Κώστας Παππής

9/16/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ ΙΙΙ Τα σημάδια της εξορίας


Το πέρασμα των εξόριστων από τον Άη Στράτη έχει αφήσει τα σημάδια του, που κάποια – λίγα - φαίνονται και σήμερα, αν και έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Τα υπόλοιπα μένουν σαν ονομασίες που είχαν δώσει οι εξόριστοι σε κάποιες τοποθεσίες. Τα σημάδια αυτά αποτυπώνονται στον πολύ κατατοπιστικό χάρτη που παίρνει ο επισκέπτης του παλιού διδακτήριου, που χρησιμοποιήθηκε ως αναρρωτήριο των πολιτικών εξόριστων, και που είναι σήμερα το μοναδικό στην Ελλάδα «Μουσείο Δημοκρατίας».

Στο χάρτη φαίνονται  οι τέσσερις τομείς του στρατοπέδου των πολιτικών εξόριστων, που διατάσσονταν παράπλευρα στις κοίτες των δυο χειμάρρων, του Παραδείση και του Τενεδιώτη. Εκεί έζησαν δύσκολες έως τραγικές μέρες τα θύματα των διώξεων, ανάμεσά τους υπερήλικες, ανάπηροι του Αλβανικού Μετώπου, γυναίκες, μάνες με παιδιά…


Οι χείμαρροι, πριν ενωθούν για να καταλήξουν στη θάλασσα, αγκαλιάζουν το λόφο όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη του νησιού. Εκεί, παράπλευρα στις κοίτες των δυο χειμάρρων, έζησαν οι εξόριστοι, μέσα σε σκηνές, εκτεθειμένοι στα κρύα του χειμώνα που είναι βαρύς σ’ αυτό το μικρό νησί, καταμεσής στο πέλαγος, και στο λιοπύρι του καλοκαιριού.




Το πιο επιβλητικό κτήριο στο χωριό είναι η Μαράσλειος-Λογοθέτειος Σχολή. Εκεί ήσαν οι κοιτώνες των ανδρών της Χωροφυλακής κατά την περίοδο της λειτουργίας του στρατοπέδου των εξόριστων. 





Εκτός από αυτό το κτήριο, το αναρρωτήριο, ο Άγιος Μηνάς, και το κοινό οστεοφυλάκιο των νεκρών του χειμώνα 1941-42, σχεδόν κανένα άλλο ενθύμημα της εξορίας δεν έχει απομείνει όρθιο. Φρόντισε γι αυτό και ο πολύ μεγάλος σεισμός που έπληξε το νησί το 1968, ισοπεδώνοντάς το σχεδόν.


Όμως υπήρξαν κι άλλα κτίσματα που τότε στέγαζαν λειτουργίες απαραίτητες για τη ζωή του στρατοπέδου και τώρα δεν υπάρχουν πια: φούρνος, λευκοσιδηρουργείο, συνεργεία επισκευής και κατασκευής υποδημάτων και άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης των εξόριστων, μαγειρεία, καμίνι και σιδηρουργείο. Κι ακόμα σανατόριο και χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων. Και, τέλος, θέατρο στεγασμένο κάτω από μια τεράστια σκηνή! Εδώ έδωσαν θεατρικές παραστάσεις σπουδαίοι εξόριστοι ηθοποιοί, όπως ο Κατράκης και ο Καρούζος, με Αντιγόνη, Οιδίποδα Τύραννο, Πέρσες, Οθέλο, Δωδεκάτη Νύχτα, Καλό Στρατιώτη Σβέικ… Μικρά παιδιά του Άη Στράτη πρωτοείδαν εκεί λαθραία παραστάσεις που φύλαξαν στη μνήμη τους σαν θησαυρό…

Γύρω από το στρατόπεδο υπήρχαν οι εννέα σκοπιές της Χωροφυλακής. Κάτω στην παραλία, στα δυο άκρα της, οι εξόριστοι είχαν βαφτίσει δυο βράχους με οικεία ονόματα. Ήταν ο «Βράχος του Λένιν» και ο «Βράχος του Τρότσκυ»! Ενώ ο δρόμος κατά μήκος του ποταμού είχε κι αυτός το δικό του όνομα: ήταν η «Λεωφόρος των Μπολσεβίκων»! Περπατώντας στη «Λεωφόρο» στεκόμαστε σε ένα μνημείο στη μνήμη του Προέδρου του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας Γ. Γαβριηλίδη που πέθανε στην εξορία, κι ένα άλλο, που έχει στήσει στη μνήμη των νεκρών εξόριστων το ΚΚΕ. Εκεί διαβάζει κανείς ένα συγκλονιστικό ποίημα, γραμμένο από τον Κώστα Βάρναλη, που υπήρξε κι αυτός εξόριστος στο νησί.


Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα, 

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη  μια μεριά να πολεμάει την άλλη.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533).