Κώστας Παππής

10/24/2016

Γράμμα από την Αυστραλία



Πήρα ένα γράμμα από έναν παλιό φίλο, το Νώντα Κωνσταντίνου, που ζει πολλά χρόνια τώρα στην Αυστραλία, και σκέφτηκα να το παραθέσω σε αυτή τη στήλη αυτούσιο, χωρίς σχόλια, εκτός μόνο από ένα: ότι το γράμμα του έχει το ειδικό βάρος της ευαισθησίας του, καθώς και της απόστασης, δηλαδή της μη συμμετοχής του σε όσα μίζερα, ιδιοτελή και φανατικά θολώνουν την κρίση μας εδώ στην πατρίδα. 

Με το Νώντα μοιραστήκαμε τα ίδια θρανία στο τότε εξατάξιο Γυμνάσιο (τώρα Γυμνάσιο και Λύκειο) Κιάτου. Μετά οι δρόμοι μας χώρισαν. Ο Νώντας πήρε το δρόμο της Αυστραλίας, εγώ παρέμεινα οίκαδε. Τα τελευταία χρόνια, μετά από μια σύντομη επάνοδό του στην πατρίδα, κρατάμε επαφή μέσω διαδικτύου.
Το γράμμα του Νώντα γράφτηκε μεν με αφορμή το τελευταίο κείμενό μου με τίτλο «Κατά δυστυχίαν από το όμως δεν ξέρει άλλο…», που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος της Σικυωνίων Πολιτείας (αλλά και στο blog μου costaspappis.blogspot.com), όμως ο σχολιασμός του επεκτάθηκε και σε άλλα, πολύ ενδιαφέροντα νομίζω, ζητήματα. Το κείμενό μου είχε στον πυρήνα του ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Το παραθέτω ξανά ολόκληρο στο τέλος αυτού εδώ του κειμένου.

Ιδού το γράμμα του Νώντα:

«Αγαπητέ  Κώστα  γεια σου!

Ο χρόνος τρέχει και, όπως γράφεις στα "σχετικά", δεν διαβαίνουμε κανένα ποτάμι δυο φορές [Σ.Σ. αναφέρεται σε μια εγγραφή στη διεύθυνσή μου στο Facebook]. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο έντονα και νοσταλγικά τα συναισθήματά μου, ως απόδημος της διασποράς, τείνουν να ενωθούν με το παρελθόν, και δη με την τόσο όμορφη ζωηρή εφηβεία και μαθητική ζωή, που για λίγο μοιραστήκαμε.
 

Ο βιολογικός μας κύκλος, των 360° μοιρών, πλησιάζει την ολοκλήρωσή του, αφού βρισκόμαστε στην εφηβεία του γήρατος, και όταν οι δυο εφηβείες ανταμώνονται, τότε ερωτεύονται και αγαπιούνται, η μια αγναντεύοντας το μέλλον προς την δύση με το χέρι στο μέτωπο, και η άλλη αναπολώντας το παρελθόν.
 
Διαβάζω με αμέριστο ενδιαφέρον τα άρθρα σου στο διαδίκτυο, και χαίρομαι για την συνταύτιση των απόψεων, κυρίως, για εκείνη την "ιστορία, που σέβεται το όνομά της" όπως την αποκαλείς, και όχι την επίσημη που μας δίδαξαν στο σχολείο.

Αναφέρομαι στο άρθρο σου " κατά δυστυχίαν από το όμως δεν ξέρει άλλο" και ειδικότερα στο απόσπασμα που παραθέτεις του μεγάλου πατριώτη και αγωνιστή Μακρυγιάννη, ενός ανθρώπου, που ενώ δεν ήξερε να ορθογραφήσει το όνομά του,  ήξερε όμως και μπορούσε να κυβερνήσει επιτυχώς μια νέο-επαναστατημένη Ελλάδα.


Δυστυχώς οι σημερινοί πολιτικοί με τα πολλαπλά πτυχία, τους είναι δύσκολο να τα αντιπαραθέσουν και να τα συγκρίνουν με τον πατριωτισμό και τον αλτρουισμό ενός Μακρυγιάννη, ενώ ο λαός κάθεται και ασχολείται με την περιβολή των υπουργών (κρίνοντας ένα βιβλίο απο τό εξώφυλλο) ενώ ταυτοχρόνως αγνοεί, πως πίσω απο τις γραβάτες κρύβονται οι μεγάλες απάτες.
 
Πολύ εύστοχα συγκρίνεις και αντιπαραβάλλεις την σημερινή κατάσταση με την εποχή της επανάστασης το 21. Δυστυχώς ο  εμφύλιος διαιωνίζεται ως παρακαταθήκη από εφιάλτες, κοτζαμπάσηδες, καιροσκόπους και απατεώνες, και λυπούμαι που τα ίχνη του ραγιά δεν έχουν εκλείψει.
 
Η Μελβούρνη, στην οποία κατοικώ, έχει υποδεχτεί αρκετές χιλιάδες νέων Ελλήνων μεταναστών, και μου θυμίζει τις δεκαετίες 50- 60, αν και οι δυο περίοδοι δεν μπορούν να συγκριθούν. Οι μεν τότε, με λίγες εκπαιδευτικές γνώσεις, αλλά υποτακτικοί, νομοταγείς, εργατικότατοι και άριστοι οικονομικοί διαχειριστές, ενώ οι σημερινοί, με πολύ καλές γνώσεις και πτυχία, απαιτητικοί, δύσκολα προσαρμόσιμοι και επικριτικοί στον τρόπο ζωής μας. Τους εύχομαι και ελπίζω οι περισσότεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα, γιατί τους χρειάζεται πολύ περισσότερο από όσο  η Αυστραλία.
 
Τίποτα άλλο, ελπίζω κάποτε να πιούμε ένα καφέ στην όμορφη παραλία του Κιάτου.
 
Χαιρετισμούς σε όσους από  την παρέα βλέπεις.
 
Με φιλία και εκτίμηση,
 
Νώντας  Κωνσταντίνου. 

Και το απόσπασμα του Μακρυγιάννη (ξανά, για να το εμπεδώσουμε!):

«Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι᾿ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι᾿ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ᾿ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ᾿ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι᾿ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το όμως δεν ξέρει άλλο, κ᾿ έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός - ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών «Όρτζα, πότζα!». Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ᾿;». Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι᾿ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Κουντουργιώτη και το «όρτζα και πότζα» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων, ο Μπραϊμης μπήκε ᾿σ την Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι - ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα - Σπαρτιάτες κι᾿ απ᾿ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ᾿ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι᾿ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια».