Κώστας Παππής

9/27/2018

Πέρασμα από τη Συκαμνιά του Στρατή Μυριβήλη



Όταν είχα πρωτοέρθει στο νησί, πριν 36 ολόκληρα χρόνια, δεν είχα περάσει από τα μέρη της Συκαμνιάς, του βορειότερου χωριού της Λέσβου. Έχουν μεσολαβήσει από τότε τα διαβάσματα έργων του Μυριβήλη και η μεγάλη εκτίμησή μου γι αυτά τα έργα. Αυτά είναι που με έκαναν να θέλω να επισκεφτώ εξάπαντος τη γενέτειρά του. 

Χτισμένη στο βορειοδυτικό κομμάτι του νησιού, σε μια ράχη του ψηλότερου βουνού της Λέσβου, του Λεπέτυμνου, η Συκαμνιά πήρε το όνομά της από τις πολλές μουριές της περιοχής. Ανεβαίνω το λιθόστρωτο του χωριού. Δεξιά-αριστερά λίγα σπίτια χωμένα σε πολύχρωμες αγκαλιές από άνθη. Εδώ ένα στεφάνι από την περασμένη Πρωτομαγιά, φτιαγμένο από αμάραντο. Μαζί και ένα-δυο γαϊδουράγκαθα και σκόρδα – για το μάτι. Τέτοια στεφάνια είδα και στη Μήθυμνα κι αλλού.






Γρήγορα βρίσκομαι στην πλατεία του χωριού. Πόσα χρειάζεται μια πλατεία, εκτός από λίγη άπλα στα μέτρα ενός χωριού; Πόσα χρειάζεται για να σε υποδεχτεί απλά σαν ένας φίλος που ήσασταν και χτες μαζί; Φτάνουν ένα καφενείο και μια ταβέρνα με θέα από ψηλά το πέλαγος, δυο-τρία γέρικα σπίτια, μια παλιά κρήνη, δυο-τρία δρομάκια που να σε οδηγούν στα άλλα σπίτια του χωριού, αν κάποια είναι αρχοντικά και πολλά πετρόχτιστα ακόμα καλύτερα, η σκιά ενός πράσινου θόλου, κι ας μην είναι από πλατάνι. Αυτά μου τα προσφέρει εγκάρδια η Συκαμνιά.








Κατευθύνομαι στο πατρικό του Στρατή Μυριβήλη (30 Ιουνίου 1890 – 19 Ιουλίου 1969), συγγραφέα της περίφημης Τριλογίας του Πολέμου (Η ζωή εν τάφω, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Η Παναγία η Γοργόνα). Αυτός είναι ο κύριος προορισμός μου εδώ. Είναι κοντά στην τρίκλιτη βασιλική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Απέναντι από το σπίτι ένα ωραίο αρχοντικό με αέτωμα, όπου διαβάζω: Εθεμελειώθη τη Α΄ Ιουνίου 1899. Γύρω άλλα πετρόχτιστα σπίτια, μια κρήνη, λιθόστρωτα δρομάκια. Θαυμάζω κάποιες λεπτομέρειες.









Περίμενα ότι το σπίτι του συγγραφέα θα λειτουργούσε ως μουσείο. Είναι κλειστό. Όμως ακούω ένα ραδιόφωνο από μέσα. Διστάζω. Περνάω τελικά το χέρι μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στο μεταλλικό κιγκλίδωμα, στο μικρό παράθυρο της πόρτας και ανοίγω. Δεν βλέπω κίνηση. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς εδώ, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω το ραδιόφωνο, που εκπέμπει το πρόγραμμα ενός τοπικού σταθμού. Η απορία μου λύνεται γρήγορα. Από την πόρτα της κουζίνας προβάλλει η κυρία Μαρία. Δεν δείχνει να ταράζεται ιδιαίτερα που με βλέπει. Θα πρέπει να έχουν προηγηθεί κι άλλοι αδιάκριτοι σαν και μένα. Ή δεν προλαβαίνει να αντιδράσει έγκαιρα, πριν την περιλούσει ο καταιγισμός από τις χίλιες συγγνώμες μου. Με υποδέχεται αναγκαστικά με ένα χαμόγελο, αμήχανο στην αρχή, που γίνεται σιγά-σιγά πιο εγκάρδιο, για να καταλήξει σε φιλικό, και να ανέβει στην κορυφή της κλίμακας της εγκαρδιότητας όταν της εξηγώ πως έχω μεγάλη αδυναμία στο Μυριβήλη, που τον θεωρώ ως συγγραφέα ισάξιο με τον Καζαντζάκη. Δείχνει συγκινημένη και κάτι ακόμα περισσότερο: υποχρεωμένη. Πώς να μη νοιώσει υποχρεωμένη από τέτοια θερμά λόγια, όταν η κυρία Μαρία συμβαίνει να είναι ανιψιά του Μυριβήλη, κόρη της αδελφής του συγγραφέα; 

Μου δείχνει το σπίτι, γεμάτο από οικογενειακές φωτογραφίες και αντικείμενα από τότε που ζούσε εδώ ο συγγραφέας. Μου εξηγεί τι βλέπω. 

Εδώ ο θείος.




Εδώ η μητέρα του.




Να μια φωτογραφία του Μυριβήλη μαζί με άλλους σπουδαίους Λέσβιους συγγραφείς, αυτούς που δημιούργησαν το περίφημο πνευματικό κίνημα της Λεσβιακής Άνοιξης, που άνθησε στις αρχές του 20ού αιώνα με επίκεντρο τη Λέσβο. Τη φωτογραφίζω αλλά δεν μου βγαίνει καθαρή.

Εδώ ένας πίνακας, χαρακτηριστικός των σπιτιών της εποχής των αρχών του 20ου αιώνα.



Εδώ άλλος πίνακας.




Δεν θέλω να παρατείνω την αδιάκριτη εισβολή μου στο σπίτι, την ευχαριστώ για την καλοσύνη της να με δεχτεί και αποχωρώ.

Πριν κλείσω, λίγα λόγια για το Λέσβιο συγγραφέα.

Ποιος ήταν ο λογοτέχνης Μυριβήλης; Αντιγράφω από το el.wikipedia.org:

 «Η γενιά που γαλουχήθηκε με τους αγώνες του Ψυχάρη για την ελληνική γλώσσα, παρακολούθησε την αναγέννηση του ελληνικού έθνους με τους βαλκανικούς πολέμους και έζησε τη συντριβή της μεγάλης ιδέας με τη μικρασιατική καταστροφή. Ο Στράτης Μυριβήλης έδειξε από τα πρώτα του έργα το σύνδεσμό του με την παράδοση, από την οποία δεν αποσπάστηκε ποτέ. Συγγραφέας, δημοσιογράφος - ζούσε κυρίως από τη δημοσιογραφία - χρονογράφος, από τα πιο ζωηρά και μαχητικά πνεύματα της γενιάς του, βρέθηκε σε συνεχή επαφή με τα σύγχρονά του γεγονότα, έχοντας πάντα στο νου του τον αναγνώστη. Σε αυτή τη ζωντανή του επαφή οφείλονται κατά κύριο λόγο η ενασχόλησή του με την τρέχουσα θεματολογία και η χρησιμοποίηση γλώσσας, που κυμάνθηκε ανάμεσα στην καθαρή δημοτική και στη δημοσιογραφική μικτή. Ο λόγος του πυρετικός, διατηρούσε τη ζεστασιά και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, πλούσιος σε εικόνες, με άφθονα λυρικά στοιχεία. Η γραφή του πληθωρική και ερεθιστική, ταλαντεύτηκε κάποτε ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. Το έργο του, "νησίδα γραφικής επαρχιακής ζωής μέσα στην αστοκρατούμενη πεζογραφία της γενιάς του Τριάντα" όπως έχει επισημανθεί».

Όσο με έθελξε ως συγγραφέας ο Μυριβήλης, άλλο τόσο με απογοήτευσε για τις Οβιδιακές μεταμορφώσεις του, για τις συνεχείς πολιτικές και ιδεολογικές μετακινήσεις του  και ιδίως για τη στάση που κράτησε σε πολύ σοβαρά ζητήματα της εθνικής  μας ζωής. Υπήρξε οπαδός του δημοτικισμού, βενιζελικός αλλά και βασιλικός στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Κατά το Διχασμό επιλέγει το στρατόπεδο του βενιζελισμού και γίνεται σφοδρός κατήγορος της βασιλείας και του Κωνσταντίνου. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταλείπει τη φιλοπολεμική ρητορεία και υιοθετεί αντιμιλιταριστικές θέσεις. Υποστηρίζει την ιδέα της συνεργασίας των τάξεων και του αναίμακτου κοινωνικού μετασχηματισμού, απορρίπτοντας τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φασισμό. Από το 1936 εκδηλώνεται ως ένθερμος υποστηρικτής της βασιλείας, του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά. Στα χρόνια του Εμφυλίου κορυφώνονται ο συντηρητισμός και ο αντικομμουνισμός του: «σύσσωμο το Εθνος, το αιώνια νεανικό Εθνος, ξεκίνησε κάτω από τα τρία σύμβολα, το Σταυρό, και τη Σημαία του πολέμου και το Στέμμα, και καθάρισε την Ελληνική γη από την αγέλη των κόκκινων λύκων. Τα δίποδα θεριά σκόρπισαν, έφυγαν όσοι γλίτωσαν. Κρύφτηκαν τρέμοντας στις σλαύικες λυκοφωλιές τους, με τη ραχοκοκκαλιά τσακισμένη, με το ρύγχος βουτηγμένο στο πιο καθάριο αίμα». Ο ρατσισμός του είχε ήδη πάρει ακραίες μορφές. Οι Τούρκοι χαρακτηρίζονται απολίτιστοι και πολεμοχαρείς, «ασελγείς χιμπατζήδες», που με τα «βρώμικα χέρια» τους έδιωξαν τους Ελληνες από τη Μικρασία. Ενώ οι Βούλγαροι είναι «Πρωτόγονοι, γουρουνοτσαρουχοφόροι κομιτατζήδες», «κτηνάνθρωποι του Φερδινάρδου», που «δεν έχουν συνηθίσει τον κόσμον με δείγματα πολιτισμού και φιλανθρωπίας». 

Για τα παραπάνω, βλ. το άρθρο της Μαρίας Μανδαμαδιώτου: 

https://www.efsyn.gr/arthro/yperatomo-apo-kathari-zymi

Θα κατέβω τώρα στη Σκάλα, όπως λένε τα επίνεια των ορεινών χωριών, τη Σκάλα της Συκαμνιάς, όπου έχω ραντεβού με την Παναγιά τη Γοργόνα!

Θα συνεχίσω.