Κώστας Παππής

6/15/2019

Το τρίγωνο της Ελίκας I Μια υπόσχεση


Δεν πρόλαβα ν’ αρχίσω το νέο μου σήριαλ, για την Κρήτη, και ιδού… διακόπτω για ένα άλλο, εμβόλιμο, σήριαλ. Ο λόγος; Συνειδητοποιώ πως είναι επείγον να εκπληρώσω ένα περσινό μου τάμα. Δεν με παίρνει άλλη καθυστέρηση… Το χρωστάω στο Θοδωρή, στην Αναστασία, στη Λένια, στ' άλλα παιδιά!

Μην ανησυχείτε, πάντως, το εμβόλιμο σήριαλ δεν θα διαρκέσει πολύ, μόνο 2-3 επεισόδια. Ελπίζω πως η υπομονή σας θα ανταμειφθεί με τα κείμενα και τις φωτογραφίες που σας έχω ετοιμάσει! 

Λένε πως η Πελοπόννησος είναι η πιο όμορφη περιφέρεια της Ελλάδας. Για να προλάβω τις διαμαρτυρίες σπεύδω να πω πως, για μένα, η μαγεία στην Ελλάδα δεν κάνει διακρίσεις στους τόπους και πως παντού σε περιμένει το θαύμα.

Έχοντας καθαρίσει τη θέση μου, ελάτε μαζί μου να σας πάω κάπου στην… Πελοπόννησο! Κι επειδή κάποιες από τις εμμονές μου σας είναι ήδη γνωστές, δεν θα εκπλαγείτε αν σας πω ότι σας επιφυλάσσω βυζαντινές εκκλησίες και φρυκτωρίες – βίγλες για την ακρίβεια. Βίγλα είναι η σκοπιά, ένα παρατηρητήριο σε ψηλή θέση, όπου, βέβαια, υπάρχει σκοπός, φρουρός. Και στην περίπτωσή μας, σταθμός για μετάδοση μηνυμάτων με μέσο, τι άλλο, τη φωτιά. 

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα σας πάω στην Νότια Πελοπόννησο, στην Ελίκα και στα γύρω μέρη, όπου θα σας γνωρίσω αυτό που ονόμασα «το τρίγωνο της Ελίκας»: τον Πύργο τον Κουλεντιανό, τον Πύργο του Φονιά και πιο ψηλά, τη βυζαντινή εκκλησία της Παντάνασσας.





Και πρώτα: ποια είναι η Ελίκα;

Είναι ένα όμορφο χωριό στο Λακωνικό κόλπο, λίγο πριν την Ελαφόνησο και τη Νεάπολη (Βάτικα). Για το όνομα της Ελίκας υπάρχουν δυο εκδοχές: το οφείλει είτε στη νύμφη Ελίκη, είτε σε κάποιο οικιστή από τα Άλικα της Μάνης, που ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην περιοχή μετά την επανάσταση του 1821. Χτισμένη στους πρόποδες βουνού, απέχει ούτε ένα χιλιόμετρο από μια παραλία που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος.







Εκεί, στον παραλιακό οικισμό (επίνειο της Ελίκας), τον Μαραθιά, στον Παναρίτη, στις Λίμνες και στον Πλατανιστό περιμένουν τον επισκέπτη πλήθος από φυσικές ομορφιές: παραλίες που ξετυλίγονται η μια μετά την άλλη κι ανάμεσά τους εντυπωσιακοί σχηματισμοί από βράχια. Από Ελίκα σε παραλιακή ζώνη μεσολαβούν κτήματα με λιόδεντρα, κυρίως, αλλά κι αμπέλια και συκιές, ενώ δεν λείπουν τα χωράφια, φυτεμένα με κηπευτικά. Το τοπίο τυπικά Ελληνικό: «Δεν υπάρχει νερό, μονάχα φως», όπως τραγουδάει στη «Ρωμιοσύνη» του ο Γιάννης Ρίτσος.









Πριν πάμε στο «τρίγωνο της Ελίκας», είναι ανάγκη ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση. Να μιλήσουμε για φρυκτωρίες, αφού τέτοιες είναι οι δυο από τις τρεις κορυφές του τριγώνου. Και ειδικότερα να μιλήσουμε για το πώς η χρήση αυτού του πανάρχαιου συστήματος μετάδοσης μηνυμάτων από τόπο σε τόπο, μέσω πύργων και μ’ εργαλείο τη φωτιά, συνεχίστηκε στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους. Μέχρι ν’ ανατείλουν τα πιο εξελιγμένα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, ο τηλέγραφος, ως τα σημερινά ασύλληπτα τεχνολογικά επιτεύγματα. 

Με τις φρυκτωρίες, που ξεκίνησαν σαν πολύ απλές κατασκευές και τελειοποιήθηκαν με τον καιρό, στήνονταν στην Αρχαία Ελλάδα (αλλά και αλλού, από τους Ίνκας και τους Ινδιάνους της Αμερικής μέχρι την Κίνα, για παράδειγμα) δίκτυα επικοινωνίας για τη μετάδοση κρίσιμων πληροφοριών από τόπο σε τόπο. Αρχικά μπορούσαν να μεταδοθούν απλές πληροφορίες που αφορούσαν,  για παράδειγμα, επικείμενη επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού κ.α., αλλά στην τελική τους μορφή μπορούσαν να μεταφερθούν εξειδικευμένες λεπτομερείς πληροφορίες. Στη φωτογραφία η φρυκτωρία στο ακρωτήριο Δράκανος, στην Ικαρία, στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης που θεωρείται και πατρίδα του Διόνυσου.



Η μετάδοση πληροφοριών μέσω σταθμών φρυκτωριών συνεχίστηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως αναφέρει ο Στέλιος Πολυκράτης, ιδρυτής του Τηλεπικοινωνιακού Μουσείου του ΟΤΕ στο άρθρο του με τίτλο «Οργανωμένα δίκτυα τηλεπικοινωνιών κάλυπταν ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια». Αντί του όρου φρυκτωρία χρησιμοποιείται πλέον η λέξη βίγλα, και όσοι φρουρούσαν σ’ αυτήν καμινοβιγλάτορες (ή βιγλάτορες). Η λέξη προέρχεται από την κάμινο, που διατηρούσε άσβηστη τη φωτιά  («άγγαρον πυρ») για τη μετάδοση μηνυμάτων, και τη βίγλα (παρατηρητήριο). Ο όρος βίγλα (από το vigilare= εποπτεύω) επικράτησε λόγω της πολύχρονης παραμονής λατίνων (Ενετών κλπ) κατακτητών στις ελληνικές θάλασσες και στη στεριά (Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη, Πελοπόννησος κλπ). 

Αλλά και μετά τους Βυζαντινούς, κατά τους χρόνους που ακολούθησαν, μέχρι και το 19ο αιώνα, η φρυκτωρία εξακολουθεί να αποτελεί το βασικότερο μέσο τηλεπικοινωνίας. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η βίγλα χρησιμοποιήθηκε για την προστασία από τους πειρατές, που λυμαίνονταν το Αιγαίο, όπως διαβάζουμε στην πτυχιακή εργασία με θέμα τις βίγλες του ελλαδικού χώρου, που εκπονήθηκε το 2007 στο Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων του ΑΤΕΙ Πειραιά από τους Α. Παπασάββα, Α. Σταθόκωστα και Ν. Μητρόπουλο. Η βίγλα όμως λειτουργούσε και αντίστροφα. Να τι γράφεται στην παραπάνω εργασία:

«Τα πειρατικά πλοία καραδοκούσαν σε κάποιους από τους αμέτρητους κρυφούς όρμους των πολυάριθμων νησιών του Αιγαίου. Μόλις ο βιγλάτορας έστελνε το μήνυμα, εφορμούσαν στη λεία τους και έκαναν ρεσάλτο. Οι βίγλες, όμως, υπηρέτησαν και αντίθετους σκοπούς. Ο Γάλλος περιηγητής Guillet, μας περιγράφει τις βίγλες των Αθηναίων, που διατηρούσαν για τον φόβο των πειρατών που λυμαίνονταν ανεξέλεγκτα το Σαρωνικό και οι οποίοι δεν δίσταζαν πολλές φορές να ανεβαίνουν και στα βουνά, κυνηγώντας τους δύστυχους και ανυπεράσπιστους κατοίκους της Αττικής».

Και συνεχίζουν οι συγγραφείς παραθέτοντας σε μετάφραση την αναφορά του Guillet: 

«Πάνω σ' έναν απόκρημνο βράχο της Πειραϊκής ακτής, υπάρχει παλαιός πύργος ή φανός. Οι Αθηναίοι τον ονομάζουν Πύργο και οι Ιταλοί Torre del fuoco. Οι μόνοι κάτοικοι του Πειραιά είναι δύο φτωχοί Έλληνες φύλακες του πύργου που έχουν τοποθετηθεί εκεί για να επισημαίνουν την εμφάνιση πειρατών. Την ημέρα υψώνουν μικρή σημαία, όταν διακρίνουν πλοίο και το βράδυ ανάβουν φωτιά. Αυτή η φωτιά καίει όλη τη νύχτα. Στην ακτή, ανά λεύγα υπάρχει παρόμοιος πύργος που τον φρουρούν δύο φύλακες. Όποιος ανακαλύψει πειρατικό πλοίο, ρίχνει αναμμένα δαυλιά από τον πύργο για να ειδοποιήσει τους γειτονικούς βιγλάτορες, κι αυτοί το ίδιο. Μόλις δοθεί αυτό το σύνθημα, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής τρέχουν στα όπλα και η είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα ώσπου να μάθουν ποιός πύργος έδωσε πρώτος το μήνυμα για να σπεύσουν σ' αυτό το σημείο. Αν δεν εμφανιστεί πλοίο, η φωτιά καίει κανονικά για να βλέπουν οι κουρσάροι πως η ακτή φρουρείται καλά».

Συνεχίζεται! Με τι; Μα με το «το τρίγωνο της Ελίκας» που υποσχέθηκα να σας παρουσιάσω: τον Πύργο τον Κουλεντιανό, τον Πύργο του Φονιά και τη βυζαντινή εκκλησία της Παντάνασσας!


6/09/2019

ΚΡΗΤΗ ΙΙ Στον Άγιο Υάκινθο και στ’ Ανώγεια


Όπως θα έχετε αντιληφθεί, πρόθεσή μου είναι, από το πρόσφατο ταξίδι μου στην Κρήτη, Πάσχα 2019, αλλά κι από παλιότερα, να περιγράψω κάποιους σταθμούς για χάρη των φίλων που με έχουν ακολουθήσει και σε άλλα ταξίδια. Οπλιστείτε με τα απαραίτητα, λοιπόν: σακίδιο, ραβδί, και νερό, πολύ νερό, αφού, όπως είπε κι ο ποιητής, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία…

Σας έλεγα για την επίσκεψή μας – τρεις ήμασταν – στο Ιδαίο Άντρο. Κάποια στιγμή η επίσκεψη τελειώνει. Πριν φύγουμε, στο πλάτωμα κάτω από τη σπηλιά, στρώνουμε πάνω στην πέτρα το λιτό μεσημεριανό μας. Ψωμί, τυρί, δεν θυμάμαι να είχαμε κάτι άλλο. Δεν θα είχαμε και μια ολιά τσικουδιά;







Επιστρέφοντας στη βάση μας, στο Χουδέτσι, το χωριό των κουμπάρων μου, στεκόμαστε σ’ ένα μιτάτο.







Ένα κοπάδι πρόβατα σταλιάζει κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου δέντρου. Εκείνη την ώρα, θες από την παρουσία μας, θες γιατί είναι ώρα να συνεχίσουν τη βοσκή, τα μαζεύουν κι ανηφορίζουν στη χαμηλή ράχη. Φεύγουμε κι εμείς.







Κάνοντας μια παράκαμψη, σταματάμε πιο κάτω, σ’ ένα ιδιαίτερο, καλοδιατηρημένο, δεντροφυτεμένο χώρο. Εδώ υπάρχουν εγκαταστάσεις για τους εκδρομείς. Μέχρι και ένα μικρό αμφιθέατρο είδαμε. Ο χώρος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Υάκινθο και στους προσκυνητές του (βλ. φωτογραφίες).








Ο Άγιος Υάκινθος, που θεωρείται η Ορθόδοξη απάντηση στην καθολική εκδοχή για τον προστάτη του έρωτα, τον Άγιο Βαλεντίνο, μαρτύρησε στα 20 του χρόνια. Είναι ο Άγιος του έρωτα, των αγνών αισθημάτων, της δημιουργίας και της έμπνευσης. Εδώ, λοιπόν, σε ένα λιτό πέτρινο εκκλησάκι, στα 1.200 μ., τιμάται στις 3 Ιουλίου ο άγιος του έρωτα.







Συνεχίζοντας το δρόμο της επιστροφής, φτάνουμε στ’ Ανώγεια, στο μεϊντάνι, στην πλατεία του ξακουστού χωριού. Δεν θα μείνουμε πολύ, θα κάνουμε μόνο μια μικρή στάση.

Τ’ Ανώγεια από μόνα τους αξίζουν μια τουλάχιστο μονοήμερη επίσκεψη. Από την περιοχή των Ανωγείων, που αγάπησε ο Μάνος Χατζηδάκης και που βρίσκεται 36 χλμ. από το Ηράκλειο, σε υψόμετρο 800 μ., κατάγονται σπουδαίοι δημιουργοί με μεγάλη προσφορά στην Κρητική και στην ευρύτερη Ελληνική παράδοση. Δεν είναι μόνο ο μέγιστος Νίκος Ξυλούρης. Είναι και τ’ αδέλφια του, ο λυράρης και ερμηνευτής Αντώνης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης, αλλά και ο τραγουδιστής και λυράρης Βασίλης Σκουλάς, ο Νικηφόρος Αεράκης, ο Μανώλης Πασπαράκης, o Γιώργης Καλομοίρης (Γιωργαντός) και άλλοι. Και να μην παραλείψουμε το Λουδοβίκο των Ανωγείων, το δημιουργό τόσων τραγουδιών, με τη ζεστή, αισθαντική φωνή, που έχει διασώσει πλήθος από μοιρολόγια και ιστορίες του τόπου κι έχει αναδείξει την τοπική κουλτούρα.

Εκεί, στ’ Ανώγεια, στην πλατεία, συναντάμε την εκκλησία του Άη Γιώργη. Είναι ο πρώτος και ο μοναδικός ναός στην Ελλάδα όπου, μαζί με τους Αγίους, τιμώνται και οι ήρωες του 1821. Έτσι, ανάμεσα στον Άγιο Γεώργιο, το Χριστό και την Παναγία, βλέπουμε τις εικόνες του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Παπαφλέσσα, του Μακρυγιάννη, του Κρητικού αγωνιστή Δασκαλογιάννη και της Μπουμπουλίνας. Και μόνο γι’ αυτό, τ’ Ανώγεια στέκονται πρότυπο για όλη την Ελλάδα, άξιο σεβασμού και μίμησης.



Στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας εικονογραφείται ο Άη Γιώργης, ο καβαλάρης Άγιος, πάνω από τα φλεγόμενα Ανώγεια. Η εικονογράφηση αναφέρεται στο ολοκαύτωμα των Ανωγείων από τους Ναζιστές το 1944. Ο Άγιος εμφανίζεται να επιτίθεται στις φλόγες που κατακαίνε τ’ Ανώγεια, που έχουν τη μορφή δράκου. Εδώ ο δράκος εξομοιώνεται με τον φασισμό. Τις πληροφορίες αυτές μου έδωσε ο Παπά-Ανδρέας Κεφαλογιάννης, τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς κι από τη θέση αυτή, και του εύχομαι να είναι πάντα καλά.

Αργότερα, ψάχνοντας, βρήκα μιαν ανάρτηση  του π.Ανδρέα, που είναι ο εφημέριος του ναού του Άη Γιώργη. Γράφει, ανάμεσα στ’άλλα:

«Θέλησε και βγήκε έξω από την Εκκλησιά  του, ο άγιος μας. Τροπαιοφόρος σε σχέση με τα όσα έχει καμωμένα για τα Ανώγεια και τους ανθρώπους του Ψηλορείτη. Στα Ολοκαυτώματα δεν επέτρεψε να χαθεί η δύναμη μας, το κουράγιο και η αλληλεγγύη μεταξύ μας. Στον πόνο, σκούπισε τα δάκρυα μας, έσπρωξε νέους και γερόντους, να δώσουν πάλι τη ζωή, τη χαρά, την ελπίδα…».

Σημείωσα κι αυτά τα λόγια του:

«Στα πόδια του Άη Γιώργη μπροστά, το τέρας του φασισμού, το αποτέλεσμα που δεν ήταν και δεν είναι άλλο πέρα από τα ολοκαυτώματα ψυχών και κοινωνιών...».

Η τοιχογραφία είναι μια ακόμα δημιουργία του Αγιογράφου Νίκου Καζινάκη, μετά από τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης που βρίσκονται μέσα στο ναό.

Φεύγοντας από τ’ Ανώγεια παίρνουμε μαζί μας το άρωμα από τους στίχους μιας μαντινάδας του Γ.Κουτάντου, που είδα γραμμένη σ’ ένα κομμάτι ξύλου:

Χαράς τη μοίρα σου σεβντά
Χαράς το ριζικό σου
Που σου περνά και γίνεται 
Πάντοτε το δικό σου.




Αν γνωρίζετε καλύτερες μαντινάδες, κι αν γνωρίζετε ψηλότερη ποίηση, εδώ είμαι, γράψτε μου!

Κι όσοι πέσατε σε σεβντά, ξέρετε!

6/04/2019

ΚΡΗΤΗ Ι Στο Ιδαίο Άντρο


Αρχίζω από το τέλος. Θέλω να τα προλάβω, προτού να λειώσουν, τα τελευταία χιόνια στον Ψηλορείτη, όπως τα είδα στην τελευταία μου επίσκεψη. Εκεί, στις υπώρειες του ψηλότερου βουνού της Κρήτης, του Όρους Ίδη, όπου τελείωσε το τελευταίο ταξίδι μου στη μεγαλόνησο, μέρες του Πάσχα του 2019. Στο Ιδαίο Άντρο, το σπήλαιο που βρίσκεται στις ανατολικές παρειές της Ίδης, στο οροπέδιο της Νίδας, σε υψόμετρο 1.498 μ. και σε απόσταση 20 χλμ. από τ’ Ανώγεια.







Είχε προηγηθεί πριν από πολλά χρόνια η πρώτη μου επίσκεψη στο Ιδαίο Άντρο, ενώ πολύ αργότερα είχε ακολουθήσει ακόμα μια επίσκεψη, από μιαν άλλη διαδρομή, από τα νότια, με ανάβαση στην κορυφή του Ψηλορείτη, στα 2.456 μ. 



Σε τούτο το ταξίδι, λοιπόν, τελευταίος σταθμός ο γενέθλιος τόπος του Δία του Κρηταγενούς. Του Δία που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, για να συγχωνευτεί με τον Ολύμπιο και τον Δωδωναίο Δία, και να γίνει ο μέγιστος Θεός όλων των Ελλήνων, όπως λέει ο Παναγής Λεκατσάς στην κλασσική του μετάφραση της Θεογονίας του Ησίοδου. 

Εδώ, σ’ αυτή τη σπηλιά, λατρευόταν ο Δίας. Καθόλου περίεργο. Μακριά η παράδοση, από τα χρόνια των Μινωιτών Κρητών, αλλά και των άλλων Ελλήνων, της λατρείας των Θεών σε ιερά κορυφών (άκρων) και σε σπήλαια. Μια παράδοση που συνεχίστηκε και στους χριστιανικούς χρόνους: στην κορυφή του Ψηλορείτη μας περίμενε το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού, χτισμένο περίπου σαν τα μιτάτα, τα γνωστά καταλύματα των βοσκών στα όρη της Κρήτης. 



Να πώς διηγείται ο Ησίοδος, ο μεγάλος επικός ποιητής (και μεταφράζει ο Λεκατσάς) το γνωστό μύθο σχετικά με τη γέννηση του Δία: 

«… Κι’ η Ρέα στην εξουσία του Κρόνου μπήκε και γέννησέ του τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλην Ήρα και τον Άδη το μεγαλοδύναμο πόχει τ’ ανάχτορά του κάτου από τη γη και την καρδιάν αλύγιστη, και το βροντόχτυπο τον Κοσμοσείστη [τον Ποσειδώνα], και τον Δία με το βαθύ μυαλό, πατέρα των θεών και των ανθρώπων, που κάτου απ’ τη βροντή του ολάκερη τραντάζεται η πελώρια γης ως πέρα. Κι’ αυτούς τον έναν ύστερ’ απ’ τον άλλον τους εκατάπινεν ο μέγας Κρόνος, μόλις καθείς τους απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας εκατέβαινε στα γόνατά της. Έτρεμεν η καρδιά του μη κανένας άλλος απ’ αυτόν, απ’ τα δοξασμένα τ’ Ουρανού τ’ αγγόνια, πάρει μέσ’ στους αθάνατους του βασιλιά τ’ αξίωμα».


Όλα αυτά τα φριχτά συνέβαιναν επειδή ο Κρόνος «είχε μάθει από τη Γη κι’ απ’ τον αστρόπληθο τον Ουρανό [τους γονιούς του δηλαδή], πως του ήταν πεπρωμένο κάποτε να νικηθεί από το παιδί του κι’ ας ήταν ο ίδιος ισχυρός – απ’ του μεγάλου Δία το θέλημα. Έτσι λοιπόν, μ’ άγρυπνο μάτι, αυτός στη βάρδια κι’ όλο προσμένοντας, τα τέκνα του κατάπινε, μα και τη Ρέαν ακοίμητος καημός την τυραννούσε. Αλλά σαν ήρθε κι’ η στιγμή το Δία τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων να γεννήσει [η Ρέα], τότε τους ακριβούς ικέτευε γονιούς της, τη Γη και τον αστρόπληθο τον Ουρανό, να στρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς θα μπορούσε τ’ ακριβό παιδί της να γεννήσει, δίχως είδηση να πάρει εκείνος, για να πληρώσει τις κατάρες του πατέρα του και των παιδιών του που κατάπινε ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου του. Κι’ αυτοί στης ακριβής τους θυγατέρας πρόθυμα το λόγο γύρανε τ’ αυτί και συμφώνησαν, κι’ ένα προς ένα της ιστόρησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο γύρ’ απ’ τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο με την ατρόμαχτη καρδιά του. Και την εστείλανε λοιπόν στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα, τη μέρα που ήταν να γεννήσει το πιο νέο απ’ τα παιδιά της, το μεγάλο Δία, και δέχτηκε το βρέφος η πελώρια Γη στην Κρήτη τη μεγάλη να τον θρέψει και να τον φροντίζει».

Η Λύκτος (ή Λύττος) που αναφέρει ο Ησίοδος υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, κοντά σε βραχίονα της Δικταίας Ίδης, μας πληροφορεί ο Λεκατσάς. Ήταν η αρχαιότερη ίσως πόλη της Κρήτης κατά τη Μινωική εποχή και πήρε μέρος με στρατό στον Τρωικό Πόλεμο. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία των ανασκαφών και πολλές επιγραφές, η Λύκτος διακρίθηκε και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.




Εκεί κοντά, λοιπόν, στη Λύκτο, η Γη κι ο Ουρανός έστειλαν την κόρη τους τη Ρέα για να γεννήσει το Δία.
   
Να πώς τα λέει ο Ησίοδος (πάντα σε μετάφραση του Λεκατσά): 

«Και τότε, μέσ’ απ’ της γρήγορης νύχτας τα σκότη φέρνοντάς τον, ήρθε στη Λύκτο πρώτα και παίρνοντάς τον με το χέρι της, σ’ απάτητη τον έκρυψε σπηλιά μέσα στης άγιας γης τα βάθη, στο Αιγαίο βουνό το κατασκέπαστο από βλάστηση [την Ίδη δηλαδή]. Και στ’ Ουρανού το γιο [τον Κρόνο], στον μέγα άνακτα, στον πρώτο βασιλέα των θεών, σπαργάνωσε μεγάλο ένα λιθάρι και του τώδωσε χέρι με χέρι και κείνος τότε παίρνοντας στα χέρια του, τόρριξε στην κοιλιά του, ο δύστυχος! Και δεν του πέρασε απ’ το νου πως για κατόπι, αντί του λιθαριού, έμεν’ ο γιος του χωρίς τίποτε να πάθει, ο γιος του ο ακατανίκητος, που μιαν ημέρα με τα χέρια και τη δύναμή του τον πατέρα του νικώντας θα τον γκρέμιζε απ’ τ’ αξίωμά του, και θα γινόταν βασιλιάς αυτός μέσ’ στους αθάνατους»...


Σημειώστε πως ο Ησίοδος περιγράφει τον Ψηλορείτη (το «Αιγαίο βουνό») σαν «κατασκέπαστο από βλάστηση» βουνό, πράγμα που δεν ισχύει, βέβαια, σήμερα. Είναι γνωστό πως ολόκληρη η Κρήτη κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν ολόκληρη καλυμμένη από πυκνά δάση. Γι’ αυτό και η ανάγκη για μέγα πλήθος φρυκτωριών (κατά το Νίκο Παναγιωτάκη, που έχει κάνει εκτεταμένες έρευνες γι’ αυτό το θέμα).

Την είσοδο του σπηλαίου φύλαγαν, κατά την παράδοση, οι μυθικές φιγούρες Κουρήτες. Κι όταν ο μικρός Δίας έκλαιγε, χτύπαγαν τα σπαθιά τους πάνω στις ασπίδες που κρατούσαν για να μην ακούσει το κλάμα του ο Κρόνος. Κατά μια άλλη εκδοχή, οι Κουρήτες χόρευαν ένα χορό πολύ έντονο και γρήγορο, που έκανε τη βαριά πανοπλία τους να χτυπάει δυνατά και να σκεπάζει το κλάμα του βρέφους.



Οι Κουρήτες αναφέρονται και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Ταυτίζονται αλλού με τους Τελχίνες, αλλού με τους Κορύβαντες και αλλού με τους Καβείρους, ακόμα και με τους Ιδαίους Δακτύλους.

Εδώ ας μου επιτρέψουν οι Κρήτες φίλοι μου να μην αντισταθώ στον πειρασμό ν’ αναφερθώ στην αρχαία Σικυώνα, όπου και ο γενέθλιος τόπος μου! Διότι ανάμεσα στα ονόματα που πήρε η σπουδαία αυτή πόλη της αρχαιότητας στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της (Αιγιαλεία, Μηκώνη, Σικυών, Δημητριάς) ήταν και το όνομα Τελχίς ή Τελχινία, από τους Τελχίνες (ή, κατά μια άλλη εκδοχή, από το όνομα του Βασιλιά Τελχίνα). 

Οι Τελχίνες, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, άλλοτε φέρονται ως θνητοί και άλλοτε ως μυθικοί δαίμονες. Σαν δαίμονες θεωρούνταν παιδιά της Θάλασσας, της Γαίας ή του Πόντου και περιγράφονται ως άποδες και άχειρες, που έφεραν όμως πτέρυγες. Σαν θνητοί, ήταν φημισμένοι μεταλλουργοί, που κατά τον Στράβωνα ήταν οι πρώτοι τεχνίτες του χαλκού και του σιδήρου στην Ελλάδα. Να θυμίσω τη μεγάλη παράδοση της Αρχαίας Σικυώνας στη μεταλλοτεχνία και στις εφαρμογές της στην Τέχνη (βλέπε έργα Λύσιππου). Οι συνειρμοί δικοί σας!




Επιστρέφοντας στον Ησίοδο, μαθαίνουμε πως ο περίφημος «ομφαλός της Γης» που φυλασσόταν στον ιερό τόπο των Δελφών δεν ήταν άλλος από το λιθάρι που σπαργάνωσε η Ρέα και το έδωσε στον Κρόνο για να το καταπιεί νομίζοντας πως καταπίνει το Δία: «και χρόνοι σαν γυρίσανε πολλοί, απ’ την κοιλιά του ο μέγας Κρόνος με το δόλιο νου ανέβασε και πάλι τη γενιά του, από τις τέχνες και τη δύναμη του γιου του νικημένος. Και πρώτα-πρώτα το λιθάρι ξέρασε που τόχε καταπιεί στερνό, κι’ ο Δίας το πήρε και το στήριξεν επάνω στην πλατύδρομη τη Γη μέσ’ στην αγία Πυθώνα, κατ’ από τις πλαγιές του Παρνασού, σημάδι ν’ απομείνει αιώνιο και οι άνθρωποι οι θνητοί να το θαυμάζουν…». 

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως στους Δελφούς βρισκόταν το κέντρο (ο «ομφαλός») της Γης… Ο Ησίοδος μας δίνει την εξήγηση με βάση τη Μυθολογία!

Σημειώστε πως ο Ησίοδος δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «Δελφοί» αλλά «Πυθώνα» (από τον Πύθωνα που σκότωσε ο Απόλλων), εννοώντας φυσικά τους Δελφούς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία! 




Στο Ιδαίο Άντρο που σήμερα ονομάζεται και «Σπηλιάρα» ή «Σπήλιος της βοσκοπούλας» μας περιμένει αρχαιολογικός χώρος στον οποίο έχουν διενεργηθεί ανασκαφές από το1884 και έχουν ανακαλυφθεί αντικείμενα ακόμα και από τη μινωική εποχή, όπως αρχαϊκά αγαλμάτια, φιάλες, χάλκινες ασπίδες και άλλα, που φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου. Στη διαδρομή από τ’ Ανώγεια προς το Ιδαίο Άντρο συναντάμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ζωμίνθου, όπου ανακαλύφθηκε μία σημαντική μινωική εγκατάσταση. 

Πιο χαμηλά από τη σπηλιά υπάρχει ένα πλάτωμα, ένα ξωκλήσι, κάποιες λιθόκτιστες εγκαταστάσεις. Γύρω υπάρχει βλάστηση, δέντρα και θάμνοι όπου βόσκουν μοναχικές αίγες, απόγονοι, υποθέτω, της αρχαίας εκείνης Αμάλθειας που έτρεφε με το γάλα της το Δία! Κάτω απλώνεται το πανέμορφο οροπέδιο της Νίδας, όπου βόσκουν κοπάδια από πρόβατα, και τριγύρω στον ορίζοντα σέρνονται άσπρα σύννεφα. Στο πλάτωμα θ’ αφήσουμε τ’ αυτοκίνητο και θ’ ανέβουμε με τα πόδια. Η σπηλιά, ευρύχωρη και με μεγάλο άνοιγμα, δεν είναι μακριά. Μεγάλος σωρός από χιόνι καλύπτει την κατωφερή είσοδό της. Ο Γιάννης κι ο Θωμάς κατεβαίνουν προσεκτικά. Από το βάθος ξεκινάνε οι γραμμές του βαγονέτου με το οποίο ανεβαίνουν τα υλικά από τις ανασκαφές. 






Σταματάω εδώ. Στην επόμενη ανάρτηση θα σας μιλήσω για τον Άγιο Υάκινθο και τ’ Ανώγεια.