Κώστας Παππής

10/09/2018

Άγγελοι και Διάβολοι στη Συκαμνιά






Οι Άγγελοι


Αν ακούσεις φτερουγίσματα στη Σκάλα της Συκαμνιάς είναι από τους αγγέλους της που, αόρατοι οι πιο πολλοί, φτεροκοπούν στον ουρανό της. Κάποτε αφήνουν τα φτερά τους πάνω σ’ ένα σύννεφο και κυκλοφορούν με σάρκα και οστά πάνω στη γη. Ένας τέτοιος άγγελος, με μορφή γιαγιάς, φέρει το όνομα Αιμιλία Καμβύση.  Το όνομα αυτό το έμαθαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης από τότε που η ίδια, μαζί και άλλοι άγγελοι από το χωριό, άρχισαν να κατεβαίνουν καθημερινά στην ακτή για να προσφέρουν βοήθεια στους χιλιάδες πρόσφυγες που έφταναν θαλασσοπνιγμένοι από τις ακτές της Τουρκίας απέναντι.

«Μουλιασμένοι άνθρωποι στη θάλασσα, στην παραλία, άλλοι κλαίγανε, τα μωρά κλαίγανε, μεγάλη ταλαιπωρία. Οι καρδιές μας ακόμα είναι μαύρες. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, προσφέραμε ό,τι είχαμε, τους μιλούσαμε, καθόμασταν κοντά τους και αυτό τους έδινε μια παρηγοριά. Οι άνθρωποι γελούσαν, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν…». 

«…Τους βάζαμε μια μπέρτα (κουβέρτα) και χαίρονταν που μας έβλεπαν. Καθόμουν σε μια πέτρα και όταν μας έβλεπαν, ξεχνούσαν τον πόνο τους. Τους δίναμε μια χαρά, μια παρηγοριά, τίποτε άλλο. Κάποιες γυναίκες που ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τις πήρα στο σπίτι, είχαν κίτρινα πρόσωπα και ήθελαν να πάνε τουαλέτα. Σε μία από αυτές που έδωσα τυροπιτάκια, δεν τα έφαγε για να τα πάει στον άντρα της, ακόμα το θυμάμαι, της έβαλα σε αλουμινόχαρτο 2-3 ακόμα, τα πήρε και τα πήγε στη θάλασσα...».



«… Αισθάνομαι περήφανη, αλλά έκανα αυτό που έπρεπε. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις εικόνες, όποτε θυμάμαι τι είδα, δακρύζω και κλαίω. Δακρύζω με αυτά που είδαν τα μάτια μας σε ένα τόσο μικρό μέρος…».

«Η μαμά μου ήταν πρόσφυγας από την Τουρκία και μας έχει πει όλη την ιστορία, γι αυτό και τρέξαμε και εμείς και προσφέραμε ότι μπορούσαμε. Όχι μόνο εγώ, όλο το χωριό. Όλο το χωριό βοήθησε. Γιατί όλοι είναι πρόσφυγες από τις μάνες τους…». 
http://www.real.gr/archive_time/arthro/h_gynaika_pou_edose_mathima_zois_kai_anthropias-460833/

***

Οι Διάβολοι


Όταν έφτασα στο ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας στη Σκάλα της Συκαμνιάς γίνονταν βαφτίσια. Καλοντυμένοι οι συγγενείς κι οι φίλοι των γονιών, κάποιοι, όσοι χωρούσαν, μέσα στο ξωκλήσι, οι περισσότεροι εκτός, στην είσοδο, μαζί με τον παπά, τους γονείς, το βρέφος και το νονό. 




Δύσκολο να μπω στο ξωκλήσι. Ακούω τον παπά να  ξεφυσάει και να ιδρώνει στην προσπάθειά του να εξοβελίσει τα δαιμόνια της αμαρτίας που άλλη δουλειά δεν είχαν κι έσπευσαν να κατοικήσουν στην ψυχούλα του βρέφους πριν καλά-καλά γεννηθεί. Απευθύνεται προσωπικώς στο Διάβολο:

- «Φοβήθητι, έξελθε, και υπαναχώρησον από του πλάσματος τούτου», του ξεφωνίζει. «Μη υποστρέψεις, μηδέ υποκρυβείς εν αυτώ, μηδέ συναντήσεις αυτώ ή ενεργήσεις, μη εν νυκτί, μη εν ημέρᾳ ή ώρᾳ ή εν μεσημβρία, αλλ’ άπελθε εις τον ίδιον τάρταρον…»

Τίποτα ο Διάβολος. Δοκιμάζει άλλο ο παπάς, ενώ το μωρό παρακολουθεί απορημένο:

- «Ορκίζω σε ουν, παμπόνηρον και ακάθαρτον και μιαρόν και εβδελυγμένον και αλλότριον πνεύμα…».

Πάλι τίποτα. Ο Διάβολος έχει βολευτεί μέσα στην ψυχούλα του μωρού και δεν το έχει σκοπό να βγει. Το μωρό βλέποντας τον παπά αγριεμένο αρχίζει να αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Κάνει και μια ζέστη έξω…  Ωρύεται ο παπάς, που τα έχει πάρει κανονικά:

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Ο Διάβολος χαμπάρι. Το μωρό μη βλέποντας δράση το σκέφτεται: να ενδιαφερθώ πιο ενεργά ή να πάρω έναν υπνάκο; Ξανά ο παπάς αγριεμένος: 

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Τίποτα και πάλι. Το μωρό γέρνει προς τη λύση «υπνάκος». Ο παπάς βλέπει ότι ο Διάβολος δεν εννοεί να βγει με το άγριο. Αλλάζει τακτική. Με τα ίδια λόγια, αλλά σχεδόν παρακαλεστά τώρα:

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Το μωρό χασμουριέται. Το βλέπει ο παπάς και αναθαρρεί. Κάτι γίνεται! Μάλλον ο Διάβολος πάει για έξοδο – από πού θα βγει; Μα από το στόμα!  Ο παπάς τα παίζει τώρα όλα για όλα. Σέρνει στο Διάβολο τα εξ αμάξης:

- «Πνεύμα πλάνης, πνεύμα πονηρίας, πνεύμα ειδωλολατρίας και πάσης πλεονεξίας, πνεύμα ψεύδους και πάσης ακαθαρσίας...».

Η μάχη με το Διάβολο δείχνει να παίρνει τέλος. Δεν κάθισα να δω αν συνεχίστηκε κι άλλο και για πόσην ώρα. Δεν γνωρίζω την τελική έκβαση, μπορεί και να έληξε με ισοπαλία, μετά από έντιμο συμβιβασμό. Προχώρησα προς την πλατειούλα με τις ταβέρνες. Μόνο περνώντας μέσα από το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο για τη βάπτιση σιγομουρμούρισα: «πότε μωρέ πρόλαβαν να κατοικήσουν στην ψυχούλα του τόσες αμαρτίες;». Αλλά μάλλον δεν με άκουσαν. 

Στην  πλατειούλα, μια ταβέρνα είχε ήδη ετοιμαστεί για να υποδεχτεί το πλήθος από τη βάπτιση για το καθιερωμένο φαγοπότι μετά το ιερό μυστήριο και την επίσημη –δεν θα έλεγα όμως και τόσο συνειδητή… – ένταξη του βρέφους στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. 



Στην άλλη άκρη του χωριού, περίπου ενάμιση χιλιόμετρο από την πλατεία της Σκάλας, βρίσκεται η παραλία της Κάγιας. Με άμμο και μικρά βοτσαλάκια και όλα τα λοιπά χρειαζούμενα, μεταξύ τους και δύο πολύ συμπαθητικά ταβερνάκια. Εκεί θα καταλήξουμε με την παρέα.