Κώστας Παππής

10/21/2024

Κατερίνας Ατσόγλου, "Το βάρος της μοναξιάς" - Κριτική παρουσίαση της Ελένης Νανοπούλου

(Χτες, Κυριακή πρωί, στη Στέγη της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων είχα την ευκαιρία να απολαύσω την παρουσίαση  της νέας ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Ατσόγλου «Το βάρος της μοναξιάς». Μιας εξαιρετικής συλλογής που καθιερώνει τη δημιουργό της σαν σπουδαίο μέγεθος στο χώρο της ποίησης.

 Μια σε βάθος ανάλυση του έργου της Κατερίνας, πολύ ενδιαφέρουσα, που μας παρουσίασε η λογοτέχνιδα Ελένη Νανοπούλου, παραθέτω εδώ μαζί με σύντομο βιογραφικό της).  

*******

 

Είμαστε εδώ σήμερα για το δεύτερο βιβλίο της, που κυοφορήθηκε μέσα σε αυτά τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν- χρόνια απομόνωσης. Ωραία έκδοση πάλι από το Βακχικόν !

Στο εξώφυλλο το μαύρο φόντο έγινε λευκό με μια ευγενική σιωπηλή ζωγραφιά. Συμβολική η αλλαγή;  σκέπτομαι το λευκό στην ποίηση της Ε.D. και  ότι τα ποιήματα τα πλαισιώνει  πάντα λευκός χώρος και σιωπή. Ο μονολεκτικός τίτλος  ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ έγινε περιφραστικός και πιο ειδικός ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ. Θα δούμε, λοιπόν, πόσο ζυγίζει αυτή η μοναξιά.

Έχουμε στα χέρια μας 51 ποιήματα: τα 10  είναι  εκτενή, αφηγηματικά . Τα 28 είναι πιο σύντομα και τα 13 είναι ολιγόστιχα . Χωρίς να θέλω να αδικήσω το σύνολο, ομολογώ ότι έχω διακρίνει αρκετά που τα θεωρώ τα πολύτιμά της. Θα διαβαστούν και θα ακούσετε.

Λέγεται ότι τα θέματα της σύγχρονης ποίησης είναι: το άτομο, η φύση, η γλώσσα. Εκεί συνυπάρχουν τα αιώνια  θέματα που  απασχολούν την Κ.Α.: ζωή, θάνατος, αγάπη, έρωτας,υπαρξιακή αγωνία,  χρόνος, μνήμη, απώλεια, μοναξιά. Η ποιήτρια ως άγρυπνη συνείδηση δεν παραμερίζει τις κοινωνικές της ανησυχίες, είναι ο ευαίσθητος δέκτης όχι μόνο της ομορφιάς αλλά και της  ασχήμιας , ίσως θέλοντας “ να ξεριζώσει τις ρίζες του κακού” μιλάει για την προσφυγιά, τα ορφανά παιδιά, τις χαροκαμένες μάνες, τους κουρασμένους υπαλλήλους.   Επίσης για την πρώτη μας πατρίδα -  παιδική ηλικία- που πρέπει να είναι αρραγής και αυτάρκης, γράφει για τα παιδιά : “ ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους” . Και  για την άλλη πατρίδα μας ,  που ορίζεται πότε ως σώμα και  κορμί αλλά συχνότερα ως σάρκα-γιατί πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους!  Και βεβαίως για τους  γονείς της. Πώς αλλιώς; Στον Πατέρα φωνάζει “ είμαι σαν εσένα- σκληρή και μόνη” ενώ στη Μητέρα απολογείται “ δεν έχω θάρρος να σου πως σ΄αγαπώ”. Επίσης  αφορμές της δίνουν τα μικρά και καθημερινά πράγματα  των οποίων η επανάληψη είναι σα να τα καθαγιάζει κι εμάς να μας καθησυχάζει, γιατί νιώθουμε ότι  πίσω από τα μικρά κρύβονται τα αιώνια.

“τώρα,  χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές”  γράφει και διαπιστώνουμε ότι το α’ πρόσωπο κυριαρχεί στο ποιητικο σύνολο αλλά και όταν στρέφεται προς τον άλλον, με το β΄ και με το γ ΄ πρόσωπο πάλι καταθέτει το βίωμα, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται. Το πρόσωπο γίνεται διάφανο και αφήνει να δούμε την ψυχή του. Η εξομολογητική ποίησή της δίνει έμφαση  στο προσωπικό στοιχείο και ενίοτε σε οδυνηρά θέματα καθώς αναμετριέται με τον εαυτό και με τους άλλους, δηλώνει τους φόβους της και τους αντιμετωπίζει με σθένος. Όσο από το επίπεδο της προσωπικότητας προχωράει  προς τα ενδότερα,  βρίσκεται έξω από τον εαυτό της, παντού! Και είναι  τότε που τα πρόσωπα στον πληθυντικό -εμείς, αυτοί- φανερώνουν την συλλογική εικόνα του κόσμου, την συν-ύπαρξη: “ γεμίσαμε τον χρόνο μας- με μια αρμαθιά υποσχέσεις”  “ οι άνθρωποι οφείλουν σε εαυτούς και κοινωνία- να μένουν δυνατοί, σιωπηλοί και υγιείς”.

Η ποιήτρια μετά από την καταβύθιση στον εσώτερο κόσμο και την στοχαστική ενατένιση του κόσμου γύρω της θα μεταφέρει την ποιητική εμπειρία  συνδυάζοντας ομιλία και όραση. Έρχεται το αθέατο, το άφατο να λάβει υπόσταση ως ποίημα -το καθένα με καινούρια μορφή. Και επειδή καρδιά της ποίησης είναι  η Εικόνα, αφεθείτε να ακούσετε για να δείτε την λεπταίσθητη ομορφιά των εικόνων: “κορίτσια με πόδια γυμνά- λύνουν τα πολύτιμα κι ακριβοθώρητα- μαλλιά τους” , “ στο δέλτα που σχηματίζουν οι φλέβες της καρδιάς” , “ το μπαλκόνι του πνίγεται - από φύλλα γιασεμιού” , “ η καρδιά πετά σαν πεταλούδα- γύρω από το φως” .

Κατά το πλατωνικό “ η μουσική και ο ρυθμός τρυπώνουν στα κρυφά μέρη της ψυχής” και με αυτό τον τρόπο κλειδώνονται οι στίχοι στη μνήμη μας. Η εναλλαγή τονισμένων-άτονων συλλαβών αποκαλύπτει τον ρυθμό. Ο ρυθμός εξασφαλίζει τη συνοχή και η μουσική εμποτίζει με συναίσθημα : ακούστε : “μονάχα σαν αγέρωχοι -βοηθοί της Ηγερίας- στραγγίξαμε τα όνειρα- χλευάζοντας των άλλων την κατάντια- και στέκουμε περήφανοι στον πύργο της Φρυγίας” .

Για να μην σας κουράσω δεν θα μιλήσω για την μεταφορική γλώσσα, την παρομοίωση,την  προσωποποίηση και τα σχήματα λόγου. Μόνο  επισημαίνω την ειρωνεία που είναι δημοφιλής στην σύγχρονη ποίηση.

Είναι ξιοσημείωτη η παραδοσιακή ομοιοκαταληξία σε ένα μόναδικό  ποίημα που καθόλου τυχαία απευθύνεται στον δημιουργό: Σώπα εσύ, γραφιά, ο τίτλος. Στα άλλα ποιήματα ακούμε σκόρπιες  ρίμες εσωτερικές και εξωτερικές ,παρηχήσεις φωνηέντων και συμφώνων , πολλές επαναλήψεις στην αρχή στίχων ( σχήμα αναφοράς) που υπηρετούν με επιτυχία τον σκοπό τους και βλέπουμε δυο χρώματα : λίγες φορές το κόκκινο και πολλές φορές το λευκό: των υλικών πραγμάτων, της νύχτας, του χιονιού, του άνθους,της οπτασίας!

Τα πιο εκτενή ποιήματα με την αφηγηματική ενέργεια να κινείται οριζόντια στον στίχο και να βουτά προς τα κάτω στην σελίδα υποχρεώνουν τον αναγνώστη σε μια κάθοδο ώστε να φτάσει με τους διασκελισμούς στο ζητούμενο: ρήμα ή ουσιαστικό. Και έχουν ενδιαφέρον, κρατούν σε εγρήγορση.

Τα σύντομα ποιήματα έχουν άλλο ενδιαφέρον γιατί κάθε λέξη αποκτά ένταση, είναι σα να ορθώνει ανάστημα . Η ποιήτρια ίσως με τα σύντομα ποιήματα να επιδιώκει τον γενναίο εκείνο στίχο που  με την σπιρτάδα του, την παρηγοριά του, την ομορφιά του, την σοφία του θα τον κουβαλάμε μεσα μας. Δοκιμάστε να διαβάσετε φωναχτά στίχους των 3 δευτερολέπτων και θα δείτε την υπεροχή τους!( αυτός ο χρόνος αντιστοιχεί στη  διάρκεια της παροντικής στιγμής για τον άνθρωπο) .π.χ.

“ σιωπή, ησυχία, κι ένα φως λευκό” σ.20  “ κύκλος η ζωή,  μιας ευθείας γραμμής”σ. 26“ οι αισθήσεις μιλούν μεθυσμένες” σ. 33 “ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους”σ. 50“ πίσω από τον τοίχο έχει μια θάλασσα” 55

Οι ποιητές εκτός από τον στοχασμό και την άσκηση γραφής οφείλουν να διαβάζουν. Η Κ.Α. όπως και στο προηγούμενο βιβλίο επιτρέπει να  εντοπίσουμε κάποιες από τις καταβολές της. Η εμφανέστερη συνομιλία με πρόγονο ποιητή είναι με τον ευαίσθητο Κ.Καρυωτάκη. Εκείνος πριν εκατό χρόνια έγραφε ΕΙΜΑΣΤΕ κάτι  ξεχαρβαλωμενες κιθάρες  και η Κ.Α. απαντά αντιπροσωπεύοντας την εποχή της ΕΙΜΑΣΤΕ υλικά, ΕΙΜΑΣΤΕ πειράματα, ΕΙΜΑΣΤΕ νούμερα. Αλλού συναντάμε πιο κρυφούς διαλόγους με τον εξομολογητικό  Ν.Βρεττάκο. Εκείνος  έγραφε πριν από 50 χρόνια  “ Πρώτα πρέπει να ζήσουμε“ ( Ησύχασε  Ποίηση)  και η Κ. απαντά  ‘’ Πρέπει να μάθεις να ζεις απ΄την αρχή”  και επίσης ο Βρεττάκος απορούσε  “ Δεν ξέρω από πού έρχονται τα ποιήματα” (Το εργαστήρι)  και η Κ. απαντά “ Τρομάζω με τα όσα γράφω” . Αλλά  ιδιαίτερη επικοινωνία συμβαίνει εδώ με την παγκόσμια αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson, του 19 ου αιώνα. Εκείνη έγραφε πριν από 150 χρόνια “ δωσ΄μου ένα σέπαλο, ένα πέταλο, εν΄αγκάθι” και η Κ. “ άνοιγε τα σέπαλα απαλά”  και “ όταν μπήκε στο δωμάτιο χιλιάδες πέταλα κάλυψαν τη σαπίλα”  και ο απόηχος της υποβλητικής ατμόσφαιρας της Ε.D. παρεισφρέει στους στίχους της Κ. Η Ε.D. “ ο έρωτας είναι μια θάλασσα” και η Κ. “ έχω μια Θάλασσα μέσα μου” . Ακόμα πιο εμφαντικά  ο περίφημος κοκκινολαίμης της Αμερικανίδας  982 “ Άμα συντρέξω έναν αδύναμο Κοκκινολαίμη- Για τη φωλιά να βρει τον γυρισμό- Μάταια δε θα ζω” ( Ε.Σοφράς)  έρχεται και  σφραγίζει δυο ποιήματα της Κ. : ΠΛΑΝΗ και το τελευταίο της συλλογής  Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ καθώς και τον ανακουφιστικό της στίχο ”Ευτυχώς που ζήσαμε” . Κι αν η Ποίηση είναι μια πλάνη ,μια ματαιότητα,  ακόμα κι έτσι είναι αναγκαία. Κι αν καταλήγει στη λήθη, οι καλές εκδόσεις μπορούν να την ακυρώνουν, γιατί γίνεται μνήμη η ποίηση  που νικά την λήθη και αφού φτάνει στα χέρια μας και διαβάζουμε έχει πλέον καταργήσει την μοναξιά, έχει ελαφρώσει το βάρος της που “ δίνει πισώπλατα μαχαιριές”.

Γράφει η Κ.Α.  “ Οσο κι αν μας τρομάζει τούτο το ταξίδι, είμαστε μαζί” . Ευτυχώς. Και  ευτυχώς  διαβάζουμε και ας μην νιώθουμε σαν την Ε.D. που έλεγε “ αν νιώσω την κορφή του κεφαλιού μου να έχει εκτοξευθεί, ξέρω ότι διαβάζω ποίηση” . Ευτυχώς, επαναλαμβάνω, έχουμε τα βιβλία-καταφύγια όπου η γραφίδα της δημιουργού είναι  ΙΑΣΗ με “την λίγη κλωστή και μια βελόνα” της Κ. που μπαλώνει τις καταστροφές. Επιμένει , παρά την ματαιότητα, να γράφει  ελπίζοντας να αγγίξει τον Άλλον και πώς η ποίηση αγγίζει την ψυχή μας; όταν συναντάμε την ομορφιά  και συνδεόμαστε με την αλήθεια.   Εύχομαι να δούμε και τρίτο βιβλίο της Κ.Α.  ρηξικέλευθο, τολμηρό, με παραμερισμένες τις βεβαιότητες , με ρίσκο και ανατροπές αλλά με την ίδια ομορφιά και αλήθεια. Της εύχομαι να συνεχίσει “ να αγαπά τον Λόγο και να τον υπερασπίζεται έναντι των εχθρών του” (η αποστολή του ποιητή κατά τον  Ωντεν).

(*)  Η Ελένη Νανοπούλου γεννήθηκε στην Ευαγγελίστρια Κορινθίας (1952). Σπούδασε στο ΕΚΠΑ και υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Απέκτησε με τον Σταύρο δύο παιδιά και ζουν ανάμεσα στον Πειραιά και στο χωριό της. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ονείρων δεσμός άλυτος (Αndy’s Publishers 2014), τη συλλογή διηγημάτων Με τα μάτια (Γκοβόστης 2016) και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις με διηγήματα: 83 Ιστορίες μπονζάι για το σημείο μηδέν (Σιδέρης 2017), Από τη γη στο φεγγάρι (Συμπαντικές Διαδρομές 2017), Συνοικία το Όνειρο (Εύμαρος 2018), 42 κείμενα καραντίνας (Εύμαρος 2020), Μονοπάτια της γραφής (Εντύποις 2020).

 


6/16/2024

"Ο χρησμός της Ραμπίας", Μυθιστόρημα του Κώστα Παππή. Παρουσίαση στην εκδήλωση της 15-6-2024 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κιάτου από τον Γιάννη Δ.Μπάρτζη

 Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε από τον Γιάννη Δ.Μπάρτζη στην εκδήλωση  με θέμα "Ένα φωτογραφικό ταξίδι στον κόσμο του μυθιστορήματος Ο χρησμός της Ραμπίας".

*****

  

Κώστας Παππής, Ο χρησμός της Ραμπίας

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Κ&Μ Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2023 

 

Κυρίες, κύριοι, Φίλες και φίλοι, καλησπέρα,

         Ένα ακόμα βιβλίο του Κώστα Παππή μας συγκεντρώνει σήμερα εδώ και μας καλεί μέσα από τις σελίδες του να ταξιδέψουμε σε ονειρεμένους ταξιδιωτικούς προορισμούς για λίγους… Γνωστός και από το βιβλίο του “Οι ψυχές των τόπων, Οδοιπορικό σε μια άλλη Κορινθία” ο ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά, έχει αποδείξει πως μεταξύ άλλων (π.χ. του να γράφει θεατρικά έργα ή αφηγηματικές νουβέλες) κατέχει άριστα και τη συγγραφική τέχνη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. 

         Με το σήμερα παρουσιαζόμενο μυθιστόρημά του “Ο Χρησμός της Ραμπίας” πετάει σε χώρες πολύ πιο μακρινές από την Κορινθία μας. Αλλά ταυτόχρονα ξεφεύγει από τις προδιαγραφές ενός βιβλίου με αμιγώς ταξιδιωτικό χαρακτήρα, προσφέροντάς μας ένα μυθιστόρημα διπλής ή και τριπλής -θα έλεγα- ανάγνωσης. 

Και εξηγούμαι: 

         Αρχικά το έργο αυτό χαρακτηρίζεται και κατατάσσεται επάξια στα ταξιδιωτικά μυθιστορήματα. Είναι ένας αφηγηματικός ταξιδιωτικός οδηγός, με εμπεριστατωμένες οδηγίες απόλαυσης του ταξιδιού στην άγνωστη εν πολλοίς γη του Ομάν της Αραβίας. Τόποι μυθικοί, τοπία στην έρημο, σπάνια πανίδα και χλωρίδα, αλλά και μνημεία είτε της φύσης είτε των ανθρώπων με ηλικία αιώνων, εκτίθενται με πλήθος πληροφοριών, χρήσιμων και χρηστικών, για όποια / όποιον επιθυμεί και αντέχει να κάνει αυτό το ονειρικό ταξίδι. 

         Μια πρόγευση του τι πρόκειται να δει εκεί, θα είναι η ανταμοιβή του από το διάβασμα του βιβλίου αυτού, προτού να ξεκινήσει για το μυθικό Ομάν. 

         Αλλά και για εμάς τους κοινούς θνητούς, που προτιμάμε τους πιο προσιτούς τουριστικούς προορισμούς, επίσης είναι επωφελές το διάβασμά του: Χρονολογίες, ιστορικά στοιχεία, μετρήσεις, κατατάξεις μνημείων και τόπων κατά μέγεθος και κατά ενδιαφέρον, ερμηνευτικές οδηγίες και περιγραφές, όλα συντείνουν στη δημιουργία μιας αίσθησης ότι και εμείς οι αναγνώστες του τρυπώνουμε λαθρεπιβάτες μες στο ολιγομελές γκρουπ των συνταξιδιωτών και επισκεπτόμαστε και θαυμάζουμε τα παλάτια, τα κάστρα, τα μουσουλμανικά τζαμιά, τις οχυρώσεις, τους κόλπους, τις ερήμους, τις οάσεις, τα μουσεία, τα χωριά, τις πολιτείες της ερήμου… 

         Είναι τόσο γλαφυρές οι αναπαραστάσεις των εικόνων, ώστε αναδιφώντας τις σελίδες του μυθιστορήματος νιώθουμε πως αγγίζουμε με τα χέρια μας τοπικά ζώα, γευόμαστε σπάνιους χυμούς, οσφραινόμαστε μύρα μυθώδη και τυλιγόμαστε από νέφη λατρευτικού λιβανιού, συνομιλούμε με τους αυτόχθονες παρακολουθώντας την πορεία τους, μέσα σε μια κοινωνία που διαρκώς βελτιώνεται, εξελίσσεται και απομακρύνεται από το γκρίζο του φανατικού Ισλάμ. 

         Γνωρίζουμε μέσα από τις περιγραφές του αυτόπτη ταξιδιώτη Κώστα Παππή μια κοινωνία άγνωστη σε εμάς, την κοινωνία του Ομάν, η οποία οραματίζεται και βιώνει την πορεία της προς καλύτερες ημέρες, καθοδηγούμενη -αυτό ηχεί κάπως παράξενα σε εμάς- από μια εξουσία κληρονομική - μοναρχική. Σπάνιο, ίσως και μοναδικό κοινωνικό φαινόμενο, αλλά αληθινό, όπως μας βεβαιώνει ότι το διαπίστωσε ιδίοις όμμασιν ο συγγραφέας ταξιδευτής. 

         Δευτερευόντως, με αναδρομές μνήμης του αφηγητή, έχουμε την ευκαιρία να “ταξιδέψουμε” και σε άλλες χώρες, όπως στην Ισπανία, στην Τυνησία, στο Ικόνιο και αλλού, ακόμα και στην Ανατολική πλευρά της Κρήτης. Αυτά κυρίως σε χρόνια νιότης, οραματισμών, πολιτικών εντάξεων και εντάσεων, φοιτητικών ερώτων… σε χρόνια περασμένα, μιας αλησμόνητης μετεφηβικής ξενοιασιάς.

         Παράλληλα και ταυτόχρονα, στις σελίδες του μυθιστορήματος αναπτύσσεται, ξεδιπλώνεται χρωματίζοντάς το με μια παλέτα ποικίλων βαθέων αισθημάτων, με έντονη περιέργεια και ποικιλμένη με εσωτερικές ψυχικές διεργασίες του κεντρικού ήρωα, ένα καθαρά ερωτικό σενάριο. Εξελίσσεται δηλαδή, μαζί με την περιγραφή του ταξιδιού και με αναδρομές στο προσωπικό παρελθόν του, ένα πλησίστιο αφήγημα, το οποίο άλλοτε θαρρείς πως έρπει ως λεπτή άμμος της ερήμου πάνω από τα ταξιδιωτικά σημειούμενα ανταγωνιζόμενο την προσέλκυση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, κι άλλοτε απλώνεται ως άρωμα ζωής, αγάπης, νοσταλγίας, προσμονής… τέτοιο που μόνο οι μεγάλοι έρωτες μπορούν να δημιουργήσουν. 

         Ο ταξιδιώτης βασανίζεται από ένα δίλημμα ζωής, στο οποίο, επιστρέφοντας από το Ομάν, οφείλει να δώσει οριστική απάντηση. Η απόφαση που θα πάρει, θα κρίνει τη συνέχιση ή όχι της σχέσης του… Η ερμηνεία ενός ανατολίτικου χρησμού θα σώσει άραγε αυτή τη σχέση που ακροβατεί; Η αποδοχή του ερχομού ενός παιδιού θα ολοκληρώσει τη γυναίκα;… Ο ερχομός ενός παιδιού μήπως σκλαβώσει σε αξεδιάλυτα βαριά δεσμά τον άνδρα; Ο αναγνώστης συμμετέχει νοερά σ’ εκείνο το ταξίδι, αλλά ταυτόχρονα συμμερίζεται την περιπέτεια αναζήτησης μιας λύσης, που εξελίσσεται στον εσωτερικό λαβύρινθο του άνδρα….

         Υπάρχει όμως και μια τρίτη διάσταση στο μυθιστόρημα του Κώστα Παππή, κρυπτική, μυστηριακή, δυσεξιχνίαστη, η οποία απευθύνεται στους πιο “δύσκολους” αναγνώστες και όχι απλά στους λάτρεις των μακρινών ταξιδιών. Ήδη ο τίτλος “Ο χρησμός της Ραμπίας” προδιαθέτει για εκείνο το… κάτι άλλο. Το υπαρξιακό αυτό πλαίσιο -που εγκιβωτίζεται τεχνιέντως στο μυθιστόρημα- στηρίζεται σε δύο κείμενα, κατά βάση λογοτεχνικά. 

         Το ένα είναι ο μύθος της σοφής Ραμπίας, ιέρειας των Σούφι, ενός ρεύματος του Ισλάμ που παραμένει μακράν κάθε φανατισμού, με ανεκτικότητα, συμπερίληψη, ανεξαρτησία γνώμης και πίστης και κυρίως… με ανοχή ακόμα και στο διαφορετικό. Η Σούφι Ραμπία λοιπόν ή η σοφή Ραμπία, ψάχνει μια σεληνόφωτη νύχτα να βρει τη χαμένη της βελόνα στην εξοχή. Όταν τη ρωτούν οι γείτονες πού την έχασε, απαντά: “Μέσα στο σπίτι”. Οι άνθρωποι ευλόγως απορούν. “Τότε γιατί δεν ψάχνεις μέσα στο σπίτι, αλλά βγήκες να την αναζητήσεις στην αυλή;”. “Γιατί έξω έχει φως, ενώ μέσα είναι τελείως σκοτεινά!” απαντά η Ραμπία και… τους τρελαίνει. Σαν να τους λέει ότι στόχος και σκοπός της είναι το ψάξιμο καθαυτό και όχι η εύρεση μιας ασήμαντης βελόνας.

         Η ιστορία-χρησμός της Ραμπίας συνδυάζεται έξοχα με ένα απόσπασμα από το ευρέως διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο σοφό (ή φιλοσοφικό;) παραμύθι, τον “Μικρό Πρίγκιπα” του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Είναι το σημείο όπου η αλεπού λέει στον έκθαμβο Πρίγκιπα: “Δεν έχει αξία που υπάρχουν χιλιάδες τριαντάφυλλα, αλλά αξία για εμένα έχει το δικό μου τριαντάφυλλο κι ας μην είναι μοναδικό. Γιατί ασχολήθηκα με αυτό και πέρασα χρόνο μαζί του. Γιατί το πότισα, του έβγαλα τα χόρτα του, το περιποιήθηκα. Τι και αν υπάρχουν χιλιάδες άλλα; Αγαπάς εκείνο, στο οποίο αφιέρωσες χρόνο από τη ζωή σου…”.

         Ξετυλίγοντας το νήμα προς την πλευρά των μυημένων, προς το σουρεαλιστικό, το παράδοξο, το μυστηριακό, ξεπερνώντας τα όρια της τρέχουσας λογικής και μπαίνοντας στον μαγικό χώρο της ποίησης, (διότι όλα τα παραπάνω είναι και ποίηση), θα δανειστούμε δυο στίχους από την “Ιθάκη” του μεγάλου μας Κωνσταντίνου Καβάφη, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να διακρίνουμε τη βαθύτερη αλήθεια των αφηγηματικών επιλογών του Κώστα Παππή: “Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. / Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο”.

 

         * Η Ραμπία αρνείται να ψάξει για τη βελόνα της εκεί που την έχασε, προτιμά να την αναζητήσει εκεί που δεν υπάρχει… Στο φως! 

         * Η αλεπού εξηγεί ότι από εκατομμύρια όμοια τριαντάφυλλα αγαπάμε αυτό, στο οποίο έχουμε αφιερώσει στιγμές ζωής. 

         * Και ο πολύς Καβάφης αποφαίνεται: Στόχος σου είναι όχι το φτάσιμο στην Ιθάκη, αλλά το ίδιο το ταξίδι.

         Έτσι κλείνει ο κύκλος των περιγραφών, των αφηγήσεων, των αινιγμάτων, των μυστηρίων και απομένει τελικά η μαγεία του ταξιδιού. Ταξιδιού στον κόσμο, καθώς και διερευνητικής πορείας στα εσώτερά μας. Εκεί όπου θα βρεθεί το αντιφέγγισμα και η λύση στο αισθηματικό αδιέξοδο ή στο κύριο δίλημμα ζωής του κεντρικού ήρωα ταξιδευτή.

         Σε τελική αποτίμηση “Ο Χρησμός της Ραμπίας” είναι ένα βιβλίο γνώσηςταξιδιού, και ένδον αναζήτησης. Ένα αφήγημα που δεν αρκείται απλά στη γνωριμία με τόπους άγνωστους, αλλά επιχειρεί να διεισδύσει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, διερευνώντας έως πού τίθενται για τον καθένα μας τα όρια ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς, ανάμεσα στον εαυτό μας και στο δόσιμο στον άλλον, ανάμεσα σε αυτό που ο καθένας θεωρεί ελευθερία και ο καθένας πάλι θεωρεί ως δέσμευση ζωής.

         Oι απαντήσεις επιδέχονται προσωπικών ερμηνειών… Το μυθιστόρημα απλώς βοηθάει να τις συνειδητοποιήσουμε. 

         Ας αφεθούμε στις σελίδες του!

         Σας ευχαριστώ.  

 

Γιάννης Δ. Μπάρτζης, 

Πρόεδρος του ΔΣ της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων

12/23/2023

Συναντώντας θεούς, ήρωες κι ανθρώπους στη Ζήρια και στ’ άλλα λημέρια των κοπαδιών



12/19/2023

Ποιμενική μυσταγωγία στο φως της πανσελήνου - φωτογραφίες από την εκδήλωση

 






Ποιμενική μυσταγωγία στο φως της πανσελήνου - αναγγελία της εκδήλωσης της 4-7-2023






Νύχτα της Πανσελήνου του Ιουλίου στην υπέροχη αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Σικυώνας. Μεταφερμένη εκεί από τις πλαγιές της Ζήριας μια αισθητική συνάντηση κάτω από τη σκιά ενός έλατου, των τεχνών του λόγου, του τραγουδιού και του χορού.

Στην παρέα τους σας προσκαλούν σε μια κατανυκτική μυσταγωγία τα μέλη του Ομίλου «Εύχαρις» που θα χορέψουν, ο Παναγιώτης Λάλεζας που θα τραγουδήσει, κι ο Κώστας Παππής, συγγραφέας του βιβλίου «Στρατολάτες» - ενός οδοιπορικού πάνω στα παλιά χνάρια των κοπαδιών της Ζήριας.
Αρχαιολογικό Μουσείο Σικυώνας, 3 Ιουλίου, ώρα 8.30 μμ., είσοδος ελεύθερη.
Η εκδήλωση οργανώνεται από τον Σύλλογο Σικυωνίων Πολιτών και τον Πολιτιστικό όμιλο λαογραφικής και καλλιτεχνικής ανάδειξης Σικυώνας «ΕΥΧΑΡΙΣ». υπό την αιγίδα του Ν.Π.Δ.Δ "Η ΜΗΚΩΝΗ "στα πλαίσια των ΣΙΚΥΩΝΙΩΝ '23.

Στρατολάτες: για την παρουσίαση του βιβλίου στη Λέσχη της Ένωσης Κορινθίων συγγραφέων (24-5-2023)

(Από ανάρτηση του Μπάμπη Ανδρικόπουλου στο Facebook στις 25 Μαΐου 2023)

Μια εξαιρετική παρουσίαση βιβλιου παρακολουθήσαμε απόψε στην Ένωση Κορινθίων συγγραφέων! Ο Κώστας Παππής και ο Γιάννης Μπάρτζης μας ταξίδεψαν, σε ορεινά μονοπάτια της παράδοσης και της δύσκολης ζωής των νομάδων κτηνοτρόφων της ορεινής Κορινθίας! Καλοτάξιδο το βιβλίο σας <ΣΤΡΑΤΟΛΑΤΕΣ> Costas Pappis !

Όλες οι αντιδράσεις:
Εσείς, Στεργιόπουλος Λεωνίδας, Γιάννης Μπάρτζης Δέσποινα Στίκα και 38 ακόμη

7/13/2023

Ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί

 Με την ευκαιρία της εκδήλωσης «Συναντώντας την Ελληνική μυθολογία και ιστορία στα μονοπάτια των κοπαδιών», Δημοτική Βιβλιοθήκη Κιάτου, 24 Ιουλίου 2023, 8.30 μμ.



Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»
(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

Ούτε εγώ, ούτε ο πατέρας, ούτε ο παππούς μου, κι απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά από παλιές διηγήσεις και τεφτέρια, ούτε κανείς άλλος προπάτορας πριν απ’ αυτούς δεν ακολούθησε το επάγγελμα του Πρώτου στη γραμμή: του Ερμή, ποιου άλλου; Ούτε ένα απ’ τα επαγγέλματά του, τέλος πάντων, γιατί είχε πολλά. Θέλω να πω, κανείς δεν έγινε έμπορος, ταχυδρόμος, πολυτεχνίτης, ούτε κι έβγαλε όνομα κλέφτη. Όλοι στο σόι μας, πάππου προς πάππου, τσοπάνηδες ήταν, ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί – για όποιον ξένο δεν ενδιέφερε η ποιμενική ζωή. Μια ευθεία γραμμή τσοπάνηδες. Μεγαλώνανε μυρίζοντας κάτουρο προβάτων και κοπριά, όταν δεν έσπαγε τη μυρουδιά το αεράκι που φυσούσε κι έφερνε μια ευωδία μέσα απ’ τα έλατα, τα πεύκα, τις οξιές, τις μπερκιές και τις φτέρες...

Και απορώ με όλους τους προηγούμενους στο σόι μας, που δεν σκέφτηκαν, με τέτοιον Πρώτο της γραμμής, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, να του μοιάσουν. Να αξιοποιήσουν τα χαρίσματα που είχαν πάρει, λόγω κληρονομικότητας, από Εκείνον, τον προ-προ-προ-πάππο μας και να διαπρέψουν. Μ’ αυτούς απορώ. Να του μοιάσουν όχι μόνο στο επάγγελμα, αλλά και στ’ άλλα, εννοείται: στην κλεψιά, στην κατεργαριά, στη σκηνοθεσία, στην απάτη. Αλλά και στ’ άλλα του τα χούγια. Στα ξεπαρθενέματα, για παράδειγμα. Σ’ αυτά κανένας δεν του έμοιασε, πλην του Δεύτερου στη γραμμή, του τραγοπόδαρου γιου του. Του Πανός. Οι επόμενοι, καμία σχέση. Είπαμε: ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί. 

6/24/2023

Ταξίδι στο άγνωστο με τρύπια βάρκα



 Όπως όλοι γνωρίζουμε (ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε) Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος μιας χώρας που πάνω του βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας της όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, καθώς και την οργάνωση και τους βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Μεταξύ άλλων προσδιορίζει επακριβώς τα όρια των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων ώστε να παρεμποδίζονται τυχόν αυθαιρεσίες σε βάρος των πολιτών. Με αυτή την έννοια, είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της. 

 Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, η θέσπιση του Συντάγματος απαιτεί ευρεία λαϊκή συναίνεση. Το ίδιο συμβαίνει και με την οποιαδήποτε αναθεώρησή του, η οποία δεν μπορεί να γίνεται αν δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να την υπαγορεύουν. Η “ευρεία λαϊκή συναίνεση” είναι κατά κανόνα καρπός σοβαρού διαλόγου και σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν το λαό. Μονοκομματική επιβολή Συντάγματος είναι αδιανόητη αφού ισοδυναμεί με την κυριαρχία αδιάλλακτων δυνάμεων πάνω στην κοινωνία και οδηγεί στην πολιτική ανωμαλία.

 

Όλα αυτά τα στοιχειώδη κι αυτονόητα τινάχτηκαν ξαφνικά στον αέρα πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα το βράδυ των εκλογών της 21 Μαΐου, όταν κάποιος, σαν να μέθυσε από την απρόσμενα μεγάλη εκλογική επιτυχία της παράταξής του, έβγαλε στην επιφάνεια το καλά μέχρι προχθές κρυμμένο μυστικό της:

 

«Στόχος είναι οι 180 βουλευτές για να αλλάξουμε το Σύνταγμα»!

Αυτή ήταν η δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη σε τηλεοπτικό σταθμό το βράδυ των εκλογών που έκανε πολλούς να κουνήσουν θλιβερά το κεφάλι τους κι ακόμα περισσότερους να ανατριχιάσουν. 

 

Συγκεκριμένα, μιλώντας στο ΣΚΑΙ, ο Α.Γ. δήλωσε: «Ασφαλώς στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται βλέπουμε όλοι μας τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ένας διακηρυγμένος στόχος της Νέας Δημοκρατίας είναι η αλλαγή του Συντάγματος. Να πούμε στον κόσμο ότι τώρα το στοίχημα στις δεύτερες εκλογές δεν είναι η Νέα Δημοκρατία να είναι κυβέρνηση αλλά να πάρουμε 180 έδρες μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα».

 

Είναι γνωστός, γνωστότατος ο ακραίος πολιτικός προσανατολισμός του Α.Γ. Δεν είναι μόνο οι κατά καιρούς δηλώσεις του. Όλος ο πολιτικός βίος και η πολιτεία του το μαρτυρούν. Είναι ο ένας από τη γνωστή ακραία δεξιά τριάδα των στελεχών του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης) που το εγκατέλειψαν για να φέρουν … άρωμα δημοκρατίας στη ΝΔ. Και μίλησε ξεκάθαρα. 


Υπάρχει, λοιπόν, κρυφή ατζέντα του κόμματος που πήρε μακράν την πρωτιά στις εκλογές της 21 Μαΐου. Μόνο που εμείς δεν την ξέρουμε. Τι θέλει να αλλάξει και πώς, τι θέλει να καταργήσει. Το κόμμα τα κρύβει αυτά επιμελώς. Το γεγονός ότι άλλοι στο κόμμα (Δένδιας), αλλά κι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έσπευσαν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, δεν ακυρώνει τις προθέσεις αυτού του κόμματος. Όπου περισσεύει ο κυνισμός και η υποκρισία (έχει περίσσευμα κι από τα δυο αλλά κι από αλαζονεία ο νικητής των εκλογών), εύκολα παραχώνεις την αλήθεια.

 

Παράδειγμα ο ίδιος ο Α.Γ. που έσπευσε να κάνει τον … ανήξερο μετά τις διαψεύσεις: «Μα και να είχαμε 180, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο, είναι απίθανο σενάριο, και να είχαμε 180, η συνταγματική αναθεώρηση θέλει και επόμενες εκλογές. Δεν σημαίνει ότι ψηφίζουμε 180 και αλλάζει το Σύνταγμα», λέει τώρα, ενώ είχε δηλώσει πως το στοίχημα είναι «να πάρουμε 180 μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα». Κι ακολούθησε το … πασπάλισμα με τη χρυσόσκονη της υποκρισίας και της απάτης: “η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης πρέπει να είναι συναινετική. Καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς ευρύτερες συναινέσεις”. Έτσι λέω τώρα. Συγκρίνετε το πριν με το μετά.

 

Δεν ξέρω πόσοι τους πιστεύουν πια. Μα το 41% του λαού που τους ψήφισε; θα μου πείτε. Τι να σας πω; Βοηθείστε κι εσείς να καταλάβω! 

Σοβαρά τώρα: 

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου καλούμαστε να ψηφίσουμε, με ψήφο που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όχι απλά μια κυβέρνηση που θα πάρει στα χέρια της τις τύχες αυτής της χώρας για μια 4ετία. Εμείς μπορεί αυτό να νομίζουμε, κι έτσι πρέπει να ψηφίσουμε, αλλά μπορεί στο κρεβάτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας ν’ ανακαλύψουμε μετά τις εκλογές πράγματα που θα μας ξαφνιάσουν πολύ δυσάρεστα.

Θυμηθείτε: το Σύνταγμα “είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της”.

Μια κυβέρνηση κι ένας πρωθυπουργός που έχει ήδη δείξει τις προθέσεις και τα (ανύπαρκτα) όριά του, με όπλο την παντοδυναμία που θα του εξασφάλιζε ο μαγικός αριθμός 180 (βουλευτικές έδρες) θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Μέχρι και να ιδιωτικοποιήσει όχι απλά το νερό αλλά και τον ίδιο τον … αέρα που αναπνέουμε! Θα είχε “στο τσεπάκι του” την παρακολούθηση ολόκληρου, κι όχι μόνο του μισού, πολιτικού συστήματος αλλά και όλων των πολιτών, σαν μεγάλος αδελφός, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτό θα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν που ήδη το ξέρει και το έχει παίξει. Το ερώτημα για κάθε πολίτη είναι ως πού φαντάζεται ότι θα έφτανε.

Η βάρκα είναι ήδη τρύπια. Αντί να σαλπάρουμε μ’ αυτήν σ’ ένα ταξίδι στο πουθενά, ας τη μερεμετίσουμε, αν δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, πριν είναι πολύ αργά.

Βλάχος

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)




 Όταν περνούσαμε από κάποιο μεγάλο χωριό, ειδικά απ’ τη Νεμέα, ο πατέρας μου με άφηνε καμιά φορά να φυλάξω λίγο τα πρόβατα, γιατί ήθελε να πάει να ψωνίσει μερικά πράγματα στα μαγαζιά, από δω κι από κει. Καθώς βρισκόμουνα ασυνήθιστος μέσα σ’ ένα τόπο με πολλούς ανθρώπους, αισθανόμουνα πολύ άβολα, και ειδικά απ’ τα παιδιά της ηλικίας μου. Μερικά με κοιτάζανε περίεργα, απορημένα, σου λέει «κοίταξε, ένας της ηλικίας μου και φυλάει τα πρόβατα». Μερικά με κοιτάζανε με ειρωνεία, αφ’ υψηλού. Κι έγινε μια φορά κάτι που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν το ξεχνάω. Τι σου είναι η παιδική ευαισθησία… Το επεισόδιο έγινε εδώ πιο πέρα, σε μια γειτονιά. Εμείς είχαμε σταλιασμένα τα πρόβατά μας σ’ ένα χωράφι άφραγο, κι εγώ τα φύλαγα, μόνος μου. Ο πατέρας μου, όπως σου είπα, είχε πάει να ψωνίσει. Η μάνα μου και τα κορίτσια κάπου θα ήταν κι αυτές. Ήταν λοιπόν μια παρέα από παιδιά στημένα εκεί και με χαζεύανε, εμένα και το κοπάδι. Ανάμεσά τους ήταν ένα παιδί στην ηλικία μου, στα δέκα-έντεκα. Εκείνος θυμάμαι είχε χτενισμένα τα μαλλιά χωρίστρα, εντελώς ίσια, στην τρίχα. Και κάθε τόσο μου φώναζε, τάχα για να μάθει: 

-         Ρε βλάχο, από πού είσαι, ρε;, και τ’ άλλα παιδιά γέλαγαν.

 Εγώ δεν του απάνταγα. Εμείς, τα παιδιά των τσοπάνηδων, το θεωρούσαμε προσβλητικό να μας φωνάζουνε «βλάχους». Το είχαμε για υποτιμητικό γιατί έτσι το λέγανε, υποτιμητικά. Ήταν το ίδιο σαν να μας λέγανε «γύφτους». Αυτός με τη χωρίστρα συνέχιζε. «Από πού είσαι, ρε βλάχο;». Εγώ συνέχιζα να κάνω πως δεν ακούω και δεν απάνταγα, αλλά μέσα μου έβραζα. Μου είχε αφήσει ο πατέρας μου τη γκλίτσα του. Με τα πολλά, «τι είπες;», γυρνάω και του λέω. Και τον πλησιάζω. «Από πού είσαι, ρε βλάχο; Πώς σε λένε;» μου λέει πάλι και γελάει ειρωνικά. Από κοντά γελάσανε και τ’ άλλα της παρέας του. «Θες να σου πω πώς με λένε;» του κάνω. Και του κοπανάω μια με την γκλίτσα. «Έτσι με λένε!». Αυτός άρχισε να σκούζει. Μας άκουσαν όλοι εκεί γύρω και κάποιοι πλησίασαν. «Τι συμβαίνει;» ρωτάγανε. «Να, αυτός ο βλάχος με χτύπησε», έσκουζε εκείνος. Κι όπως είχαν πλησιάσει, με πλησιάζει κι αυτός και μου ρίχνει με δύναμη μια σπρωξιά. Εγώ δεν το περίμενα κι έπεσα κάτω, ενώ εκείνος τόβαλε στα πόδια. Σηκώθηκα. Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πήγα να τον κυνηγήσω αλλά είχε γίνει καπνός. Έγινα πυρ και μανία και τον έβρισα. Αυτός δεν άκουσε τι του είπα, το άκουσαν όμως οι άλλοι. Του είπα τη χειρότερη βρισιά που ήξερα, που τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε. Ήξερα μόνο πως μπορούσες και να σκοτώσεις αυτόν που θα σε έβριζε έτσι. Αλλά είχα αισθανθεί αδικία. Μεγάλη αδικία. Και προσβολή. Εγώ ήμουνα ένας ξένος, ένας στρατολάτης, άνθρωπο δεν πείραζα και πέρασα απ’ το χωριό του για λίγο, για να φύγω μετά. Αυτός τα είχε όλα, το χωριό του, το σπίτι του, τους φίλους του. Εγώ ήμουνα μόνος μου, κι είχα και να φυλάξω τα πρόβατά μας. Δεν τον προκάλεσα.

5/10/2023

Γκεμάλης




Απόσπασμα 4 από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

- Λοιπόν, σου είπα για τον σύντροφο του πατέρα μου, την γκλίτσα. Τέτοιος πιστός σύντροφός του ήταν και το τσοπανόσκυλό μας, που ήταν και του κοπαδιού σύντροφος. Ο σκύλος μας ήταν καλός φύλακας, έβαζε το κοπάδι σε τάξη, δεν άφηνε ζωντανά να ξεμακραίνουν, όποιο πήγαινε να ξεστρατίσει ή καθυστερούσε το έφερνε μαζί με τ’ άλλα. Γενικά ήταν σχεδόν ό,τι κι ο πατέρας μου για το κοπάδι. Όταν λέω ήταν καλός φύλακας, εννοώ σε όλα. Φύλαγε το κοπάδι από άγρια ζώα μέχρι ζωοκλέφτες. Αν και οι κίνδυνοι αυτοί είχαν σχεδόν εκλείψει εκείνη την εποχή, στην περιοχή μας τουλάχιστον. Από άγρια ζώα, υπήρχε μόνο το τσακάλι, που υπάρχει και τώρα.

Εκείνα τα χρόνια, ειδικά όταν κατεβήκαμε στην Πιάδα, είχαμε ένα σκύλο που ο πατέρας μου τον είχε βαφτίσει Γκεμάλη. Ήταν ο καλύτερος σκύλος που είχαμε, κι όταν για κάποιο λόγο μας ψόφησε, στην οικογένειά μας είχαμε μεγάλο πένθος. Δεν είναι εύκολο να βρεις τέτοιο καλό σκύλο. Ο πατέρας μου είχε πάντα ένα σκύλο από καλή ράτσα, τον είχε καλύτερα κι από παιδί του, και τον καλοτάιζε. Ο Γκεμάλης έπαιρνε στροφές σαν άνθρωπος, ήταν πονηρός. Ήταν και άγριος απέναντι σε κάθε ξένο, που δεν εμπιστευόταν.

- Γιατί τον έβγαλες Γκεμάλη; ρώτησα μια φορά τον πατέρα μου.

- Το ίδιο όνομα είχε δώσει ο πατέρας μου, ο παππούς σου, σ’ ένα σκύλο που είχαμε, που του είχε αδυναμία.

- Και γιατί τον είχε βγάλει Γκεμάλη; επέμεινα.

- Απ’ τον Κεμάλ Ατατούρκ, μου απάντησε! Ήταν ίδιος στην πονηριά και στην εξυπνάδα. Αλεπού!

Και μετά συμπλήρωσε:

- Και γιατί ήταν σκληρό σκυλί, άγριο, δύσκολα το έπιανες φίλο.

Αυτό του είχε πει ο πατέρας του, που είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία. Και μετά ξεκίναγε να του διηγείται ιστορίες για τη μικρασιατική εκστρατεία, για τις περιπέτειες και τις κακουχίες κι όσα πάθανε, που κόντεψε ν’ αφήσει τα κόκαλά του στην έρημο.