Ο Θεόφιλος μου βάζει αινίγματα
Κάτι
τρέχει με την περίπτωσή μου. Κάθε τρεις και λίγο εκπλήσσομαι. Με το παραμικρό. Ακόμα
και πράγματα που έχω ανταμώσει ξανά και ξανά στη ζωή μου, μου συμβαίνει να με καταπλήσσουν όταν τα
ξανανταμώσω. Ανοίγω κάτι μάτια να! κι ένα στόμα να! και αναφωνώ έμπλεως απορίας
ή θαυμασμού:
- Ααααα!!
Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε μοτίβο, γιατί σκοπός μου δεν είναι να σας ταλαιπωρήσω
σήμερα με την εντελώς ιδιόμορφη, παθολογική θα έλεγα, περίπτωσή μου. Σκοπός μου
είναι να σας θέσω το αίνιγμα που μου έβαλε ο Θεόφιλος και να ζητήσω τη βοήθεια του
κοινού (υμών δηλαδή), που λένε σε κάποια τηλεοπτικά παιχνίδια.
Συνέβη στη Βαρειά της Μυτιλήνης, μέσα στο
Μουσείο Θεόφιλου, τον περασμένο Σεπτέμβρη.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο Μουσείο και ιδού μπροστά μου ο πίνακάς του «Σκάλα Συκαμίας», όπως τον τιτλοφορεί ο ίδιος. Από τη Σκάλα της Συκαμνιάς έχω περάσει με την παρέα μου. Εκεί είδαμε, στην άκρη του μόλου, πάνω σ’ ένα μεγάλο βράχο που οι παλιοί τον λένε «της Παναγιάς τα ράχτα», ολόλευκο, το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Μιλάει γι αυτό ο Μυριβήλης στο ομώνυμο μυθιστόρημά του που βγήκε σε βιβλίο το 1948. Λέει ανάμεσα στ’ άλλα:
«Το ξωκλήσι
δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που
μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και
γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους
και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια».
Ο πίνακας δείχνει τη Σκάλα όπως την αντικρίζει κανείς από τη μεριά της θάλασσας: μπροστά ένα βαπόρι και μια βάρκα με πανί να σαλπάρουν, πιο πίσω ο μόλος με ένα καΐκι αραγμένο, γύρω στο μόλο τα σπίτια του χωριού, στο βάθος, στην πλαγιά, η Συκαμνιά, δέντρα πολλά, και, τέλος, βουνά, ο Λεπέτυμνος. Α! Κι ένα αεροπλάνο που πετάει πάνω από το βουνό.
Αλλά!
Αλλά λείπει το λιμάνι.
Και κυρίως λείπει το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας! Δεν
υπάρχει ξωκλήσι. Μόνο ο μεγάλος βράχος, «της
Παναγιάς τα ράχτα». Γυμνός.
Εδώ μπαίνει το «Ααααα!!» που σας έλεγα πιο πάνω!
Κι
όμως! Τον πίνακα ο Θεόφιλος τον ζωγράφισε στη Μυτιλήνη το 1933. «Εν Μυτιλήνη Έργον Θεοφίλου Γ. Χ΄΄μιχαήλ
1933», γράφει στο κάτω μέρος του πίνακα. Αλλά το ξωκλήσι είχε φτιαχτεί πάνω
από πενήντα χρόνια πριν το 1933 σύμφωνα με όσα γράφει ο Μυριβήλης στο απόσπασμα
από την Παναγιά τη Γοργόνα. Άρα θα
έπρεπε κανονικά να φαίνεται στον πίνακα, να υψώνεται πάνω στο βράχο! Ιδού το
αίνιγμα: Γιατί ο Θεόφιλος άφησε το ξωκλήσι, το πιο χαρακτηριστικό κτίσμα της Σκάλας, έξω
από τον πίνακα;
Το ερώτημα με βασάνισε πολύ. Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα απάντηση σε αυτό το παράδοξο. Αλλά βρήκα δικές μου απαντήσεις! Τις αναφέρω μία-μία αναλυτικά στη νουβέλα που έχω γράψει, που, θεού θέλοντος, θα κυκλοφορήσει μαζί με άλλες σε βιβλίο κάποτε. Δεν θα προστρέξω, λοιπόν, στη βοήθεια του κοινού, σε σας δηλαδή!
Από όλες τις πιθανές απαντήσεις που σκέφτηκα θα παραθέσω μόνο μια. Ίσως την πιο ριψοκίνδυνη! Αλλά πριν σας την πω, θα παραθέσω μιαν έξοχη διήγηση από τις Δοκιμές του Σεφέρη, που αναφέρεται στο Θεόφιλο αλλά και στον άλλο μεγάλο μας, το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Γράφει ο Σεφέρης:
«Μια φορά κι έναν καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος· έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί, έτσι που τόβαλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου, μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκουνται. Όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!».
Και συνεχίζει ο Σεφέρης παρακάτω:
«Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει έναν πολύ μεγάλο τεχνίτη, που επειδή ακριβώς «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά», ιστορίζοντας την άποψη του Τολέδου, έβγαλε από τη μέση με το δικαίωμα της τέχνης του, το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα και το τοποθέτησε σ᾿ ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης, το ξέρετε, είναι ο Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος…».
Εδώ τα έχει μπερδέψει λίγο ο Σεφέρης, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Στην πραγματικότητα, αν δείτε τον πίνακα του Θεοτοκόπουλου με θέμα το Τολέδο (υπάρχει και δεύτερος), το νοσοκομείο φαίνεται στην αριστερή πλευρά, λίγο πιο κάτω από τη μέση, και μάλιστα πάνω σε ένα λευκό σύννεφο. Όχι σε χάρτη, όπως λέει ο Σεφέρης! Ο Θεοτοκόπουλος έγραψε σε μια επιγραφή στον πίνακα ότι μετακίνησε το νοσοκομείο και το έβαλε πάνω σε ένα σύννεφο προκειμένου να φαίνεται καλύτερα! Αλλά ας μη συνεχίσω (τα άλλα, σχετικά με το δεύτερο πίνακα, θα τα διαβάσετε, αν σας αξιώσει ο θεός, στη νουβέλα μου!), για να μη χάσουμε το νήμα της δικής μας ιστορίας!
Επανερχόμαστε: γιατί ο Θεόφιλος, δεν έβαλε το ξωκλήσι στον πίνακα;
Απάντηση δική μου (μία από τις πιθανές απαντήσεις, η πιο ριψοκίνδυνη, όπως σας είπα): έκανε περίπου όπως ο Θεοτοκόπουλος στους πίνακές του για το Τολέδο! Ο Θεοτοκόπουλος δεν εξαφάνισε το νοσοκομείο, βέβαια. Απλώς το μετέφερε σε άλλη θέση γιατί τον εμπόδιζε ή για να φαίνεται καλύτερα. Ο Θεόφιλος πάει παραπέρα. Εξαφανίζει το ξωκλήσι, αν και «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά», όπως είχε πει ο ίδιος για τον πίνακα με τα ψωμιά! Βάζει ένα αεροπλάνο στον πίνακα αλλά εξαφανίζει το ξωκλήσι! Γιατί;
Γιατί έτσι! Ή μάλλον γιατί έτσι θέλησε η ελευθερία του, η ελευθερία του καλλιτέχνη! Πρώτον, το αεροπλάνο. Ο Θεόφιλος είπε «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά». Σωστό. Αλλά δεν απαγόρευσε να μπουν στη ζωγραφιά και πράγματα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα! Βάζει ένα αεροπλάνο στον πίνακα γιατί του άρεσαν τ’ αεροπλάνα, έδιναν κυριολεκτικά φτερά στη φαντασία του. Γιατί να μη βάλει ένα στον πίνακα; Εντάξει με το αεροπλάνο;
- Ας πούμε πως ναι. Αλλά το εξαφανισμένο ξωκλήσι; μου λες. «Όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά»!
- Και λοιπόν; Τι νομίζεις; Θα το έβαζε αυτό ποτέ πάνω από την ελευθερία του καλλιτέχνη; Ο Θεόφιλος δεν ήθελε το ξωκλήσι στον πίνακά του. Να τάχε με τους παπάδες; Με το Θεό; Ή να υποθέσουμε κάτι πιο απλό; Ότι, για τη δική του αισθητική, πίνακας για τη Σκάλα και ξωκλήσι δεν πηγαίνανε μαζί; Πώς να σου το πω; Ήθελε το βράχο όπως ήταν, γυμνός, υπέροχος, φοβερός, άγριος, παρθένος από κάθε ανθρώπινη επέμβαση, μεγαλόπρεπος, μοναχικός όπως ήταν ο ίδιος στη ζωή. Χωρίς ξωκλήσια, στολίδια και μπιχλιμπίδια. Κι έτσι τον ζωγράφισε, χωρίς Παναγιά. Μπορεί να μην του άρεσε το ξωκλήσι, η φόρμα του. Αυτό το άσπρο, άτεχνο οικοδόμημα, που είναι το ξωκλήσι (καμία σχέση με τα πανέμορφα βυζαντινά ξωκλήσια που τόσο θα άρεσαν στο Θεόφιλο), δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα του πίνακα: ένα γραφικό χωριουδάκι, πάνω στη θάλασσα, με ένα μικρό μόλο, ένα τεράστιο, εντυπωσιακό βράχο στην άκρη του μόλου, στο βάθος το χωριό, η Συκαμνιά, ξαπλωμένη στην πλαγιά, και τέλος το βουνό. Ούτε του Μυριβήλη του πολυάρεσε το ξωκλήσι. Τον συγκίνησε για την ιστορία του, αλλά δεν το αξιολογούσε σαν κάτι καλλιτεχνικά σημαντικό.
- Εμένα, όπως την έχω δει σε φωτογραφίες, η Παναγιά η Γοργόνα μου αρέσει, μου λες.
- Δικαίωμά σου! Αλλά ο Θεόφιλος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Ένας από τους αγίους της τέχνης. Έβαζε την τέχνη του πάνω απ’ όλα. Αλλιώς δεν θα είχε κάνει τη ζωή που έκανε! Ήταν καλλιτέχνης και δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Για την τέχνη του, αλλά και τη ζωή του, έδινε λογαριασμό μόνο στον εαυτό του. Κράταγε ό,τι ήθελε, φόραγε τη φουστανέλα και την περικεφαλαία, γύρναγε στους δρόμους με τα χαμίνια, τους «Μακεδόνους» του, ζωγράφιζε το φοβερό βράχο στη Σκάλα γυμνό. Και όσα δεν του άρεσαν τα πέταγε! Μαζί και το ξωκλήσι. Την Παναγιά τη Γοργόνα!
- ΥΓ.
Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μου έβαλε αινίγματα! Δείτε:
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home