Κώστας Παππής

5/31/2020

Η μουσμουλιά του Ελισσώνα



Γι’ αυτό το δέντρο, που βρίσκεται παντού, σε αυλές, σε περιβόλια, στα χτήματα, στις ποταμιές μονάχο κι αδέσποτο, το τραγούδι γι’ αυτό το δέντρο, με τους γλυκούς μα τόσο περιφρονημένους καρπούς, ποιος θα το πει;

Το βλέπω ν’ ανθίζει ατρόμητο μέσα στον χειμώνα, σε ταξιανθίες με μικρά λουλούδια που ασπρίζουν με φόντο το βαθυπράσινο φύλλωμα του δέντρου, και σκορπίζουν ευωδιές. Κι ύστερα, καθώς έρχεται η άνοιξη, να δένουν τ’ άνθη του, για να γίνουν μικροί πράσινοι, λαμπεροί καρποί. Κι ύστερα, καθώς πλησιάζει ο Μάης, να παίρνουν το οριστικό τους χρώμα και μέγεθος, πιο μικροί από το βερίκοκο, σε χρώμα φωτεινό πορτοκαλί. Να λάμπουν και να προσκαλούν: ελάτε, γευτείτε με!


Και να μένουν αζήτητοι και περιφρονημένοι οι μικροί καρποί, για να τους βρουν οι πρώτες ζέστες του καλοκαιριού πάνω στο δέντρο, γερασμένους, μαραγκιασμένους, να μαυρίζουν, ώσπου να παραδοθούν στην οριστική φθορά.

Μόνο τα πουλιά τους τιμούν, τα πουλιά και κάποια μικρά παιδιά. Αλλά και κάποιοι μεγαλύτεροι, που δεν ξέχασαν, και τους έμειναν πιστοί, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Οι άλλοι μεγάλοι, αυτοί έχουν περάσει ανεπιστρεπτί σε καθώς πρέπει φρούτα, κι άμα λάχει και το σηκώνει η τσέπη τους, σε φρούτα ανώτερης, ακόμα πιο καθωσπρέπει τάξης, με ονόματα εξωτικά: μάνγκο, παπάγια…  

Είναι η μουσμουλιά!

Έχω κι εγώ μια μουσμουλιά. Για την ακρίβεια δυο!

Μια στο μπαλκόνι μου, που φύτρωσε μόνη της πριν από χρόνια θαρρώ. Δίνω μάχη να προλάβω να γευτώ λίγους καρπούς της πριν τους περιλάβουν τα σπουργίτια κι οι δεκοχτούρες.

Η άλλη όμως!

Την ανακάλυψα μια μέρα του Μαγιού, πάνε τώρα κάμποσα χρόνια, σ’ ένα χτήμα μ’ ελιές, μέσα στην κοιλάδα του Ελισσώνα. Στο πουθενά, εκεί που περιπλανιόμουν, μονάχος αλλά όχι μόνος, όπως σχεδόν πάντα, τα έχουμε ξαναπεί αυτά, λίγα μέτρα από την κοίτη του ποταμιού, ψηλά, πιο ψηλά από το μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου, το μετόχι της Παναγίας της Λέχοβας, αλλά όχι τόσο ψηλά όσο οι ανηφόρες του Σουλίου.

Και την έκανα δική μου! Κανείς δεν την καταδεχόταν. Μόνο εγώ την αγάπησα. Με αγάπησε κι αυτή 
και μου παραδόθηκε.





Από τότε, κάθε Μάη, σμίγουμε στον τόπο της. Όταν με νοιώθει να πλησιάζω, το δείχνει. Στα καλά καθούμενα ριγεί, σείονται ελαφρά τα φύλλα της. Ή έτσι μου φαίνεται; Και μου αποκαλύπτουν, εκτός από τους φανερούς, και τους κρυμμένους καρπούς που φωλιάζουν κάτω απ’ αυτά. Γεύομαι τους καρπούς, παίρνω και για το σπίτι, πάω και στης Λίζας. Όταν σωθούν, ξαναπάω. Μου δείχνει με τον τρόπο της την ευγνωμοσύνη της που δεν την ξεχνάω, που πάω και την ξαλαφρώνω κάθε Μάη, που ξέρει πως θα πηγαίνω όσο ακόμα θα με βαστούν τα πόδια μου.

Δίπλα της φυτρώνει ακόμα μια, αδερφή της. Δεν ξέρω γιατί, αυτή τους χαλάει τους καρπούς της, γεμίζουν από νωρίς μαυράδια. Όχι όλοι, αλλά οι πιο πολλοί. Και τους κάνει ξινούς. Κάποιος ίσως την μάτιασε. Ή δεν βρήκε κάποιον να την αγαπήσει, όπως εγώ την δικιά μου.



Αν ψάξετε θα την βρείτε την μουσμουλιά μου. Εκεί κοντά, στην όχθη του Ελισσώνα, φυτρώνουν δυο μεγάλα πλατάνια και μια ψηλή καρυδιά. Κι αν οι καρποί της μουσμουλιάς μου σας πέσουν φτωχοί, δεν πειράζει. Σας έχω άλλα, για ν’ αποζημιωθείτε. Περπατείστε στον αγροτικό δρόμο που ανεβαίνει και κάποια στιγμή αρχίζει ν’ ανηφορίζει προς το Σούλι, περάστε στην άλλη όχθη, δείτε το νερό να τρέχει κελαρυστό στην κοίτη του ποταμιού, δείτε τριγύρω τους πελώριους βράχους που κατρακύλησαν ως εκεί, μυρίστε, θαυμάστε. Θα βρείτε και μυρτιές! 









Όταν έπαιρνα τους δρόμους για τέτοια μέρη, η μάνα μου μού έδινε παραγγελία, αν βρω μυρτιά να της κόψω μερικά κλωνάρια. Της άρεσαν οι μυρτιές. «Σμυρτιές» τις έλεγε, τώρα που θυμάμαι. Προχτές, που ξαναπήγα στην μουσμουλιά μου, έκοψα λίγα κλωνάρια. Τα πήγα και της τ’ άφησα εκεί που, εδώ και χρόνια, κοιμάται τον ανεξύπνητο ύπνο.