ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ ΙΙ Γρηούλες μυγδαλιές
«Δεν έχω πάει, μα στη φαντασία μου έχω
εκπληκτικές εικόνες από το ποίημα ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ του Λουντέμη» μου έγραψε ο
φίλος μου Τάσος Πάππας, σχολιάζοντας μια πρόσφατη δημοσίευσή μου για το νησί
του Άη Στράτη.
Παραθέτω το ποίημα, με συνοδεία φωτογραφίες. Όχι
άσχετες. Γιατί είχα περπατήσει κι εγώ στο μεταξύ «στο ρέμα για το πλάτωμα», που λέει ο ποιητής. Στη χαράδρα, που γράφει ο Βαρδής
Βαρδινογιάννης στο βιβλίο «Οι µισοί στα
σίδερα», µε τις αναµνήσεις του από την εξορία του στον Άη Στράτη: «Αποµονωµένο στην άγονη γραµµή του
Βορείου Αιγαίου, το νησί δεν µπορεί να ζήσει τους λιγοστούς κατοίκους του, που
συνέχεια ξενιτεύονται. Μια γη που της λείπει το νερό, όµως µόνιµα η ατµόσφαιρά
της είναι κορεσµένη από υγρασία. Οι γυµνές πλαγιές, που τις δέρνουν ολοχρονίς
οι άνεµοι, οδηγούν στη χαράδρα. Εκεί στήνονται τα τσαντίρια των εξόριστων...»
(Φιλίστωρ, 1996).
Τα τσαντίρια των εξόριστων στήνονταν στις δυο ποταμιές (χείμαρρους), τον
Παραδείση και τον Τενεδιότη που ενώνονται λίγο πριν εκβάλλουν στο λιμάνι.
Περπάτησα στον
τόπο των τσαντιριών την τελευταία μέρα πριν αφήσω το νησί. Το επισκέφτηκα
πρόσφατα σαν ταξιδευτής. Κι όχι, όπως ο Λουντέμης κι οι σύντροφοί του τότε, τα
πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τον καιρό της χολέρας, όταν οι «νικητές»
επιφύλασσαν στους νικημένους όσα ο Λουντέμης περιγράφει.
Να το ποίημα:
***
Ταξίδι στον Άη Στράτη
Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν
ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’
ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του.
Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά
καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι μας.
Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο
χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’
ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του
Αιγαίου.
-Μεταλλικό κιβούρι-
που έψαχνε για το
νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο
αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
Φερέοικοι Ροβινσώνες του
Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην
πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το
Μαραθώνιο.
… Πίσω στο βράχο του
Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την
πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε
ξεφούσκωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια
θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα
για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…
Και χτες πρωί, με την
αυγή
φουντάραμε στον Κόσμο μας,
σε νέο καταστρωμένο
ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα
νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο κόσμος ήταν πάλι
χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και
τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι
κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι.
Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το
κατόπι…)
Μα σαν επήραμε σιγά τη
ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο
που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης –
τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για
το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το
πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και
μας προσμέναν
κάτι γρηούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα
για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς
στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της
πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας
σαν αδελφή.
Και μας θυμιάτισε με τη
μοσκοβολιά της…
Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε
τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή
η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της
πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθειά. Βαθειά
πολύ.
Ανάσανε για όλες τις
ανάσες.
Και προσκύνησε.
Ήταν η πρώτη φορά…
***
Εδώ τελειώνει το ποίημα.
Στον Τάσο
απάντησα με καθυστέρηση λίγων ημερών:
«Τάσο μου, το ξαναδιαβάζω και ριγώ. Το έζησα
«παίρνοντας το ρέμα για το πλάτωμα». Και είδα τις ίδιες γρηούλες μυγδαλιές.Και
μου φαίνεται πως φωτογράφησα την ίδια λυγαριά…. Πώς ξεχνάμε…».
Αλήθεια, πώς
ξεχνάμε τα όσα τράβηξε αυτός ο τόπος, αυτός ο λαός…
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home