Κώστας Παππής

6/04/2019

ΚΡΗΤΗ Ι Στο Ιδαίο Άντρο


Αρχίζω από το τέλος. Θέλω να τα προλάβω, προτού να λειώσουν, τα τελευταία χιόνια στον Ψηλορείτη, όπως τα είδα στην τελευταία μου επίσκεψη. Εκεί, στις υπώρειες του ψηλότερου βουνού της Κρήτης, του Όρους Ίδη, όπου τελείωσε το τελευταίο ταξίδι μου στη μεγαλόνησο, μέρες του Πάσχα του 2019. Στο Ιδαίο Άντρο, το σπήλαιο που βρίσκεται στις ανατολικές παρειές της Ίδης, στο οροπέδιο της Νίδας, σε υψόμετρο 1.498 μ. και σε απόσταση 20 χλμ. από τ’ Ανώγεια.







Είχε προηγηθεί πριν από πολλά χρόνια η πρώτη μου επίσκεψη στο Ιδαίο Άντρο, ενώ πολύ αργότερα είχε ακολουθήσει ακόμα μια επίσκεψη, από μιαν άλλη διαδρομή, από τα νότια, με ανάβαση στην κορυφή του Ψηλορείτη, στα 2.456 μ. 



Σε τούτο το ταξίδι, λοιπόν, τελευταίος σταθμός ο γενέθλιος τόπος του Δία του Κρηταγενούς. Του Δία που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, για να συγχωνευτεί με τον Ολύμπιο και τον Δωδωναίο Δία, και να γίνει ο μέγιστος Θεός όλων των Ελλήνων, όπως λέει ο Παναγής Λεκατσάς στην κλασσική του μετάφραση της Θεογονίας του Ησίοδου. 

Εδώ, σ’ αυτή τη σπηλιά, λατρευόταν ο Δίας. Καθόλου περίεργο. Μακριά η παράδοση, από τα χρόνια των Μινωιτών Κρητών, αλλά και των άλλων Ελλήνων, της λατρείας των Θεών σε ιερά κορυφών (άκρων) και σε σπήλαια. Μια παράδοση που συνεχίστηκε και στους χριστιανικούς χρόνους: στην κορυφή του Ψηλορείτη μας περίμενε το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού, χτισμένο περίπου σαν τα μιτάτα, τα γνωστά καταλύματα των βοσκών στα όρη της Κρήτης. 



Να πώς διηγείται ο Ησίοδος, ο μεγάλος επικός ποιητής (και μεταφράζει ο Λεκατσάς) το γνωστό μύθο σχετικά με τη γέννηση του Δία: 

«… Κι’ η Ρέα στην εξουσία του Κρόνου μπήκε και γέννησέ του τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλην Ήρα και τον Άδη το μεγαλοδύναμο πόχει τ’ ανάχτορά του κάτου από τη γη και την καρδιάν αλύγιστη, και το βροντόχτυπο τον Κοσμοσείστη [τον Ποσειδώνα], και τον Δία με το βαθύ μυαλό, πατέρα των θεών και των ανθρώπων, που κάτου απ’ τη βροντή του ολάκερη τραντάζεται η πελώρια γης ως πέρα. Κι’ αυτούς τον έναν ύστερ’ απ’ τον άλλον τους εκατάπινεν ο μέγας Κρόνος, μόλις καθείς τους απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας εκατέβαινε στα γόνατά της. Έτρεμεν η καρδιά του μη κανένας άλλος απ’ αυτόν, απ’ τα δοξασμένα τ’ Ουρανού τ’ αγγόνια, πάρει μέσ’ στους αθάνατους του βασιλιά τ’ αξίωμα».


Όλα αυτά τα φριχτά συνέβαιναν επειδή ο Κρόνος «είχε μάθει από τη Γη κι’ απ’ τον αστρόπληθο τον Ουρανό [τους γονιούς του δηλαδή], πως του ήταν πεπρωμένο κάποτε να νικηθεί από το παιδί του κι’ ας ήταν ο ίδιος ισχυρός – απ’ του μεγάλου Δία το θέλημα. Έτσι λοιπόν, μ’ άγρυπνο μάτι, αυτός στη βάρδια κι’ όλο προσμένοντας, τα τέκνα του κατάπινε, μα και τη Ρέαν ακοίμητος καημός την τυραννούσε. Αλλά σαν ήρθε κι’ η στιγμή το Δία τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων να γεννήσει [η Ρέα], τότε τους ακριβούς ικέτευε γονιούς της, τη Γη και τον αστρόπληθο τον Ουρανό, να στρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς θα μπορούσε τ’ ακριβό παιδί της να γεννήσει, δίχως είδηση να πάρει εκείνος, για να πληρώσει τις κατάρες του πατέρα του και των παιδιών του που κατάπινε ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου του. Κι’ αυτοί στης ακριβής τους θυγατέρας πρόθυμα το λόγο γύρανε τ’ αυτί και συμφώνησαν, κι’ ένα προς ένα της ιστόρησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο γύρ’ απ’ τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο με την ατρόμαχτη καρδιά του. Και την εστείλανε λοιπόν στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα, τη μέρα που ήταν να γεννήσει το πιο νέο απ’ τα παιδιά της, το μεγάλο Δία, και δέχτηκε το βρέφος η πελώρια Γη στην Κρήτη τη μεγάλη να τον θρέψει και να τον φροντίζει».

Η Λύκτος (ή Λύττος) που αναφέρει ο Ησίοδος υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, κοντά σε βραχίονα της Δικταίας Ίδης, μας πληροφορεί ο Λεκατσάς. Ήταν η αρχαιότερη ίσως πόλη της Κρήτης κατά τη Μινωική εποχή και πήρε μέρος με στρατό στον Τρωικό Πόλεμο. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία των ανασκαφών και πολλές επιγραφές, η Λύκτος διακρίθηκε και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.




Εκεί κοντά, λοιπόν, στη Λύκτο, η Γη κι ο Ουρανός έστειλαν την κόρη τους τη Ρέα για να γεννήσει το Δία.
   
Να πώς τα λέει ο Ησίοδος (πάντα σε μετάφραση του Λεκατσά): 

«Και τότε, μέσ’ απ’ της γρήγορης νύχτας τα σκότη φέρνοντάς τον, ήρθε στη Λύκτο πρώτα και παίρνοντάς τον με το χέρι της, σ’ απάτητη τον έκρυψε σπηλιά μέσα στης άγιας γης τα βάθη, στο Αιγαίο βουνό το κατασκέπαστο από βλάστηση [την Ίδη δηλαδή]. Και στ’ Ουρανού το γιο [τον Κρόνο], στον μέγα άνακτα, στον πρώτο βασιλέα των θεών, σπαργάνωσε μεγάλο ένα λιθάρι και του τώδωσε χέρι με χέρι και κείνος τότε παίρνοντας στα χέρια του, τόρριξε στην κοιλιά του, ο δύστυχος! Και δεν του πέρασε απ’ το νου πως για κατόπι, αντί του λιθαριού, έμεν’ ο γιος του χωρίς τίποτε να πάθει, ο γιος του ο ακατανίκητος, που μιαν ημέρα με τα χέρια και τη δύναμή του τον πατέρα του νικώντας θα τον γκρέμιζε απ’ τ’ αξίωμά του, και θα γινόταν βασιλιάς αυτός μέσ’ στους αθάνατους»...


Σημειώστε πως ο Ησίοδος περιγράφει τον Ψηλορείτη (το «Αιγαίο βουνό») σαν «κατασκέπαστο από βλάστηση» βουνό, πράγμα που δεν ισχύει, βέβαια, σήμερα. Είναι γνωστό πως ολόκληρη η Κρήτη κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν ολόκληρη καλυμμένη από πυκνά δάση. Γι’ αυτό και η ανάγκη για μέγα πλήθος φρυκτωριών (κατά το Νίκο Παναγιωτάκη, που έχει κάνει εκτεταμένες έρευνες γι’ αυτό το θέμα).

Την είσοδο του σπηλαίου φύλαγαν, κατά την παράδοση, οι μυθικές φιγούρες Κουρήτες. Κι όταν ο μικρός Δίας έκλαιγε, χτύπαγαν τα σπαθιά τους πάνω στις ασπίδες που κρατούσαν για να μην ακούσει το κλάμα του ο Κρόνος. Κατά μια άλλη εκδοχή, οι Κουρήτες χόρευαν ένα χορό πολύ έντονο και γρήγορο, που έκανε τη βαριά πανοπλία τους να χτυπάει δυνατά και να σκεπάζει το κλάμα του βρέφους.



Οι Κουρήτες αναφέρονται και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Ταυτίζονται αλλού με τους Τελχίνες, αλλού με τους Κορύβαντες και αλλού με τους Καβείρους, ακόμα και με τους Ιδαίους Δακτύλους.

Εδώ ας μου επιτρέψουν οι Κρήτες φίλοι μου να μην αντισταθώ στον πειρασμό ν’ αναφερθώ στην αρχαία Σικυώνα, όπου και ο γενέθλιος τόπος μου! Διότι ανάμεσα στα ονόματα που πήρε η σπουδαία αυτή πόλη της αρχαιότητας στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της (Αιγιαλεία, Μηκώνη, Σικυών, Δημητριάς) ήταν και το όνομα Τελχίς ή Τελχινία, από τους Τελχίνες (ή, κατά μια άλλη εκδοχή, από το όνομα του Βασιλιά Τελχίνα). 

Οι Τελχίνες, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, άλλοτε φέρονται ως θνητοί και άλλοτε ως μυθικοί δαίμονες. Σαν δαίμονες θεωρούνταν παιδιά της Θάλασσας, της Γαίας ή του Πόντου και περιγράφονται ως άποδες και άχειρες, που έφεραν όμως πτέρυγες. Σαν θνητοί, ήταν φημισμένοι μεταλλουργοί, που κατά τον Στράβωνα ήταν οι πρώτοι τεχνίτες του χαλκού και του σιδήρου στην Ελλάδα. Να θυμίσω τη μεγάλη παράδοση της Αρχαίας Σικυώνας στη μεταλλοτεχνία και στις εφαρμογές της στην Τέχνη (βλέπε έργα Λύσιππου). Οι συνειρμοί δικοί σας!




Επιστρέφοντας στον Ησίοδο, μαθαίνουμε πως ο περίφημος «ομφαλός της Γης» που φυλασσόταν στον ιερό τόπο των Δελφών δεν ήταν άλλος από το λιθάρι που σπαργάνωσε η Ρέα και το έδωσε στον Κρόνο για να το καταπιεί νομίζοντας πως καταπίνει το Δία: «και χρόνοι σαν γυρίσανε πολλοί, απ’ την κοιλιά του ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου ανέβασε και πάλι τη γενιά του, από τις τέχνες και τη δύναμη του γιου του νικημένος. Και πρώτα-πρώτα το λιθάρι ξέρασε που τόχε καταπιεί στερνό, κι’ ο Δίας το πήρε και το στήριξεν επάνω στην πλατύδρομη τη Γη μέσ’ στην αγία Πυθώνα, κατ’ από τις πλαγιές του Παρνασού, σημάδι ν’ απομείνει αιώνιο και οι άνθρωποι οι θνητοί να το θαυμάζουν…». 

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως στους Δελφούς βρισκόταν το κέντρο (ο «ομφαλός») της Γης… Ο Ησίοδος μας δίνει την εξήγηση με βάση τη Μυθολογία!

Σημειώστε πως ο Ησίοδος δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «Δελφοί» αλλά «Πυθώνα» (από τον Πύθωνα που σκότωσε ο Απόλλων), εννοώντας φυσικά τους Δελφούς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία! 




Στο Ιδαίο Άντρο που σήμερα ονομάζεται και «Σπηλιάρα» ή «Σπήλιος της βοσκοπούλας» μας περιμένει αρχαιολογικός χώρος στον οποίο έχουν διενεργηθεί ανασκαφές από το1884 και έχουν ανακαλυφθεί αντικείμενα ακόμα και από τη μινωική εποχή, όπως αρχαϊκά αγαλμάτια, φιάλες, χάλκινες ασπίδες και άλλα, που φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου. Στη διαδρομή από τ’ Ανώγεια προς το Ιδαίο Άντρο συναντάμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ζωμίνθου, όπου ανακαλύφθηκε μία σημαντική μινωική εγκατάσταση. 

Πιο χαμηλά από τη σπηλιά υπάρχει ένα πλάτωμα, ένα ξωκλήσι, κάποιες λιθόκτιστες εγκαταστάσεις. Γύρω υπάρχει βλάστηση, δέντρα και θάμνοι όπου βόσκουν μοναχικές αίγες, απόγονοι, υποθέτω, της αρχαίας εκείνης Αμάλθειας που έτρεφε με το γάλα της το Δία! Κάτω απλώνεται το πανέμορφο οροπέδιο της Νίδας, όπου βόσκουν κοπάδια από πρόβατα, και τριγύρω στον ορίζοντα σέρνονται άσπρα σύννεφα. Στο πλάτωμα θ’ αφήσουμε τ’ αυτοκίνητο και θ’ ανέβουμε με τα πόδια. Η σπηλιά, ευρύχωρη και με μεγάλο άνοιγμα, δεν είναι μακριά. Μεγάλος σωρός από χιόνι καλύπτει την κατωφερή είσοδό της. Ο Γιάννης κι ο Θωμάς κατεβαίνουν προσεκτικά. Από το βάθος ξεκινάνε οι γραμμές του βαγονέτου με το οποίο ανεβαίνουν τα υλικά από τις ανασκαφές. 






Σταματάω εδώ. Στην επόμενη ανάρτηση θα σας μιλήσω για τον Άγιο Υάκινθο και τ’ Ανώγεια.