Κώστας Παππής

9/18/2019

«Τ’ Αγκάθι του Χριστού» με δυο λόγια


Εκδόθηκε και κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το νέο βιβλίο μου «Τ’ Αγκάθι του Χριστού – Δέκα διηγήματα». 


Σε ένα εισαγωγικό κείμενο στο βιβλίο γράφω για τη σχέση του νέου βιβλίου με το προηγούμενο, «Οι ψυχές των τόπων»: 

«Τ’ Αγκάθι του Χριστού» συνεχίζει το δρόμο που άνοιξαν πριν λίγους μήνες «Οι ψυχές των τόπων», αλλά σε νέα τοπία και με άλλο τρόπο. Στο προηγούμενο βιβλίο, «Οι ψυχές των τόπων», ο συγγραφέας αναζήτησε εικόνες, αισθήματα, οράματα, σε μονοπάτια που πάτησε, σε ένα οδοιπορικό σε ανοιχτούς χώρους, έξω από τις βασικές διαδρομές που ακολουθεί ο συνήθης ταξιδευτής. Άφησε την άσφαλτο, για ν’ ανηφορήσει σε χαμηλούς λόφους και πλαγιές, σε απόμερες γωνιές της φύσης, σε απομεινάρια αρχαίων χρόνων. Ακολούθησε το σινιάλο που του έγνεφε το ένστιχτό του, μια τυχαία παρατήρηση, μια σημείωση στο περιθώριο ενός βιβλίου, μια ανάμνηση από χρόνια παλιά. Περπάτησε μόνος ή σχεδόν μόνος, αναζητώντας τις ψυχές που κατοικούν στους τόπους που επισκέφτηκε.   

Στο «Αγκάθι του Χριστού» τα τοπία είναι κυρίως εσωτερικά, της ψυχής. Οι εξωτερικοί χώροι είναι κι αυτοί μέρος των αφηγημάτων. Αλλάζουν σε μια διαρκή ροή, παράλληλα με τη ροή του χρόνου. Η αφήγηση όμως δεν ακολουθεί τον τρόπο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Αναπτύσσεται με τον τρόπο του διηγήματος. Ο αφηγητής σπάνια μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Υπάρχουν ήρωες, άνθρωποι που πρωταγωνιστούν, που ζουν ανάμεσα κι απέναντι σε άλλους ανθρώπους, υποτάσσονται θέλοντας και μη στη μοίρα τους, συγκρούονται με το τυχαίο, χαίρονται, πάσχουν, αναζητούν, αγωνίζονται, πεθαίνουν. Ή μήπως δεν είναι οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν; Μήπως τελικά πρωταγωνιστής είναι  το τυχαίο (ή ίσως η ανάγκη, μεταμφιεσμένη σε τυχαιότητα); Το όνειρο (ή ίσως η αναπόδραστη καταφυγή στο όνειρο); Η προσδοκία (ή ίσως η διάψευσή της, αφού στο τέλος τα σχέδια θα διαψευστούν, θα βγούνε όλα πλάνες); Τελικά, η φάρσα που σκηνοθετεί η ζωή σε βάρος των ανθρώπων; 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου δίνω νύξεις για το περιεχόμενο του βιβλίου, τα «Δέκα διηγήματα»:

Δέκα ιστορίες για το τυχαίο, το όνειρο, την προσδοκία, την προδοσία, το παράλογο και τις φάρσες που σκαρώνει η ζωή:

–Εκεί που φουντάρει τους κιούρτους του, στη Μήλο, θα φουντάρει κι ο ίδιος ο Φλώρος, μπλεγμένος στο δίχτυ ενός λάθους και μιας ευαίσθητης ψυχής.

–Το πνεύμα του Αντώνη Βασιλάκη, αναγεννησιακού ζωγράφου, στοιχειώνει μιαν εικόνα σ’ ένα ξωκλήσι κάποιου νησιού.  Ή μήπως στοιχειωμένο είναι το μυαλό του αφηγητή; 

–Μια ζωή αρνιόταν να φορέσει στεφάνι γάμου. Και είχε σπουδαία επιχειρήματα. Τελικά θα το φορέσει, αλλά όχι ακριβώς αυτό που αρνήθηκε.

–Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερες οι σχέσεις του Καθηγητή με τους παλιούς του φοιτητές. Τι συνέβη κι η εμπιστοσύνη, το πουλάκι, άνοιξε φτερά και χάθηκε;

–Ένα σπίτι δικό του, αυτό ήταν τ’ όνειρο του Αντώνη. Θα το αποκτήσει και θα είναι κατάδικό του. Όμως δεν θα είναι εκείνο που ονειρεύτηκε.

–Ο Λαπόρδας επιστρέφει ύστερα από χρόνια. Φέρνει μαζί του μια κιθάρα κι ο Αργύρης τον μπάζει στην παρέα. Φέρνει μαζί του, όμως, και παλιές πληγές. 

–Spyros το όνομα στον πεταμένο φάκελο, ο Άη Σπυρίδωνας στ’ όνειρο της, κι αύριο ξημερώνει η χάρη του. Τρεις συμπτώσεις αρκούν. Η Βασούλα μπαρκάρει για την Αμέρικα.

–Στο μόλο της Συκαμνιάς, πάνω σ’ ένα θεόρατο βράχο, είναι χτισμένη η Παναγιά Γοργόνα. Όμως στη ζωγραφιά του Θεόφιλου το ξωκλήσι είναι άφαντο. Υπάρχει λύση στο μυστήριο;

–Ένα σημείωμα, τέσσερες λέξεις: «Φεύγω, μη με περιμένεις». Κι η Αρετή εξαφανίζεται. «Ζούσαμε μια ζωή τόσο αρμονική, τόσο τέλεια», λέει σπαράζοντας ο Φαίδων. Τέλεια;

–Αγριεμένοι κλάδοι από αγκάθια του Χριστού συστρέφονται σαν φίδια και φτιάχνουν αδιαπέραστο τείχος, που μπλοκάρει την έξοδό του. Θα βρει διαφυγή;