Κώστας Παππής

10/21/2018

Θεόφιλος



Στη Λέσβο που βρέθηκα τον περασμένο Σεπτέμβρη, στο πρόγραμμα της παρέας μου ήταν να επισκεφθούμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Η Βαρειά ήταν η γενέτειρά του.

Τι ήταν, τι είναι για την ιστορία της τέχνης ο ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ή σκέτο Θεόφιλος, όπως τον ξέρουμε όλοι; Σπεύδω ν’ απαντήσω: Ένα φωτεινό μετέωρο που καταυγάζει τον ουρανό της τέχνης και της δημιουργίας στην Ελλάδα έναν αιώνα τώρα! Ένας άγιος της τέχνης!




Πολλοί τον ύμνησαν. Για το Γιώργο Σεφέρη, ο Θεόφιλος είναι «ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας». Και συνεχίζει: «Ο Θεόφιλος ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος. Ένας τρελός στα μάτια του κόσμου, που τον άκουε να λέει παράδοξα πράγματα για τις ζωγραφικές του, ή τον έβλεπε να ροβολά τους δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζί μ᾿ ένα κοπάδι χαμίνια που είχε ντύσει «Μακεδόνους». Τον περιγελούσαν, του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία· μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για τη δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν. Όμως, ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του. Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα...» (Γ.Σεφέρη, Δοκιμές).



Ο Ελύτης θα πει, μιλώντας για το Θεόφιλο: «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι' αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα». Κι ακόμα: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο». (Πηγή: www.lifo.gr).



Για τον μεγάλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ, ο Θεόφιλος «είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». (Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/166).

Το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά δεν είναι μεγάλο, αλλά έχει κάμποσα έργα, αρκετά από την τελευταία περίοδο, μετά το 1927, μέχρι που πέθανε, το 1934. Τότε έγινε και η ανακάλυψη του Θεόφιλου από τον Μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη, σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι γνωστό με το όνομα Τεριάντ. Τα άλλα έργα του Θεόφιλου είναι  σκορπισμένα σε άλλα μουσεία και συλλογές, στο Βόλο, στην Αθήνα, στο Παρίσι κι αλλού. Πολλά βρίσκονται στην κατοχή όσων του είχαν δώσει παραγγελία να ζωγραφίσει γι αυτούς, ενώ αρκετά ήσαν τοιχογραφίες σκόρπιες σε μαγαζιά και σπίτια. 


Ο παραμυθένιος κόσμος του Θεόφιλου, λουσμένος στο φώς και στα χρώματα της Ελλάδας, περιμένει τον επισκέπτη του μουσείου στη Βαρειά. Το σχέδιο στους πίνακές του λιτό, αδρό, δωρικό σχεδόν, και μαζί λυρικό, σχεδόν τρυφερό. Σαν να είναι ερωτευμένος με κάθε τι που ζωγραφίζει. Τίποτα περιττό. Μόνο η ουσία των πραγμάτων βαφτισμένη μέσα στη χαρά της ζωής, ίσως για να ισορροπεί έτσι τη δύσκολη, στα όρια της εξαθλίωσης, ζωή που έζησε ο ίδιος. 

Δανείζομαι μερικά στοιχεία από τη βιογραφία του: 

Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του… Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική. 

Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη… Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.





Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ τις Απόκριες του αρέσει να ντύνεται Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως.

Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του '21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.

Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη… Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον Τεριάντ (Ελευθεριάδη), τον άνθρωπο που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.



Μόλις άρχισε να του χαμογελά η τύχη, ο Θεόφιλος βρέθηκε νεκρός στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου 1934. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή καρδιάς.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι… Στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση. 
(Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/166)

Αυτά τα βασικά για τη βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου.

Στη Βαρειά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα αίνιγμα σχετικά με ένα πίνακα του Θεόφιλου. Μας πήρε πολλές συζητήσεις για να το λύσουμε – αν τελικά το λύσαμε. Αλλά γι αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο.