Κώστας Παππής

9/29/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ IV Μαρτυρίες για την εξορία


Συνέχεια στο αφήγημα που προέκυψε από το πρόσφατο ταξίδι μου στο Άη Στράτη. Την καταθέτω σαν μικρή συμβολή στην πατριδογνωσία...




Μικρή (και πικρή) γεύση για όσα συνέβησαν στο νησί τα χρόνια της εξορίας προσπάθησα να δώσω με τις προηγούμενες αναφορές μου. Στα δυο συγκλονιστικά ποιήματα που αναδημοσίευσα, του Λουντέμη και του Βάρναλη, νομίζω πως αποτυπώνεται ένα μικρό μόνο μέρος από τα βάσανα που τράβηξαν οι εξόριστοι.


Για να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο θα ήθελα να παραθέσω αποσπάσματα από δυο προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στην εξορία του Άη Στράτη. Τις ανασύρω από την εξαιρετική έκδοση με τίτλο «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΧΝΗ [1940-1970] ΑΡΧΕΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΝΙΚΑΚΗ» του Υπουργείου Αιγαίου. Πρόκειται κυρίως για ένα έξοχο φωτογραφικό λεύκωμα που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε φωτογραφίες που τράβηξε για πολλές δεκαετίες ο Βασίλης Μανικάκης. 


Στις φωτογραφίες του ο Μανικάκης, που είχε γεννηθεί και ζούσε στον Άη Στράτη αποτύπωσε στιγμές από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων του τόπου στο λιμάνι, στη χώρα, στην αγροτική παραγωγή, στη σχόλη και στις γιορτές. Επίσης φωτογράφισε τη ζωή των εξόριστων που πέρασαν από εκεί τα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, καθώς και γεγονότα όπως ο καταστροφικός σεισμός και οι δραματικές αλλαγές στη ζωή και την οργάνωση του οικισμού που τον διαδέχθηκαν. 

Η εξαιρετική αυτή έκδοση, και μάλιστα από το Δημόσιο - το Υπουργείο Αιγαίου εν προκειμένω  πριν μερικά χρόνια (συμβαίνουν και τέτοια θαύματα στον τόπο μας), εκτός από το φωτογραφικό υλικό του Μανικάκη, περιέχει και μερικές πολύ σημαντικές μαρτυρίες για το νησί και ιδιαίτερα για τα χρόνια που χρησιμοποιήθηκε  ως τόπος εξορίας. Να πώς περιγράφουν το σκληρό και αδυσώπητο νησιωτικό τοπίο που υποδέχτηκε τους πρώτους εξόριστους ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κι ο Παναγιώτης Αρώνης στο βιβλίο τους «Οι μισοί στα σίδερα»:


«Απομονωμένο, στην άγονη γραμμή του Βορείου Αιγαίου, δεν μπορεί να ζήσει τους λιγοστούς κατοίκους του που συνέχεια ξενιτεύονται. Μια γη που της λείπει το νερό, όμως μόνιμα η ατμόσφαιρά της είναι κορεσμένη από υγρασία. Οι γυμνές πλαγιές που τις δέρνουν ολοχρονίς οι άνεμοι οδηγούν στη χαράδρα. Εκεί στήνονται τα τσαντίρια των εξόριστων και με τις πρώτες δυνατές βροχές πλημμυρίζουν μέσα σ’ ένα ορμητικό ποτάμι που παρασύρει τα πάντα στη θάλασσα. Εδώ στέλνουν κατά χιλιάδες στους αγωνιστές... κάθε χρόνο οι επιτροπές δημόσιας ασφάλειας συνεδριάζουν και υπογράφουν τις στερεότυπες παρατάσεις της εκτόπισης που συνέχεια ανανεώνονται... Η επιβίωση στον Άη Στράτη προϋποθέτει έναν συνεχή και σκληρό αγώνα με τα στοιχεία της φύσης, η θαλασσοταραχή εμποδίζει πολύ συχνά το καράβι να πλησιάσει. Οι αγέρηδες σκουριάζουν και γκρεμίζουν τα τσαντίρια... πρέπει ν’ αγωνιστούμε για ν’ αυξηθεί το επίδομα πείνας, να μας επιτραπεί να ψωνίζουμε με δικό μας αντιπρόσωπο, να σταματήσει η λογοκρισία, να σπάσει η απομόνωσή μας από το χωριό και τους κατοίκους του, να επιτραπεί το επισκεπτήριο, να γίνονται παρακλινικές εξετάσεις των αρρώστων, να δίνονται φάρμακα, να σταματήσουν οι ψυχολογικές πιέσεις, οι απειλές και οι «υποσχέσεις». Πρέπει να οργανώνουμε την «επ’ αόριστον» ζωή μας εδώ. Ανοίγουμε πηγάδια και προσπαθούμε με το γλυφό νερό να εξασφαλίσουμε μια μικρή παραγωγή σε λαχανικά. Οργανώνουμε τη μόρφωση σε σχολικούς κύκλους με διαλέξεις, με τη λειτουργία της βιβλιοθήκης και την αυτομόρφωση. Οργανώνουμε την ψυχαγωγία μας με κεντρικές και παροικιακές γιορτές, με θεατρικές παραστάσεις. Τα προβλήματα είναι πολλά. Και μέσα στο πλέγμα των δυσκολιών της «πειθαρχημένης διαβίωσης» του Αναγκαστικού Νόμου 511 φυτρώνουν και τα εσωτερικά προβλήματα…».


Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τον Τάσο Τσουκνίδα, παλιό εξόριστο στον Άη Στράτη. Περιγράφει τις απρόβλεπτες θεομηνίες και ιδιαίτερα τις ξαφνικές νεροποντές του φθινοπώρου και άλλων εποχών που απροειδοποίητα πλημμύριζαν και κατέστρεφαν το στρατόπεδο βάζοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των εκτοπισμένων:


«Το 1947 το φθινόπωρο έφεραν πολιτικούς κρατούμενους από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι δύο χαράδρες ήταν γεμάτες από παλαιότερους εξόριστους. Έτσι τους νεοφερμένους Μακεδόνες τους εγκατέστησαν σε μία τρίτη χαράδρα που τη λέγαμε Σαχάρα. Ήταν γεμάτη άμμο που κατέβαζε ο ξεροπόταμος και το κύμα της θάλασσας. Εκεί στρατοπέδευσαν γυναίκες και άντρες κάτω από κουρελιασμένες σκηνές. Άρχισε απότομα ο ουρανός να συννεφιάζει. Οι εξόριστοι που βρίσκονταν στο χωριό ειδοποιήθηκαν να φύγουν και να πάνε στο στρατόπεδο επειδή, άμα έπιανε βροχή δεν θα μπορούσαν να περάσουν από τα βράχια, γιατί ξεσπάγανε πάνω τους τα μανιασμένα κύματα. Βροχή, κατακλυσμός, βροντές κι αστραπές, νύχτα τρομερή. Οι σκηνές να τρίζουν, οι γυναίκες να φωνάζουν «βοήθεια», το νερό της βροχής περνούσε μέσα στις σκηνές… όλοι πήραν τα στρώματα και τα ελάχιστα πράγματά τους στους ώμους για να τα κρατήσουν όσο γίνεται στεγνά... τα αντίσκηνα τρίζαν, οι πάσσαλοι που κρατούσαν τις σκηνές ξεπαλουκώθηκαν. «Μην πιάνετε στο στύλο της σκηνής, πέφτουν κεραυνοί»... 500 εξόριστοι άνδρες και γυναίκες καθισμένοι πάνω στις λάσπες περιμέναμε να ξημερώσει. Η μπόρα πέρασε αλλά το κακό έγινε... Στην πιο πάνω σκηνή τέσσερα παλικάρια τα σκότωσε κεραυνός… Την άλλη μέρα το απόγευμα όλοι οι εξόριστοι και από τις τρεις χαράδρες συνοδεύσαμε τους συντρόφους μας στην τελευταία τους κατοικία ψηλά στον Άγιο Μηνά...».


Κλείνουμε εδώ το κεφάλαιο της εξορίας στον Άη Στράτη παραθέτοντας μια τελευταία μαρτυρία. 

Την ηλικιωμένη κυρία τη συνάντησα βαδίζοντας στο δρόμο δίπλα στο ποτάμι, από την αριστερή μεριά όπως κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Αφορμή μια ερώτηση που της απηύθυνα, στα καλά καθούμενα, όπως το συνηθίζω, για το λόγο που οι κάτοικοι του νησιού αποφάσισαν κι έφτιαξαν το κοιμητήριο στην κορυφή του λόφου, που στη νότια πλαγιά του απλωνόταν όλος ο οικισμός πριν το σεισμό του 1968. 



Η κουβέντα ήρθε στην περίοδο της εξορίας:

- Εκείνοι οι άνθρωποι, οι εξόριστοι, ήσαν άλλοι άνθρωποι, σπουδαίοι, πολιτισμένοι. Ήρθανε εδώ, στην εξορία, όχι μόνο νέοι άντρες, αλλά και γυναίκες, και γέροντες, και μικρά παιδιά με τις μανάδες τους. Δεν πείραξαν ποτέ τίποτα, ούτε κοπέλα οι άντρες ούτε πράγμα στο νησί. Μόνο πρόσφεραν. Πολλά πρόσφεραν στο νησί. Όπως, όμως, μας σεβάστηκαν, τους σεβαστήκαμε κι εμείς. Κακό λόγο για τους εξόριστους, από όσους τους ζήσαμε, δεν θ’ ακούσεις στον Άη Στράτη… 

Τελευταία φωτογραφία: Το Μουσείο Δημοκρατίας. Μη το χάσετε, όσοι πάτε στο νησί.