Κώστας Παππής

10/28/2018

O Πλάτων για τη "Λέσβος" του


Από τον φίλο και συμπατριώτη Πλάτωνα Τσουλούφα πήρα πριν λίγες μέρες μιαν επιστολή ηλεκτρονική που ξεχειλίζει από ευαισθησία και νόημα. Αφορμή στάθηκαν κάποιες δημοσιεύσεις στο blog μου, ύστερα από το πρόσφατο πέρασμά μου από τη Λέσβο. Αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σας, αφού ζήτησα την άδειά του, που μου την έδωσε πρόθυμα. Θα συμφωνήσετε, είμαι βέβαιος, με την απόφασή μου αυτή αφού τη διαβάσετε. Τη δημοσίευση συνοδεύουν φωτογραφίες του Πλάτωνα από τα μέρη της «Λέσβος» του.




Φίλε Κώστα καλησπέρα.

Πόσο χαίρομαι που επικοινωνούμε, έστω και ηλεκτρονικά!

Πιότερο θάθελα να τα πούμε από κοντά. Ποτέ όμως δεν είναι αργά.

Το καλοκαίρι που πέρασε δεν τα καταφέραμε να βρεθούμε στο Κιάτο, τη μικρή μας πόλη. Δεν ήταν τυχερό να βρεθούμε ούτε στη Λέσβο, τη γενέτειρα της συντρόφου και μούσας μου, της Κλειούς. Χάρη στην οποία, τα τελευταία συναπτά τριάντα επτά (37!) χρόνια ανελλιπώς και σε κάθε ευκαιρία εκεί παίρνω ζωή.

Είδα στο blog σου το φετινό διάβα σου από τη Συκαμιά και το προσκύνημά σου στο μουσείο του Θεόφιλου στη Βαρειά, δίπλα στο μουσείο του Terriade, του Μυτιληνιού, του Έλληνα, του Ευρωπαίου, του Παγκόσμιου, εκείνου που διέσωσε το έργο του Θεόφιλου και το άφησε παγκόσμια κληρονομιά, όπως και τα δικά του τα Τετράδια που κοσμούν το κληροδότημά του.

Στην αγαπημένη μου Λέσβο και στο χωριό της Κλειούς, την Αγιά Παρασκευή και τους αγνούς φίλους μου, τους ξωμάχους, τους ψαράδες στο Μιρσιτζίκ, στη Σκάλα Καλλονής, την Αγιάννενα, στον Ποδαρά του Μεσότοπου, στο Πλωμάρι, στο Γαβαθά, στο Τάρτι, στον Άγιο Φωκά, στα Βατερά...

"Ας είναι", όπως λένε θυμόσοφα.

Όλο τον Αύγουστο είμουν κοντά τους. Είθε το επόμενο προσκύνημά σου στο νησί της Σαπφούς και του Αλκαίου, αλλά και της Αιολικής Άνοιξης που συνεχίζει να θάλλει, να μην είναι μετά από άλλα είκοσι χρόνια.




Και πόση χαρά θα μου δώσεις να βρεθούμε μαζί εκεί!

Να κουβεντιάσουμε με τους δικούς μας ανάμεσα σε μια ρακή και ένα Μυτιληνιό μεζέ όπως μόνο εκεί ξέρουν να φτιάχνουν, να παστώσουμε τις σαρδέλες το ξημέρωμα στο ξεψάρισμα και να τις γλεντήσουμε τ' απομεσήμερο!




Και να μιλήσουμε και για τα "Σύρματα" στο φόρτε του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, με αυτούς που τα έζησαν.

Κι' ας μην είναι κάποιοι απ' αυτούς κοντά μας, τύχη αγαθή μ' ευνόησε να μου εμπιστευτούν τις στιγμές τους τις μοναδικές από το Κάιρο, το Ελ Αλαμέιν, τις μάχες στην Καζέρτα, στο Ρίμινι και στο Ριτσιόνε…

Και που μετά τη λήξη της λαίλαπας γύρισαν πίσω, αγνώριστοι από τους δικούς τους (όμοια ήρωες κι' εκείνοι με τους ήρωες του Έπους της Αλβανίας…). 

Και που σε κατοπινά δίσεχτα χρόνια απειλήθηκαν με εξορία, ναί, οι ήρωες εκείνοι, που κλήθηκαν να απολογηθούν, έχοντας μαζί τους παρμένα τα ίδια σακίδια που είχαν φυλάξει, φυλαχτά τους από τον πόλεμο, όπου είπαν στο στρατιωτικό διοικητή της Λέσβος που τους ανέκρινε, σαν είδαν το διακριτικό του, την Αθηνά, που ήταν στη στολή του μαζί με τ' άλλα παράσημα: Γειά σου Ριμινίτη!

Κι' ένας απ' αυτούς που πιότερο τον θυμήθηκε, του είπε του στρατηγού: θυμάσαι λοχαγέ το καμπαναριό στο Ρίμινι και τον ελεύθερο σκοπευτή τον Γερμανό που μας πολυβολούσε? Ποιός τον κατέβασε κυρ-λοχαγέ; 

Δε λογιάζουμε την εξορία, περάσαμε τα δύσκολα, καθημερινά παλεύουμε, τι έχουμε να χάσουμε; Να: το βλέπεις το κιλίμι αυτό; Τόχα προσκεφάλι μου στα Σίδερα, στο Ελ Αλαμέιν, στη Καζέρτα, στο Ρίμινι, στο Ριτσιόνε, στην Ικαριά...

Και ήταν που ο στρατηγός, ο παλιός κυρ-λοχαγός, αγκαλιάστηκε με τους συμπολεμιστές του και που, μετά την αποστρατεία του, μέχρι που έφυγε σ' άλλους τόπους, έμεινε εκεί, μαζί τους, για πάντα, δίπλα-δίπλα τον έβαλαν στον παλιό του λοχία στο κοιμητήρι ενός χωριού ταπεινού, στη βόρεια Λέσβος, λίγο πριν το Σίγρι...

Σκόνη πολλή έπεσε, φίλε Κώστα, στα χρόνια που πέρασαν...

Ποιόν θα ενδιέφερε μια τέτοια ιστορία; Ίσως κάποιον σαν σενάριο - πολύ αληθινό όμως για να μπορέσει να γίνει.

Ν' αλλάξουμε λίγο μοτίβο Κώστα, να μιλήσουμε για τα ταξιδιάρικα πουλιά, τους τσικνιάδες της αλυκής στην Καλλονή, τους αργυροπελεκάνους, αλλά και τα κυκλάμινα που είναι η εποχή τους τώρα...




Κουράστηκα, φίλε Κώστα, πέρασε και η ώρα...

Καλό σου βράδυ, νάσαι πάντα γερός.

Με αγάπη,

Πλάτων

Αυτή ήταν η επιστολή του. 




«Πλάτωνα», του απάντησα, «με συγκίνησαν τα όσα με τόση ευαισθησία μου γράφεις... Και μου πέρασε από το μυαλό να σου ζητήσω να μου επιτρέψεις να τα μοιραστώ με φίλους και με όσους - λίγους, θα συμφωνήσω μαζί σου - συγκινούνται όπως εμείς μέσα από τέτοιας λογής πράγματα. Σε ρωτάω λοιπόν: θα συμφωνούσες να αναρτήσω το μήνυμά σου στο blog μου;».

Άμεσα ήρθε η απάντησή του:


Φίλε από τα παλιά κι’ εσύ, καλή σου μέρα Κώστα.

Από μένα δε χρειάζεσαι καμιά άδεια, την έχεις έτσι κι' αλλιώς.

Ας είναι ένα μνημόσυνο σ' όλους τους αφανείς ήρωες που τάδωσαν όλα για την Πατρίδα, κι' εκείνους που επέζησαν και αναπαύτηκαν ήσυχα στα κατοπινά χρόνια, όπως οι δικοί μου φίλοι που είναι και όσο θα υπάρχω θα ζουν ολοζώντανοι δίπλα μου και που μια χάρη μόνο μου ζήτησαν: να παστώνω σαρδέλες και να πίνω μια "μάννα" στη μνήμη τους στα μέρη που μαζί για δεκαετίες βρισκόμαστε, στην Βατούσα, στο Γαββαθά, αλλά και στην Παναγιά τη Γοργόνα που τελευταία πήγες κι' εσύ και προσκύνησες...