Κώστας Παππής

10/02/2018

Σκάλα Συκαμνιάς και Παναγιά Γοργόνα






Κατηφορίζω από τη Συκαμνιά για τη Σκάλα της από μιαν άσφαλτο που ελίσσεται ανάμεσα σε λιόδεντρα και πεύκα. Όλο το νησί είναι κατάφυτο από λιόδεντρα, κυρίως, και πεύκα. Μόνο το δυτικό κομμάτι διαφέρει. Εκεί το τοπίο αγριεύει. Τόσο γυμνό που, αν βρεθείς στα μέρη εκείνα χωρίς να ξέρεις, στην Ερεσό ας πούμε, ή στο Σίγρι ή στο Μεσότοπο, δεν θα μπορείς να πεις αν βρίσκεσαι στη Λέσβο ή στις εκτάσεις όλο πέτρα και βράχο των Κυκλάδων.

Η Σκάλα της Συκαμνιάς δεν είναι μακριά, ούτε 10 λεπτά οδήγημα. Ένα ψαροχώρι με λίγα σπίτια και μερικές ταβέρνες γύρω από το λιμανάκι, όπου αράζουν ψαροκάικα και τρεχαντήρια. 






Δεσπόζουν δυο μεγάλα κτίρια: ένα παλιό ελαιουργείο, και το μοναδικό αρχοντόσπιτο του χωριού, πάνω στον παραλιακό δρόμο. Αυτόν που οδηγεί στο Συνοικισμό που χτίστηκε για να στεγάσει όσους ήρθαν εδώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. 




Στο κέντρο του μικρού χωριού, πλάι στο λιμάνι, μια αιωνόβια μουριά. Μια πινακίδα μας πληροφορεί πως πρόκειται για τη «μουριά του Μυριβήλη», επειδή δροσιζόταν στη σκιά της.






Το στολίδι του χωριού, που έχει ταυτιστεί με το χωριό και τραβάει τους επισκέπτες, είναι ένα ξωκλήσι, η Παναγιά η Γοργόνα. Είναι χτισμένο πάνω στον μεγάλο βράχο στο λιμανάκι, το βράχο (ράχτα στο ιδίωμα της περιοχής) που οι παλιοί τον λένε «της Παναγιάς τα ράχτα». Το ξωκλήσι έχει πάρει το όνομά του από μια τοιχογραφία άγνωστου λαϊκού ζωγράφου που απεικόνιζε την Παναγία με ουρά γοργόνας. 




Αλλά ας διαβάσουμε τι λέει για το ξωκλήσι ο Μυριβήλης:

Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του πουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεώρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγροκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούβες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.
Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ’ ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι’ αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.
Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα», που πήρε τον τίτλο του από το όνομα που έδωσαν οι ντόπιοι στο ξωκλήσι. Είναι το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε και δημοσίευσε σε βιβλίο το Δεκέμβρη του 1949 ο Μυριβήλης, μετά τη «Ζωή εν τάφω» και τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Τα τρία αυτά μυθιστορήματα απαρτίζουν την «Τριλογία του Πολέμου», που αναφέρεται στους πολέμους του ελληνικού λαού, στις αρχές του 20ου αιώνα, και τις συνέπειές τους.

Στην Παναγία τη Γοργόνα ο Μυριβήλης περιγράφει το ξερίζωμα του Mικρασιατικού ελληνισμού και τον αγώνα των προσφύγων, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή, να ριζώσουν στην καινούρια πατρίδα τους στην ελεύθερη Ελλάδα.

Στα άλλα δυο μυθιστορήματα που προηγήθηκαν, πιάνει το νήμα από την αρχή. Στο πρώτο της τριλογίας, τη «Ζωή εν τάφω» (1924), ο Μυριβήλης, βασισμένος στις προσωπικές εντυπώσεις του, εξιστορεί  με συγκλονιστικό τρόπο τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου που έμεινε στην ιστορία ως «πόλεμος των χαρακωμάτων» και κόστισε 9 εκατομμύρια στρατευμένους και άλλους τόσους αμάχους νεκρούς. Στον πόλεμο αυτό ο Μυριβήλης συμμετείχε ως λοχίας πολεμώντας στα χαρακώματα του Μακεδονικού Μετώπου το 1917.  

Το δεύτερο μυθιστόρημα, η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), αναφέρεται στην περίοδο 1917–1922 και στις συνέπειες του πολέμου στη Μικρά Ασία για τους Μυτιληνιούς ήρωές του. Είναι μια ερωτική ιστορία, όπου παράλληλα αναδεικνύονται τα δράματα των ανθρώπων που υπήρξαν θύματα του πολέμου αυτού.

Ξαναγυρίζω στη Συκαμνιά. Αχνοφαίνεται από το λιμάνι, στο βάθος απέναντι, στη ράχη του Λεπέτυμνου.





Καιρός τώρα να μιλήσω για τους αγγέλους και τους διαβόλους της. 

Αλλά να μη σας εξαντλήσω σήμερα. 

Υπομονή ως το επόμενο.