Κώστας Παππής

12/23/2018

Σίγρι


Από τη Λέσβο τη θαλασσοφίλητη πάλι. 

Καινούργια στάση, τώρα στη δυτική ακτή του νησιού: Σίγρι! Για να σου φέρει το θέρος μέσα στο χειμώνα... 

Παίρνουμε την άσφαλτο από την Ερεσό. Παντού βράχια, παράξενοι πέτρινοι σχηματισμοί, θυμίζουν Κυκλάδες μα το τοπίο έχει τη δική του φυσιογνωμία. Σε μια παράκαμψη ο δρόμος ανεβαίνει στο βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Iωάννη του Θεολόγου. Έχει φρουριακή αρχιτεκτονική με πολεμίστρες και πυργοειδή κελιά. Στο δρόμο μας και η Άντισσα, μια από τις πέντε αρχαίες πόλεις της Λέσβου.




Συνεχίζουμε. Κάποια στιγμή, κατηφορίζουμε στο μικρό οικισμό με το λιμάνι σ’ ένα μεγάλο κόλπο κι ένα νησάκι να τον κλείνει. Σπίτια, λίγα ταβερνάκια, μια μεγάλη εκκλησία που χτίστηκε από Μουσουλμάνους για να γίνει Τζαμί, το απομεινάρι ενός χαμάμ, αρχαίες πέτρινες βρύσες, μεγάλη παραλία ρηχή.




Σίγρι. Γνωστό σε όλο τον κόσμο για το απολιθωμένο δάσος, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο, με άφθονα εκθέματα στο καλοφτιαγμένο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του οικισμού και απομεινάρια στο πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους. Η δημιουργία του συνδέεται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα στο χώρο του Βορείου Αιγαίου πριν από 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Η μεγάλη συχνότητα των απολιθωμένων κορμών που διατηρούνται όρθιοι, και με το ριζικό τους σύστημα σε πλήρη ανάπτυξη, αποδεικνύει ότι τα δέντρα απολιθώθηκαν στη φυσική τους θέση και δεν έχουν μεταφερθεί στη θέση που τα βρίσκουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για ένα αυτόχθονο απολιθωμένο δάσος.





Τα υπόλοιπα για την ιστορία αυτού του πανέμορφου χωριού εύκολα θα τα βρείτε κάνοντας μια περιήγηση στο διαδίκτυο. Όμως εγώ βιάζομαι να σας πάω στο σπουδαίο Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο Albert Camus, νομπελίστα, και θα καταλάβετε αμέσως γιατί.





Τον Καμύ τον είχαν συνεπάρει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά τόσο που να δηλώσει στη Λέσβο στο φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό: «Άγγελε, είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου, ποιος ξέρει, ίσως και για πάντα».



Τις λεπτομέρειες για την εικόνα και τα αισθήματα που είχε ο Καμύ για το Σίγρι τις έχει περιγράψει στο βιβλίο της η Λητώ Κατακουζηνού (αντιγράφουμε από το http://www.lesvosnews.net):

Στο Σίγρι , το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τελείωνε ένα έργο του για το θέατρο…




«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ‘ρθω να ζήσω και να εργαστώ» είπα σε κάποια στιγμή. «Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι». «Τι λέει ο ξένος» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε: «Πάρτο στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του.  «Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Camus  «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουνε».

Κι όλα τούτα την ώρα που σπούσανε τα τηλέφωνα στο σπίτι μας με τους δημοσιογράφους απ’ όλες τις εφημερίδες να μας ρωτάνε συνέχεια να πούμε εμείς πού βρισκόταν ο Camus. «Κάτι ακούστηκε, από κάπου πέρασε, κάποιος τον είδε ν’ αρμένιζε στο Αιγαίο ή να βρίσκεται στην Αθήνα; Εσείς είσαστε φίλοι του, δε γίνεται, κάτι θα ξέρετε». Εμείς βέβαια πολύ θα θέλαμε να ευχαριστήσομε τους δημοσιογράφους, αλλά έπρεπε να σεβαστούμε την επιθυμία του φίλου μας. Γι’ αυτό και τους είπαμε: «Δεν έχουμε ιδέα. Μόλις γυρίσαμε απ’ την Αμερική». 





Κι ήταν αλήθεια, μόνο που σα φτάσαμε στο σπίτι μας, λίγες ώρες πρωτύτερα, βρήκαμε το μήνυμα του Camus. Έτσι, κατεβάσαμε τ’ ακουστικά και συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα το ποτό μας. Με ύφος συνωμοτικό, γιατί έπρεπε να κρατηθεί μυστικό, κάναμε σχέδια για την άνοιξη. Ίσως πηγαίναμε κι εμείς για λίγο στη Λέσβο να τον ανταμώσουμε. «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Άγγελε, ωραίο και αρρενωπό», συνέχισε ο Camus. «Ωστόσο οι ελαιώνες, καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον Αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια του. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας… 






Κι όμως, φίλοι μου, η μεγάλη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον Dostoievski κι ύστερα αγνοεί το τοπίο, γυρίζει την πλάτη στην αθάνατη ομορφιά της φύσης και περιορίζεται στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας. Αλλά πέρα από τη μεγάλη ιστορία φύση του νησιού, μ’ εντυπωσιάζουν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ’ ασήμια απ’ τις ελιές τους. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα…».





Ο Camus, συνεπαρμένος από την ιδέα, έλεγε, έλεγε όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δαχτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Camus με την τωρινή μας Ελλάδα. Κι εμείς, χωμένοι στις πολυθρόνες μας, η ψυχή μας να ευφραίνεται, ακούγαμε το παραμιλητό του φίλου μας, το πρόσωπό του να ξεχωρίζει στο σούρουπο, χλωμό κι απόκοσμο. «Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα… τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Tipassa, αρώματα της πατρίδας μου… Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη… Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό… το θάνατο… Να συλλογιέμαι… Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός… Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ’ αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα…». 





Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Camus χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σίγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. «Καρδιά μου, ποτέ πιστή…».

«Ήταν η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα», συνεχίζει κατόπιν την αφήγησή της η Λητώ Κατακουζηνού. "Δεν γύρισε ποτέ στην Ελλάδα, δεν ξανάρθε στο Σίγρι… Πριν έρθει η άνοιξη που τόσο περίμενε, τον Ιανουάριο του 1960, ο Αλμπέρ Καμί πεθαίνει ακαριαία σε αυτοκινητικό δυστύχημα…".

(πηγή:http://www.lesvosnews.net/articles/news-categories/afieromata-lesvos/otan-o-albert-camus-akoympise-tin-kardia-toy-sto)


Πριν κλείσω, να παραθέσω μια προσωπική μου εμπειρία από την πρώτη μου επίσκεψη στη Λέσβο (στην Ερεσό), πάνε τώρα 36 ολόκληρα χρόνια. Είναι βράδυ και βρίσκομαι στη μικρή πλατεία της Σκάλας Ερεσού. Υπήρχε εκεί ένα περίπτερο και πήγα ν΄αγοράσω τσιγάρα - κάπνιζα ακόμα τότε.      Ο άνθρωπος που το έχει παίζει με ένα κομπολόϊ από ελεφαντόδοτο. Το κοιτάζω με θαυμασμό. "Σου αρέσει;" με ρωτάει. "Υπέροχο" του λέω. "Πάρτο" μου λέει και μου το δίνει! 

Θυμήθηκα το περιστατικό διαβάζοντας το αντίστοιχο επεισόδιο που διηγείται ο Καμύ...