Κώστας Παππής

12/19/2008

Ένα σχόλιο περί δημόσιου πανεπιστημίου (+ δυο ξένα κείμενα)

Δεν ξέρω γιατί, μ’ αυτά και μ’ αυτά, μου πέρασε η εξής σκέψη από το μυαλό:

Αν η σημερινή κυβέρνηση, αλλά και όλες οι προηγούμενες, έσκαψαν συστηματικά τον τάφο για να ταφεί το πτώμα του δημόσιου πανεπιστημίου, εκείνοι που ετοίμασαν και θα του βάλουν τελικά την ταφόπετρα είναι αυτοί ακριβώς που κόπτονται και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπέρ αυτού. Και θα φροντίσουν να είναι η ταφόπετρα βαριά-βαριά, μη και τυχόν το πτώμα εμφανίσει ποτέ συμ-πτώματα Ναζωραίου και νεκραναστηθεί.

Επί των ημερών τώρα, διαβάστε κείμενα από δυο ξένους που σας (μας) αφορούν.

Ο ένας είναι ένας δικός μας ξένος, ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Yale. Λέει, μεταξύ άλλων: «Από το 1974 και μετά κυριαρχεί στη χώρα μας ένας απλοϊκός λόγος που δικαιολογεί, και ενίοτε εκθειάζει, την βίαιη διαμαρτυρία και προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονται οι κάθε λογής κουκουλοφόροι. Είναι ένας βαθιά συντηρητικός λόγος που μετασχηματίζει κάθε αίτημα σε δικαίωμα και μετατρέπει ένα τραγικό θύμα της αστυνομικής βίας σε ήρωα μιας επανάστασης που είναι τόσο ρομαντική όσο και ασαφής. Εν τέλει είναι ένας λόγος που μπλοκάρει κάθε αλλαγή. Χωρίς την κουλτούρα αυτή δύσκολα τα αντικειμενικά προβλήματα θα οδηγούσαν εκεί που οδήγησαν. Θα είχαν, απλούστατα, μια διαφορετική έκφραση που θα αποσύνδεε την δικαιολογημένη διαμαρτυρία από τις εκτεταμένες καταστροφές».

Ο άλλος είναι ξένος-ξένος, ο Daniel Howden και υπήρξε μέχρι το 2004 ανταποκριτής στην Αθήνα του Independent. Λέει κάπου, μεταξύ άλλων: «There is every reason for anger and just as in 1973, the streets are burning – but this time there is no unifying cause and no visible route to redemption. The courts have failed to deliver justice and the police to afford protection. And elections are unlikely to offer any new solutions».

12/09/2008

Πώς βρέθηκε εκεί; Ποιοι τον έστειλαν εκεί;

Αφιερωμένο στον Αλέξη

Μια χώρα παραδομένη στην εξουσία των «αντιεξουσιαστικών» συμμοριών, που ανενόχλητες για μέρες, με κουκούλες, ρόπαλα και βόμβες μολότωφ, τρομοκρατούν, σπάζουν, καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν δημόσια περιουσία αποκτημένη με το μόχθο δεκαετιών του Ελληνικού λαού, σπίτια, αυτοκίνητα και καταστήματα ανθρώπων που αγωνίστηκαν μια ζωή να τα αποκτήσουν, επιχειρήσεις όπου βρίσκουν δουλειά και βγάζουν το ψωμί τους χιλιάδες άνθρωποι.

Μια κυβέρνηση παραδομένη στην εξουσία του φόβου της μη χάσει την εξουσία και της ανικανότητάς της να υπερασπιστεί στοιχειωδώς αυτό για το οποίο έχει ορκιστεί να υπερασπίζεται και για το οποίο κυρίως υπάρχει: τη ζωή, την ειρήνη, την ασφάλεια και τις περιουσίες των πολιτών.

Ένας υπουργός Εσωτερικών που ψελλίζει μπροστά στους δημοσιογράφους ότι, μην το λέτε, το κράτος είναι εδώ και προστατεύει τη ζωή, την ειρήνη, την ασφάλεια και τις περιουσίες των πολιτών (ενώ όλα έχουν παραδοθεί στις φλόγες και στη λεηλασία), και ότι αυτά που βλέπετε, οι φωτιές και τα λοιπά, είναι μόνο στιγμιαίες εικόνες, την επόμενη στιγμή, ας είναι καλά οι κρατικές δυνάμεις, οι φωτιές σβήνουν, και εν πάση περιπτώσει μην κοιτάτε πόσα κάηκαν, δείτε πόσα δεν κάηκαν ακόμα (χάρη στις ενέργειες τις κυβέρνησης και του κράτους, βεβαίως).

Μια κοινωνία που έχει ξεχάσει από πολύ καιρό να είναι κοινωνία. Που έχει αποδεχτεί και στηρίζει είτε παθητικά, με το φόβο και την ανοχή της, είτε ενεργητικά, με την επιδοκιμασία και την ψήφο της τις κάθε είδους εξουσίες που την εξαπατούν και την εκμεταλλεύονται. Που συμβιβάζεται περιδεής με τον κάθε ένα που πουλάει τσαμπουκά. Που αποδέχεται αδιαμαρτύρητα μιαν ανύπαρκτη «δωρεάν παιδεία», που την πληρώνει ακριβά από την τσέπη της. Που υπομένει μια κουτσή και πολυδάπανη «δημόσια υγεία». Που ξεπουλάει τον πολιτισμό της στις εταιρίες και στα κανάλια και τραγουδάει και χορεύει ρυθμούς βαρβαρικούς και χυδαίους. Που δεν επιχειρηματολογεί, που δεν διαλέγεται, αλλά ξεφωνίζει. Που δεν σέβεται το νόμο, τον άλλο συμπολίτη και τα δικαιώματά του, αλλά αυθαιρετεί με την πρώτη ευκαιρία. Που βρωμίζει και καταστρέφει τη φύση και ονειρεύεται χλιδή και επίδειξη.

Ένα πανεπιστήμιο που χορηγεί ανύπαρκτα, ψευδεπίγραφα, άχρηστα πτυχία. Που οι φοιτητές του μέσα από τις οργανώσεις τους, αν νοιάστηκαν για κάτι, ήταν ένα ψευδεπίγραφο «άσυλο», όχι πάντως οι άδειες αίθουσες διδασκαλίας. Που οι λειτουργοί του, ατομικά και μέσα από τους φορείς τους, αν νοιάστηκαν για κάτι, δεν ήταν τα μεταφερόμενα μαθήματα, οι οικογενειακές έδρες και οι «άψογες» διαδικασίες ακαδημαϊκής ανάδειξης και ανέλιξης, ο τρόπος που κερδίζονται οι πρυτανικοί θώκοι, αλλά να μην περάσει η αξιολόγηση - με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Και στην άκρη ένα νεκρό παιδί που, από εκεί που βρίσκεται, αναρωτιέται πώς βρέθηκε εκεί, ποιοι τον έστειλαν εκεί, να είναι άραγε οι κουκουλοφόροι εξουσιαστές και οι ένστολοι μαζί, να είναι οι περιδεείς και οι επίσημοι, ή μήπως είναι μια ολόκληρη υπνωμένη κοινωνία;