτοι σκύλοι στήνουν σκηνικά μάχης με άλλους, δεσποζόμενους, που κάποιοι «φιλόζωοι» ιδιοκτήτες τους φροντίζουν να τους αφήνουν να διανυχτερεύουν στις αυλές τους αντί να τους κρατάνε και να τους χαίρονται στα σπίτια τους. Αλλά δεν τρέχει τίποτα. Κανένας πια δεν διαμαρτύρεται. Η πόλη συνήθισε.

Και στην χώρα, οι άρχοντες μοιράζουν σανό – τι γλυκούλης ο πρωθυπουργός μας, υπέρκομψη η Μαρέβα, τι ταιριαστό ζευγάρι. Αλλά δεν τρέχει τίποτα. Κανένας σχεδόν δεν διαμαρτύρεται. Η χώρα συνήθισε.

Ξανά στην ταινία. Ο Τζόκερ, ο κλόουν-σκουπίδι, μαθαίνει το παρελθόν του κι όσα τον οδήγησαν στο σημερινό του χάλι, σηκώνει ανάστημα, σκοτώνει τους πρωταίτιους μάνα και πατέρα, κι όσους τον στραπατσάρουν. Γίνεται ήρωας για όλους τους καταπιεσμένους, όλα τα θύματα του συστήματος. Στο τέλος της ταινίας, οι απόκληροι της Gotham City φορώντας όλοι από μια μάσκα κλόουν βγαίνουν στους δρόμους καίγοντας, καταστρέφοντας, λεηλατώντας. Η πόλη παραδίνεται στην αναρχία. 

Έξω από την ταινία, ένας ολόκληρος κόσμος καταπτοημένος, φοβισμένος, βρίσκει καταφύγιο στους τοίχους του σπιτιού και στην προστατευτική μάσκα (βάλε, σώζει ζωές, βγάλε, είναι επικίνδυνη), ενώ πληθαίνουν οι άνεργοι και μεγαλώνει η ουρά των ανθρώπων στα όρια της επιβίωσης.

Κάποιος πετάχτηκε, λέει, από τον ύπνο του μ’ έναν εφιάλτη.

Πως όταν τελειώσανε όλα αυτά, οι σημερινές μάσκες προστασίας από τον κορωνοϊό είχαν αντικατασταθεί από μάσκες κλόουν…