Πρώτο μάθημα
Στα παιδιά του Σείριου του Σικυώνιου
Μετά βίας
ξεπερνούσε το ένα κι εξηνταπέντε ο νέος καθηγητής τους της Ελληνικής
λογοτεχνίας και της έκθεσης. Μύτη γαμψή, μάτια ελαφρά γουρλωτά, αεικίνητα,
γελαστά κι ελαφρώς ονειροπόλα, ώμοι στενοί, κοιλίτσα, συμπλήρωναν την εικόνα. Με
το που μπήκε στην τάξη την πρώτη μέρα, μ’ ένα τέτοιο σουλούπι, τ’ αγόρια
αισθάνθηκαν αμέσως πως είχαν τ’ απάνω χέρι. Το ίδιο και τα κορίτσια, αλλά για
τους δικούς τους λόγους. Το τράβηξαν, λοιπόν, λίγο παραπάνω, με καλαμπούρια,
γελάκια και φωνές, ιδίως στα τελευταία θρανία, μέχρι να γίνει ησυχία.
Δεν
ανέβηκε στην έδρα, επίτηδες θα έλεγε κανείς, σαν να ήθελε να δείξει πως δεν
είχε κανένα κόμπλεξ με το μπόι του. Όταν τελικά ηρέμησαν τα πνεύματα, καλημέρισε
την τάξη, ακούμπησε στην έδρα τη δεσμίδα από χαρτιά που κρατούσε, πήρε το πάνω
φύλλο κι άρχισε να διαβάζει. Η φωνή του καμία σχέση με το παρουσιαστικό του.
Μια αδρή φωνή, επιβλητική, ελαφρά κυματιστή, δηλωτική της κεφαλωνίτικης
καταγωγής του. Διάβασε αργά και με χρωματισμό, και με κάπως παρατεταμένες
παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, σαν να ήθελε να δώσει στην τάξη λίγο παραπάνω
χρόνο για να κατανοήσει αυτό που άκουγε:
«...Άνω τα άστρα του ουρανού έλαμπον
εις το ύψος του στερεώματος ή έτρεμον σβήνοντα εδώ κι εκεί, και ο γαλαξίας
έλουε με αβρόν αργυρόχρουν φως τα ουράνια δώματα, και έζωνε την μέσην του
ουρανού, ως να έστρωνε με ακήρατα άνθη τον δρόμον του απείρου εις τα αόρατα
πνεύματα των μακάρων. Και ο τριάστερος Πήχυς ίστατο μυστηριώδης επάνω εις το
στερέωμα, ακατανόητον όργανον το οποίον ετέθη εκεί ως διά να εξακολουθεί να
μετρεί εσαεί το άπειρον διά του αιωνίου. Και αι Άρκτοι η μία και η άλλη έλαμπον
με γλυκύ φως μειδιώσαι εις τα προσφιλή πελάγη, και το άστρον του Βορρά εδείκνυε
τον Πόλον εις τους αγαπημένους του θαλασσινούς, οίτινες έχουσιν αυτό μόνην
συντροφίαν και μόνον αιθέριον φάρον παρηγορούντα αυτούς εις τον δρόμον των, και
αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθώσι προς καιρόν εις τους οφθαλμούς των, και αν όλοι
οι μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθώσιν από τα νέφη. Η Πούλια είχεν υψωθεί τρία
κοντάρια υψηλά ανερχόμενη εξ ανατολών προς το μεσουράνημα, χρυσή κλώσσα με τα
πουλιά της, καταστερεωθείσα και αθανατισθείσα θεία νεύσει, διά να διδάσκει την
οικογενειακήν συνοχήν και αρμονίαν εις τους δειλαίους θνητούς, οίτινες
γεννώνται διά να χάσκωσι προς καιρόν αναβλέποντες εκεί επάνω, και διά να
συγκαλύπτει χρονίως του θανάτου η νυξ τους οφθαλμούς των εις το υποχθόνιον
σκότος...».
Μόλις
τέλειωσε το διάβασμα, σήκωσε τα μάτια του και το βλέμμα του σάρωσε την τάξη.
- Σας
άρεσε; ρώτησε.
Καμία
απάντηση.
- Σας
άρεσε; επανέλαβε.
Πάλι
σιωπή.
- Κύριε…
Ένα χέρι
σηκώθηκε στα μπροστινά θρανία.
- Μπράβο!
Θέλω να μας πεις για τα στοιχεία που σου άρεσαν!
- Όχι,
κύριε, άλλο θέλω να πω… Αρχαία θα μας κάνετε;
- Όχι,
βέβαια. Τι λέει το πρόγραμμά σας;
- Επειδή
αυτά είναι αρχαία…
- Μάλιστα.
Άρα δεν το καταλάβατε.
Καμία
αντίδραση.
- Τι δεν
καταλάβατε; Τι λες εσύ, αγαπητέ; Εσύ, στο τελευταίο, δίπλα στο παράθυρο.
Καμία
κίνηση. Δυνάμωσε τη φωνή του.
- Σήκω όρθιος
να σε βλέπουμε κι απάντησέ μου. Ερώτησα τι δεν καταλάβατε.
- Δεν
κατάλαβα τίποτα, μουρμουρίζει ο μαθητής χωρίς να σηκωθεί.
- Καλώς.
Δεν είναι τόσο απλό κείμενο. Δεν τα λέει όπως μιλάμε καθημερινά. Μαντεύετε μήπως
ποιος είναι ο συγγραφέας του κειμένου;
Ένα χέρι
σηκώνεται.
- Του
Παπαδιαμάντη μήπως;
- Ακριβώς!
Πώς σε λένε;
-
Μακροπούλου Αλίκη.
- Παπαδιαμάντη
τον λένε, παπαδίστικα τα λέει, ακούστηκε ένα σχόλιο.
- Ποιος το
είπε;
Τίποτα,
καμία απάντηση.
- Αυτός
που το είπε δεν έχει και πολύ άδικο! Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι πιο
κοντά στα τροπάρια και στα ευαγγέλια παρά στον τρόπο που εκφραζόμαστε σήμερα. Πολύ
ωραία! Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, λοιπόν! Είναι από το διήγημά του «Βαρδιάνος
στα Σπόρκα». Το διήγημα
αυτό αφηγείται μια ιστορία που υποτίθεται ότι συνέβη την χρονιά που μια φοβερή
επιδημία χολέρας έπληξε την Ευρώπη, μαζί και την Ελλάδα, το 1865. Μιλάει για
μια γριά που, για να σώσει το γιο της, μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται
βαρδιάνος, δηλαδή φύλακας, στα σπόρκα. Σπόρκα ήταν τα μολυσμένα καράβια. Ήταν
αραγμένα μακριά από τη στεριά, και μέσα εκεί βάζανε όσους ταξιδιώτες έφταναν κι
ήταν ύποπτοι ότι ήταν μολυσμένοι. Τους έβαζαν, δηλαδή, καραντίνα για να μην
μεταδώσουν στους στεριανούς τη νόσο. Το διήγημα ήταν αρκετά μεγάλο, από τα
μεγαλύτερα που έχει γράψει ο Παπαδιαμάντης.
Σχεδόν όσο ένα μυθιστόρημα. Τέτοια μεγάλα διηγήματα τα λέμε νουβέλες.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε μιαν εφημερίδα, την Ακρόπολη, το 1893, σε
συνέχειες, ακριβώς επειδή ήταν μεγάλο.
Ένα χέρι σηκώθηκε.
- Θα το κάνουμε μάθημα;
- Αν εννοείς ότι θα το μελετήσουμε
στην τάξη, η απάντηση είναι όχι. Αν το κάναμε, θα μας έμενε ελάχιστος χρόνος
για να κάνουμε κι άλλα πράγματα. Θα με ρωτήσεις, γιατί διάλεξα ν’ αρχίσω τα
μαθήματα μαζί σας με αυτό το πολύ μικρό απόσπασμα, πολύ μικρότερο από το ένα
εκατοστό του διηγήματος. Ο σκοπός μου είναι άλλος. Θα τον καταλάβεις όταν
τελειώσουμε μ’ αυτό. Πάντως εύχομαι να σας ανοίξω την όρεξη για να διαβάσετε
στο σπίτι σας, τώρα ή αργότερα, όλο το διήγημα, κι όχι μόνο αυτό, κι όχι μόνο
τα έργα του Παπαδιαμάντη. Κάτι άλλο; Άλλη ερώτηση;
Δεν υπήρχε άλλη ερώτηση.
- Και τώρα
θα σας μοιράσω το μικρό κείμενο που σας διάβασα. Θα σας δώσω λίγα λεπτά για να
το διαβάσετε προσεκτικά και να μου πείτε ποιες άγνωστες λέξεις έχετε. Αλλά πριν
θα σας πω γιατί διάλεξα τον Παπαδιαμάντη γι’ αυτό το πρώτο μάθημα που κάνουμε μαζί.
Τον Ελύτη τον γνωρίζετε, φυσικά. Ναι;
- Ναι! απάντησε η τάξη.
- Πήρε το Νόμπελ, πετάχτηκε κάποιος.
- Έχετε
ακούσει το «Άξιον Εστί». Ο Ελύτης το έγραψε. Λοιπόν, κάπου εκεί στο «Άξιον
Εστί», λέει κάπου, και δώστε προσοχή: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό,
αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και
μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Αυτό λέει ο Ελύτης, και δεν εννοεί να τους κάνουμε μνημόσυνο, αλλά να
καταφεύγουμε σ’ αυτούς, στα έργα τους, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, όταν
είμαστε σε αδιέξοδο, με το μυαλό θολωμένο. Και για να το λέει αυτός, που είναι
σπουδαίος ποιητής, κάτι ξέρει. Εγώ ακολουθώ τη συμβουλή του και δεν έχω
μετανιώσει. Με βοηθάνε να ξεμπλοκάρω, να καθαρίζει η σκέψη μου, να ηρεμώ… Διονύσιος
Σολωμός, λοιπόν, και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
- Και γιατί τα λέει ακαταλαβίστικα;
πετάχτηκε από το τελευταίο θρανίο ο μαθητής που δεν είχε καταλάβει τίποτα.
- Καλή
ερώτηση! Βέβαια, ακαταλαβίστικα δεν τα λέει. Κάποιος που έχει δώσει προσοχή στη
γλώσσα, στα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου, με καλή διδασκαλία, εννοείται,
δεν έχει πρόβλημα. Με λίγη βοήθεια, αν χρειαστεί, από ένα λεξικό της Ελληνικής
γλώσσας, δεν μένει τίποτα που να μην το καταλαβαίνει. Τώρα, γιατί γράφει έτσι;
Μην ξεχνάτε ότι αυτό που σας διάβασα είναι γραμμένο πάνω από έναν αιώνα πριν.
Σήμερα πια τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει. Η καθαρεύουσα είναι πια παρελθόν.
Όλοι γράφουμε στην γλώσσα που μιλάμε. Κι ο Παπαδιαμάντης στη λαϊκή γλώσσα που μίλαγε
ο κόσμος έγραφε τους διαλόγους στα διηγήματά του. Αυτά για την ώρα. Θα πούμε
περισσότερα ίσως αργότερα. Όπως σας είπα, θα σας μοιράσω το κείμενο που σας
διάβασα. Θα σας δώσω λίγο χρόνο για να το διαβάσετε κι εσείς προσεκτικά και θα
σας ζητήσω να μου πείτε ποιες άγνωστες λέξεις έχετε.
Άρχισε να
μοιράζει τα φύλλα από τη δεσμίδα που είχε ακουμπήσει στην έδρα και τα παιδιά
έπιασαν να διαβάζουν το κείμενο.
- Λοιπόν σας ακούω, είπε μετά από λίγο.
Το πρώτο
χέρι σηκώθηκε.
- Ακήρατα.
- Είναι τα
αγνά, τα αλέκιαστα, τα αμόλυντα. Ακήρατα άνθη. Εννοεί άνθη που δεν τα έχει
λεκιάσει , δεν τα έχει μολύνει τίποτα. Δείτε την εικόνα: ο γαλαξίας
να στρώνει ένα δρόμο καταμεσής στο νυχτερινό ουρανό με εκατομμύρια αστέρια που
μοιάζουν με άνθη που λαμποκοπούν ολοκάθαρα, αλέκιαστα. Από πού προέρχεται η
λέξη ακήρατα; Αυτό είναι δύσκολο να το ξέρετε. Αν, πάντως ξέρατε από πού
προέρχονται οι λέξεις κρατήρας, κρασί, κερνάω, κράμα, κράση κλπ θα το ξέρατε.
Προέρχεται απ΄
το αρχαίο κεράννυμι, που θα πει ανακατώνω δυο ή περισσότερα πράγματα. Τι είναι
το κρασί; Είναι το αποτέλεσμα της μίξης δυο πραγμάτων, του καθαρού, «άκρατου»
οίνου με νερό. Κρασί έπιναν στα συμπόσιά τους οι αρχαίοι, κι όχι σκέτο οίνο,
για ν’ αντέχουν στις ολονύκτιες συζητήσεις τους. Η μίξη, το ανακάτεμα, γινόταν
σε ένα αγγείο που λεγόταν γι αυτό κρατήρας. Κι αυτή η λέξη, λοιπόν, από το
κεράννυμι. Όπως και το κράμα, που είναι το αποτέλεσμα της
ανάμειξης υγρών ή λιωμένων μετάλλων Αλλά και η κράση. Λέμε «αυτός έχει γερή
κράση» και εννοούμε την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, που κι αυτή προέρχεται
από το ίδιο ρήμα, ότι είναι από μια μίξη καλών, θετικών στοιχείων, που τον
κάνουν ανθεκτικό, δυνατό, που δεν προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες κλπ. Ακόμα
και η λέξη ακέραιος από εκεί προέρχεται. Αυτό σας το αφήνω να το σκεφθείτε.
Άλλη λέξη;
- Μακάρων!
- Αβρός!
- Εσαεί!
- Μειδιώσαι!
-
Δειλαίους!
-
Καταστερεωθείσα!
- Νεύσει!
Πριν δώσει
τις ερμηνείες των λέξεων, ρώτησε την τάξη αν κάποιοι γνώριζαν τη σημασία τους.
Μερικές από τις λέξεις αυτές τις ήξεραν κάποιοι. Όταν τελείωσε η ερμηνεία, η
ώρα πλησίαζε για το διάλειμμα.
- Είναι η
εργασία σας για το σπίτι. Δείτε τι άλλο σας δυσκολεύει, ψάξτε όπου νομίζετε ότι
θα βρείτε βοήθεια, προσπαθήστε να καταλάβετε το κείμενο. Θέλω στο επόμενο
μάθημα όλοι να μου επιστρέψετε το χαρτί που σας έδωσα. Δεν χρειάζεται να
γράψετε το όνομά σας. Κάτω από το κείμενο του Παπαδιαμάντη θέλω να το μεταφέρετε
στην καθομιλούμενη και κυρίως να το γράψετε όπως θα το γράφατε εσείς. Τι
σημαίνει «μεταφέρετε το κείμενο στην καθομιλούμενη»; Σημαίνει να το γράψετε
όπως μιλάμε καθημερινά σήμερα. Πρόσεξα ότι κανείς δεν ρώτησε για τα
πραγματολογικά στοιχεία. Τι είναι τα «πραγματολογικά στοιχεία»; Είναι τα πραγματικά
στοιχεία ενός λογοτεχνικού κειμένου, όπως είναι τα ιστορικά γεγονότα, τα
ονόματα, τα τοπωνύμια κτλ. Για παράδειγμα, στο κείμενο που σας έδωσα, η Πούλια ή ο τριάστερος
Πήχυς. Θέλω, όμως, να ψάξετε και γι αυτά. Ποια είναι η Πούλια; Τι σχέση έχει με
τον Αυγερινό; Ποιος είναι ο τριάστερος Πήχυς που λέει ο Παπαδιαμάντης; Ποιοι
είναι οι άλλοι αστερισμοί; Καταλάβαμε;
-
Πιστεύετε στα ζώδια, κύριε; ακούστηκε κάποια μαθήτρια.
- Ο
συγγραφέας δεν μιλάει για ζώδια. Γι’ αστερισμούς μιλάει, αλλά δεν τον
ενδιαφέρουν τα ζώδια.
- Εσείς τι
ζώδιο είστε, κύριε; επέμεινε η μαθήτρια.
- Αφού
επιμένεις, Κριός.
- Πολύ
παρορμητικό ζώδιο, κύριε!
Το
κουδούνι του διαλείμματος χτύπησε και τα παιδιά είχαν σηκωθεί όρθια, έτοιμα να
ξεχυθούν στο προαύλιο.
- Λοιπόν,
για τα πραγματολογικά στοιχεία. Το καταλάβαμε;
-
Μάλισταααα, φώναξαν και όρμησαν να βγουν από την τάξη.
- Είμαι
σίγουρος ότι θα τα πάτε καλά.
Λίγοι τον
άκουσαν. Οι περισσότεροι ήταν κιόλας έξω.
*****
Την επόμενη
φορά που μπήκε στην τάξη, το κλίμα ήταν σαφώς βελτιωμένο. Η φασαρία μέχρι ν’
αρχίσει το μάθημα κράτησε πιο λίγο. Και υπήρχε μεγαλύτερη προθυμία να
συμμετέχει η τάξη. Ζήτησε από τα παιδιά ν’ αφήσουν στην έδρα τα φύλλα,
συμπληρωμένα όπως τους είχε ζητήσει, κι ανυπόγραφα. Κάθισε πιο πέρα, κοντά στην
είσοδο, κοιτώντας έξω από το τζάμι της πόρτας, περιμένοντας να τελειώσουν. Μετά
προχώρησε προς την έδρα, μάζεψε τα φύλλα, τα μέτρησε, και κοίταξε το
απουσιολόγιο. Δεν έλειπε κανείς.
- Θα τα πάρω
μαζί μου να τα δω στο σπίτι, είπε. Και στο επόμενο μάθημα θα τα συζητήσουμε.
Όμως σήμερα θέλω να μιλήσουμε για τα πραγματολογικά στοιχεία. Σας είχα ζητήσει να ψάξετε για την Πούλια και τον τριάστερο
Πήχυ. Τι βρήκαμε για την Πούλια;
Σηκώθηκαν αρκετά χέρια. Διάλεξε ένα στην τύχη.
- Συστάδα
άστρων που εμφανίζεται κοντά στον αστερισμό του Ταύρου. Έχει εφτά παιδιά, λέει
ο Ελύτης σ’ ένα ποίημα!
- Δηλαδή;
- Μάλλον
έχει επτά αστέρια.
- Τόσα φαίνονται
με γυμνό μάτι! Έχει πολύ περισσότερα! Ο Ελύτης λέει πως η Πούλια έχει επτά
παιδιά ακολουθώντας τη Μυθολογία, που λέει πως έχει επτά παιδιά, επτά κόρες για
την ακρίβεια. Είναι οι
Πλειάδες, οι εφτά κόρες του
Άτλαντα και της Πλειόνης που γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη κατά την Μυθολογία. Αν το ψάξετε
λίγο θα δείτε πως ήταν αδελφές των Εσπερίδων, των Υάδων, του Ύαντα και της
Καλυψώς, τροφοί και δασκάλες του μικρού θεού Διόνυσου. Μια από αυτές ήταν η
Μαία, που ζούσε απομονωμένη σε μια σπηλιά στην Κυλλήνη. Εκεί ενώθηκε με τον Δία
και γέννησε τον θεό Ερμή. Να μην σας πω άλλα, όποιος θέλει μπορεί να μπει στο
διαδίκτυο και να χαθεί κυριολεκτικά. Η Ελληνική Μυθολογία είναι τόσο πλούσια. Πάντως σωστά απαντήσατε. Πρόκειται
για συστάδα άστρων, ένας μικρός αριθμός, μια μικρή παρέα, δηλαδή, και όχι για
ένα αστέρι, όπως νομίζουν μερικοί, που την μπερδεύουν με την Αφροδίτη. Η
Αφροδίτη όμως δεν είναι αστερισμός, όπως η Πούλια, είναι πλανήτης που, όταν
εμφανίζεται στην Ανατολή την αυγή, λίγο πριν βγει ο Ήλιος, τη λέμε Αυγερινό, κι
όταν εμφανίζεται στη Δύση, όταν πέσει ο ήλιος κι αρχίσει να βραδιάζει, τη λέμε
Αποσπερίτη. Δηλαδή Αφροδίτη, Αυγερινός κι Αποσπερίτης είναι το ίδιο αστέρι, ο
ίδιος πλανήτης για την ακρίβεια. Όμως δείτε τι γράφει ο Παπαδιαμάντης για την
Πούλια! Ανεβαίνοντας από την ανατολή για να μεσουρανήσει κάποια στιγμή, είχε,
λέει, σηκωθεί τρία κοντάρια.
- Πόσο είναι
ένα κοντάρι, κύριε;
- Αυτό δεν
μπορώ να το προσδιορίσω με ακρίβεια.
- Εσείς
είστε ένα κοντάρι;
Ακούστηκαν
γελάκια.
- Ναι,
πάνω-κάτω, κι αισθάνομαι περίφημα, απάντησε ο καθηγητής και γέλασε, δίνοντας το
σύνθημα να γελάσει όλη η τάξη.
- Λοιπόν, συνέχισε
μετά το χαλάρωμα. Αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας είναι πως η Πούλια δεν
είχε μεσουρανήσει ακόμα, αλλά πάντως είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά στον νυχτερινό
ουρανό, εγώ θα έλεγα κάπου στη μέση, ανάμεσα στον ορίζοντα, στο σημείο που
ανατέλλει, και στο μεσουράνημα. Αλλά ακούστε παρακάτω τι λέει: παρομοιάζει την
Πούλια με χρυσή κλώσα με τα πουλιά της, που με ένα νεύμα του θεού πήρε θέση και
απαθανατίστηκε στο στερέωμα για να διδάσκει την οικογενειακή συνοχή και αρμονία
στους θνητούς, που τους χαρακτηρίζει «δείλαιους», αξιολύπητους δηλαδή. Που γεννιούνται
για να χάσκουν για λίγο, πρόσκαιρα, βλέποντας προς τα πάνω, και για να καλύπτει
για πάντα τα μάτια τους η νύχτα του θανάτου στου κάτω κόσμου το σκοτάδι!
Σταμάτησε
για λίγο.
- Καλά ως
εδώ;
Δεν υπήρξε
αντίδραση και συνέχισε.
- «Και αι Άρκτοι, η μία και η άλλη». Ποια είναι
η μία και ποια είναι η άλλη;
Πολλές φωνές:
- Η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος!
- Σωστά! Και το άστρο του Βορρά;
- Ο πολικός αστέρας! Το τελευταίο αστέρι στην ουρά της Μικρής Άρκτου,
που δείχνει την κατεύθυνση του Βορρά.
- Σωστά. Και πώς τον εντοπίζουμε;
-
Αν προεκτείνουμε πέντε φορές το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει τα δύο πρώτα άστρα
της Μεγάλης Άρκτου, που αποτελούν τη μία πλευρά του σώματος της αρκούδας, θα
πέσουμε πάνω στον πολικό αστέρα.
-
Σωστά! Πώς σε λένε;
-
Στεργίου Βλάσιος.
-
Από πού το ξέρεις, Βλάση;
-
Από τον Προσκοπισμό.
- Ωραία! Την Δοκιμή, κι αυτή την ξέρεις; Όχι; Άκου λοιπόν. Είναι ένα
άστρο που φαίνεται πολύ αμυδρά δίπλα ακριβώς στο προτελευταίο άστρο της ουράς
της Μεγάλης Άρκτου. Το λένε Δοκιμή γιατί αν μπορείς να το δεις, σημαίνει ότι η
όρασή σου είναι δυνατή. Το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για να ελέγχουν οι
αξιωματικοί αν οι στρατιώτες τους έβλεπαν καλά. Να πούμε και λίγα μυθολογικά;
Ενθουσιασμός
στην τάξη. Κάποιοι χειροκροτούν.
-
Λοιπόν, η νύμφη Καλλιστώ ήταν κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, που την ερωτεύτηκε
ο Δίας. Έκανε μαζί της έναν γιο, τον Αρκάδα, που όταν μεγάλωσε έγινε σπουδαίος
κυνηγός. Για να εκδικηθεί τον άντρα της για την απιστία του, η Ήρα την μεταμόρφωσε
σε αρκούδα. Μια μέρα, η Καλλιστώ καθώς περιφερόταν στα δάση βλέπει τον γιο της,
τον Αρκάδα, να κυνηγάει. Τρέχει να τον αγκαλιάσει. Εκείνος μόλις βλέπει μιαν
αρκούδα να τρέχει καταπάνω του, τρομάζει. Σηκώνει το δόρυ του, αλλά προτού το
εξακοντίσει εναντίον της μητέρας του τον βλέπει ο Δίας, αρπάζει την αρκούδα,
δηλαδή την Καλλιστώ, και την τοποθετεί στον ουρανό, σαν Μεγάλη Άρκτο. Ακριβώς
απέναντί της βάζει το γιο της τον Αρκάδα, που τον μεταμορφώνει σε Μικρή Άρκτο.
Έχει κι άλλα ο μύθος, αλλά θέλω να προσέξετε πόσο τρυφερά και ποιητικά τα
περιγράφει ο Παπαδιαμάντης. Έλαμπαν, λέει, οι δύο Άρκτοι με γλυκό φως,
χαμογελώντας στ’ αγαπημένα πελάγη. Και τ’ άστρο του Βορρά έδειχνε τον Πόλο
στους αγαπημένους του θαλασσινούς, που το έχουν μοναδική συντροφιά και φάρο αιθέριο,
να τους παρηγορεί στην πορεία τους, ακόμα κι αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθούν
πρόσκαιρα από τα μάτια τους, κι αν όλα τα λυχνάρια των άλλων αστεριών σκεπαστούν
από τα σύννεφα.
-
Αν τα έγραφε έτσι θα τα καταλαβαίναμε, πετάχτηκε ο μαθητής του τελευταίου
θρανίου.
-
Νομίζω το συζητήσαμε αυτό. Κάποιος που έχει δώσει προσοχή στο μάθημα της γλώσσας,
μ’ ένα λεξικό της Ελληνικής δίπλα του, δεν θα έχει πρόβλημα. Ίσα-ίσα θα
απολαύσει τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, που του έχει επιτρέψει να εκφράσει το
προσωπικό του ύφος, που είναι ποίηση, ήθος, τρυφερότητα και χιούμορ μαζί, και να
πει πράγματα με μιαν ακρίβεια στις αποχρώσεις που ίσως δεν επιτρέπει η γλώσσα
που γράφουμε σήμερα. Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στα πραγματολογικά στοιχεία. Μας
μένει ο
«τριάστερος Πήχυς». Σας ακούω.
Καμία
αντίδραση, κανένα χέρι.
- Τίποτα;
Καμία; Κανείς; Τι λες Βλάση;
- Κύριε,
έψαξα στο ίντερνετ και δεν βρήκα τίποτα. Κάπου μου πάει το μυαλό αλλά…
- Κι εμείς,
ακούστηκαν άλλες φωνές.
- Πρέπει όμως να βρούμε μιαν απάντηση, έτσι δεν είναι. Ο
μπάρμπα-Αλέξανδρος μας έβαλε ένα αίνιγμα. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε άλυτο.
Λοιπόν, δεν θα σας το λύσω εγώ. Σας λέω μόνο πως μπορείτε να βρείτε την
απάντηση. Αρκεί να μην περιοριστείτε στο ίντερνετ. Ξέρω πως έχετε μάθει για όλα
να καταφεύγετε σ’ αυτό. Ήρθε η ώρα να μάθετε πως αυτό είναι λάθος!
- Και πού να ψάξουμε;
- Υπάρχουν τα βιβλία, οι εγκυκλοπαίδειες, ειδικές υπηρεσίες, άνθρωποι με
γνώση και πείρα… Για ένα γεωργικό θέμα, δεν θα μπορούσαμε ν’ απευθυνθούμε σ’
έναν γεωπόνο, στην τοπική Ένωση Συνεταιρισμών, στον γείτονα που είναι αγρότης; Άρα
συνεχίζουμε στο επόμενο μάθημα, οπότε θα δώσουμε απάντηση στο αίνιγμα για τον «τριάστερο Πήχυ». Θα σας πω και κάτι
ακόμα για το ψάξιμό σας, για να μην τυχόν κάνετε λάθος: στο απόσπασμα του Παπαδιαμάντη περιγράφεται η
φθινοπωρινή όψη του ουρανού. Και θα
κλείσουμε τη συζήτηση που ανοίξαμε με κάποια συμπεράσματα. Φυσικά θα δω και θα
σχολιάσουμε την δουλειά που κάνατε εσείς με το απόσπασμα. Τώρα, μέχρι να
κάνουμε διάλειμμα, θα σας πω λίγα λόγια για τον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα, για
το έργο του και τη ζωή του.
*****
Στο επόμενο
μάθημα, το τρίτο στη σειρά, μπήκε στην τάξη και πήγε κατευθείαν στην έδρα.
Ακούμπησε τα χαρτιά με τις απαντήσεις στο τραπέζι μπροστά του και περίμενε
μέχρι να γίνει ησυχία. Άφησε να περάσει ένα λεπτό και ξεκίνησε.
- Έχουμε
σήμερα να πούμε για το αίνιγμα, ποια είναι η απάντηση. Προηγουμένως θα ήθελα να
πω δυο λόγια για τις απαντήσεις σας στα χαρτιά που σας μοίρασα. Η αλήθεια είναι
πως δεν έχω να πω πολλά. Μπορείτε να μαντέψετε γιατί;
Δεν πήρε καμιά
απάντηση.
- Θα σας πω.
Τα χαρτιά που σας είχα μοιράσει ήταν ακριβώς είκοσι εφτά. Από τις απαντήσεις
που παρέλαβα, μόνο τρεις ήταν διαφορετικές από τις άλλες. Οι υπόλοιπες ήταν
όλες ίδιες. Η μια αντίγραφο της άλλης. Μου αρέσει και σας ενθαρρύνω να συνεργάζεστε.
Δεν μπορώ όμως να φανταστώ ότι καθίσατε είκοσι μαθητές και μαθήτριες και
συνθέσατε μια μοναδική απάντηση. Λέω είκοσι, επειδή σας μοίρασα είκοσι επτά και
παρέλαβα είκοσι τρεις. Είκοσι επτά, μείον οι τρεις, οι μοναδικές που δεν έγραψαν
αυτό που έγραψαν όλοι οι άλλοι, μείον τέσσερις που δεν επέστρεψαν το χαρτί, ίσον
είκοσι. Και σας ρωτώ: να χαρώ ή να λυπηθώ;
Αμηχανία
στην τάξη.
- Καλώς. Για
τους τέσσερις που δεν επέστρεψαν το χαρτί, θα συστήσω να μην το ξανακάνουν στο
μέλλον. Εγώ θα συνεχίσω να μη ζητάω υπογραμμένες τις απαντήσεις σας. Δεν
πρόκειται να σας βαθμολογώ από αυτές. Αλλά, με το να μην μου τις δίνετε επειδή
φοβάστε ότι η απάντησή σας θα έχει λάθη, στερείτε τον εαυτό σας από την
ευκαιρία να μάθετε από τα λάθη σας. Γιατί εγώ θα τις έβλεπα και θα σας έκανα
υποδείξεις όπου έβρισκα λάθη κλπ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορείτε
να κάνετε, να μην μαθαίνετε από τα λάθη σας. Από όσα σας λέω εγώ στο μάθημα,
πόσο θα κρατήσετε; Το 10%; Και πολύ λέω. Αν, όμως, αυτό που θα σας πω είναι μια
διόρθωση ενός δικού σας λάθους, από αυτό θα κρατήσετε το 90%. Και λίγο λέω.
Πάει αυτό. Τώρα, για τα είκοσι όμοια κείμενα. Ισχύει κι εδώ αυτό που είπα
προηγουμένως, για τους τέσσερις. Σας ζητώ να συνεργάζεστε, γιατί από τη
συνεργασία μαθαίνετε. Αλλά μην αντιγράφετε. Με την αντιγραφή δεν θα μάθετε ποτέ
τίποτα. Από τα λάθη σας θα μάθετε! Κανένα σχόλιο;
- Δηλαδή δεν
θα μας βαθμολογείτε από τις εργασίες;
Τους
επανέλαβε πως όχι, αφού οι απαντήσεις στις εργασίες θα παραδίνονται απρόσωπα.
Το πώς θα τους βαθμολογεί θα εξαρτηθεί κυρίως από την επιμέλειά τους κι από την
προσπάθεια που θα κάνουν.
- Ελπίζω να
έχουμε την ευκαιρία να το καταλάβετε καλύτερα τώρα, που θα προχωρήσουμε στο
κύριο θέμα μας για σήμερα. Που είναι η απάντηση στο αίνιγμα του «τριάστερου
Πήχυ». Για να δούμε! Ποιοι έχετε βρει την απάντηση;
Απογοήτευση.
Κανείς δεν σήκωσε χέρι. Κανείς, εκτός από τον Βλάση, που όρθωσε το χέρι του
πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτηση ο καθηγητής.
- Κανείς
άλλος;
Κανείς.
- Λοιπόν,
την βρήκες την απάντηση; γυρνάει και ρωτάει τον Βλάση.
- Την βρήκα,
κύριε.
- Είσαι
σίγουρος;
- Είμαι.
- Τότε σε
ακούμε. Μόνο, σήκω όρθιος στον πίνακα για να σε βλέπουμε και να σε ακούμε
καλύτερα.
- Κύριε,
λόγω Προσκοπισμού έμαθα να κοιτάζω τον νυχτερινό ουρανό στην κατασκήνωση που κάναμε
στο βουνό με σκηνές. Εκεί είχαμε έναν βαθμοφόρο που μας έμαθε τα ονόματα των
κυριότερων αστεριών και αστερισμών. Από τότε μου άρεσε να κοιτάζω τον ουρανό
τις νύχτες. Όπως οι γειτονιές της γης, έτσι κι ο ουρανός τη νύχτα έχει
γειτονιές, μόνο που δεν χρειάζεται να περπατήσεις από τη μια στην άλλη για να
τις επισκεφτείς. Τις έχει όλες μπροστά σου. Κινούνται από την ανατολή προς τη
δύση κι εσύ κάθεσαι και τις βλέπεις να περνάνε.
- Ωραία τα
λες, ποιητικά! Να δούμε πού θα καταλήξεις!
- Θα δείτε,
κύριε. Αφού, λοιπόν, μου άρεσε να κοιτάζω τον ουρανό τις νύχτες, πήγα και
αγόρασα ένα χάρτη τ’ ουρανού. Όταν έβγαινα για βόλτα τη νύχτα, τον έπαιρνα μαζί
μου και, φωτίζοντάς τον με το κινητό μου, κοίταζα μια το χάρτη μια τον ουρανό
και σιγά-σιγά έμαθα όλες τις γειτονιές του. Τώρα μπορώ να σου δείξω όλους τους αστερισμούς
και όλα τα μεγάλα αστέρια με το όνομά τους. Αλλά «τριάστερο Πήχυ» δεν ξέρω. Δεν
υπάρχει, δεν έχω συναντήσει τέτοιον αστερισμό. Υπάρχει μόνο ένας στο νότιο
ημισφαίριο που η λατινική γραφή του (Pyxis) φέρνει προς την ελληνική «Πήχυς».
Αλλά το Pyxis διαβάζεται Πυξίς κι όχι Πήχυς. Κατά σύμπτωση, έχει τρία αστέρια στη
σειρά, όλα ίδιου μεγέθους. Φαίνονται χαμηλά στον ορίζοντα κατά το
Γενάρη-Φλεβάρη. Αλλά άλλο Πήχυς και άλλο Πυξίς. Άσε που, όπως μας είπατε, στο
απόσπασμα του Παπαδιαμάντη, περιγράφεται η φθινοπωρινή όψη του ουρανού, δηλαδή καμία
σχέση με το καταχείμωνο που φαίνεται η Πυξίς.
Του
καθηγητή, από τη χαρά του, γελάγανε και τα μουστάκια του – που δεν είχε!
- Βλάση,
αυτά που έχεις πει είναι κιόλας πολλά και μου αρκούν, είτε έλυσες το αίνιγμα
είτε όχι!
- Δηλαδή να
σταματήσω, κύριε;
- Τι λες,
παιδί μου! Τώρα να σταματήσεις, που έχουμε πάρει όλοι εδώ μέσα φωτιά;
Γέλια η
τάξη.
- Προχώρα,
προχώρα!
- Προχωράω,
κύριε. Από τον χάρτη δεν βγάζω τίποτα. Ψάχνω στο ίντερνετ, τίποτα. Όμως μας
είπατε στο προηγούμενο μάθημα ν’ αφήσουμε το ίντερνετ και να ψάξουμε αλλού. Το
αφήνω, κι αρχίζω να ψάχνω στις μεγάλες εγκυκλοπαίδειες, ιδίως τις παλιές. Γιατί
τις παλιές; Γιατί σκέφτηκα ότι το όνομα αυτό μπορεί να το χρησιμοποιούσαν πολύ
παλιά ή μόνο τοπικά και στο μεταξύ εγκαταλείφθηκε. Αν υπήρχε μια ελπίδα να έχει
ξεμείνει κάπου, θα είναι σε καμιά πολύ παλιά εγκυκλοπαίδεια. Ξεκινάω από τη
Δημοτική Βιβλιοθήκη. Βρίσκω διάφορες εγκυκλοπαίδειες, της Δομής, του Ήλιου παλιότερα…
Τίποτα. Ανοίγω και την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδόσεις Πυρσός. Βρίσκω
ορισμό όχι για τον Πήχυ, αλλά για την Πήχη. Όμως, τελικά, πρόκειται για το ίδιο
πράγμα! Έχει δυο ορισμούς για την Πήχη. Γράφει – μια στιγμή, το έχω σημειώσει: «Πήχη:
(δημοτική) μονάς μήκους, ο εμπορικός πήχυς». Αυτός είναι ο ένας ορισμός. Ο άλλος ορισμός λέει: «(Λαογραφία) Εν Θήρα, Μιλήτω και αλλαχού
καλούνται Πήχη, προφανώς εκ του σχήματος, όπερ δεικνύουν, οι αστέρες οι αποτελούντες
τον τελαμώνα του Ωρίωνος». Λέει δηλαδή, επί λέξει, ότι «Πήχη καλούνται στη
Θήρα, στην Μίλητο κι αλλού τ’ αστέρια που αποτελούν τον τελαμώνα του Ωρίωνα,
προφανώς από το σχήμα που δείχνουν». Με άλλα λόγια, τ’ αστέρια αυτά μοιάζουν με
τον εμπορικό πήχη, επειδή είναι τοποθετημένα στη σειρά, φτιάχνοντας όπως ο εμπορικός
πήχης ένα ευθύγραμμο σχήμα. Ποιος είναι ο Ωρίωνας; Τον έμαθα στον Προσκοπισμό,
είναι από τους πρώτους αστερισμούς που έμαθα. Είναι μεγάλος, γνωστός
αστερισμός, που φαίνεται στον νυχτερινό ουρανό το φθινόπωρο. Θα φτιάξω στον πίνακα το σχήμα του.
Σηκώνεται και φτιάχνει το σχήμα του Ωρίωνα. Μένει όρθιος και συνεχίζει.
- Ήμουνα πια
κοντά. Τα υπόλοιπα είναι παιχνίδι. Βρήκαμε ότι ο τριάστερος Πήχυς έχει σχέση με
τον αστερισμό του Ωρίωνα. Έμενε μόνο η απορία για τον «τελαμώνα». Ποιος ήταν ο
τελαμώνας; Γνωρίζω τον ήρωα Αίαντα τον Τελαμώνιο από την Ιλιάδα, αλλά ποιος
είναι, τι είναι ο τελαμώνας του Ωρίωνα, που έχει τρία αστέρια; Μα φυσικά, είπα,
θα πρόκειται για τα τρία λαμπερά αστέρια που σχηματίζουν μια ζώνη, χωρίζοντας
στα δυο τον αστερισμό του Ωρίωνα, του μυθικού κυνηγού που οι θεοί τοποθέτησαν
στον ουρανό. Δεν έπεσα έξω. Βέβαια, εγώ ξέρω το τριάστερο σύμπλεγμα ως «τρεις
μάγους». Κοιτάζω το Λεξικό Μπαμπινιώτη. Ορίζει τον τελαμώνα ως: «1 φυσιγγιοθήκη 2 δερμάτινο ή υφασμάτινο
λουρί από το οποίο κρεμούσαν στον ώμο όπλο, σπαθί ή τύμπανα». Οι κυνηγοί
φορούν την φυσιγγιοθήκη σαν ζώνη στη μέση. Και η χαριστική βολή έρχεται από την
Εγκυκλοπαίδεια Δομή: «Ο Ωρίων ... διακρίνεται από τη λοξά ευθύγραμμη θέση
τριών αστέρων του, που ονομάζονται Τρεις Μάγοι ή Τελαμών του Ωρίωνα...». Το αίνιγμα λύθηκε! Πήχη ή τρεις
μάγοι: η τριάστερη ζώνη του Ωρίωνα! Ο «τριάστερος Πήχυς»!
Ακολουθεί στην τάξη σιωπή. Κι έπειτα ένα ξέσπασμα από χειροκροτήματα. Ο καθηγητής έχει βουρκώσει. Ο Βλάσης πάει και κάθεται στη θέση του.
Όταν
κοπάζουν τα χειροκροτήματα, παίρνει το λόγο ο καθηγητής.
- Το να πω
στον Βλάση «μπράβο» είναι λίγο. Αυτό που πρέπει να του πω είναι «ευχαριστώ» για
την βοήθειά του στο να σας εξηγήσω το σκοπό του πρώτου μας μαθήματος. Ο σκοπός
μου δεν ήταν τόσο να σας γνωρίσω, έστω σύντομα, με τον Άγιο των Γραμμάτων μας,
τον Παπαδιαμάντη, αλλά κάτι περισσότερο. Να σας βοηθήσω να καταλάβετε πόσο
πολύτιμη είναι η λογοτεχνία, τι θησαυρούς κρύβει. Από ένα μικρό απόσπασμα, τόσο
δα, από ένα διήγημα από το τεράστιο έργο του Παπαδιαμάντη, κάναμε ένα νυχτερινό
ταξίδι στον ουρανό. Ταξιδέψαμε σε χρόνια πολύ παλιά, έναν αιώνα και βάλε.
Μάθαμε κομμάτια από την ιστορία του τόπου που δεν θα τα μάθουμε σε καμιά
επίσημη Ιστορία. Μπήκαμε σε κεφάλαια της ελληνικής μυθολογίας, της αστρονομίας,
της γλώσσας μας… Όλα αυτά από ένα τόσο δα απόσπασμα από ένα διήγημα του
Παπαδιαμάντη. Και όλα αυτά με οδηγό τον υπέροχο, τον μαγικό του ποιητικό λόγο.
Σταμάτησε
για λίγο.
- Θα
καταλάβατε πια, από το παράδειγμα του Βλάση, πώς θα σας βαθμολογώ. Ας κλείσουμε
τώρα αυτό το πρώτο μάθημά μας με τα τρία φύλλα από τις απαντήσεις σας που δεν
ήταν ίδια με όλα τα άλλα. Τα υπόλοιπα είναι σαν να μην τα πήρα. Θα διαβάσουμε αυτά
τα τρία και θα τα συζητήσουμε. Ποιά ή ποιος θα ήθελε να διαβάσει το πρώτο;
ΤΕΛΟΣ
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home