Κώστας Παππής

2/27/2012

Μπορούμε να «Επιμείνουμε ελληνικά»;



Με τίτλο «Επιμένουμε ελληνικά» έγραφα στην τελευταία ανάρτηση για την ανάγκη να αλλάξουμε καταναλωτικές συνήθειες (π.χ. να μην αγοράζουμε προϊόντα εισαγόμενα όταν τα ίδια παράγονται στη χώρα μας και να προτιμούμε τον εσωτερικό τουρισμό) αλλά και να παράγουμε ανταγωνιστικά.

Στο άρθρο αυτό απάντησε αναγνώστης με το παρακάτω σχόλιο:

«To κείμενο σας έχει πολλές κρίσιμες και βασικές πλευρές για την ισχυροποίηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ωστόσο θα ήθελα να θέσω στην κρίση σας κάποια βασικά εμπόδια του καταναλωτή στο να αγοράσει ελληνικά προϊόντα. Μιλάω εκφράζοντας την προσωπική μου οικογενειακή κατάσταση στην οποία υπάγονται και πολλοί γνωστοί και φίλοι. Η αβάσταχτη, άδικη φορολογία και η εξευτελιστική κατάσταση που βιώνουμε μας κάνει να στερηθούμε βασικά αγαθά υλικά και κυρίως αναφέρομαι στα τρόφιμα! Θεωρώ απαράδεκτο ένας οικογενειάρχης φορολογούμενος πολίτης με σωστή και τίμια οικονομική διαχείριση, χωρίς σπατάλες και πολυτέλειες όλα του τα χρόνια, να φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να προσφέρει καθημερινά ένα μπουκάλι φρέσκο γάλα στο σπίτι του! Δεν υπερβάλλω και δεν είμαι λαϊκιστής αλλά περιγράφω την σκληρή πραγματικότητα! Σε αυτό τον Έλληνα δεν έχει καμία σημασία αν το μανιτάρι ή το γάλα ή το τυρί είναι ελληνικό ή τουρκικό ή γερμανικό... Σημασία έχει ποιο από όλα αυτά μπορεί να αγοράσει! Και, ναι, να γίνουμε ανταγωνιστικοί και, ναι, να ψωνίζουμε ελληνικά προϊόντα... ΑΛΛΑ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ; Αν τα ζυμαρικά και τα λαχανικά είναι πιο φθηνά του Μπαγκλαντές από της Ελλάδας τότε τι βάζεις σε πρώτη μοίρα;».

Στο σχόλιο του αναγνώστη δύσκολα μπορείς κανείς να φέρει αντίρρηση. Η κατάσταση που βιώνει πια ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων στην Ελλάδα είναι ακριβώς αυτή που περιγράφει. Καταντάει να είναι πολυτέλεια η δυνατότητα επιλογής με κριτήριο άλλο εκτός από το κόστος.  Πώς να «επιμένουμε ελληνικά» όταν η τιμή των ελληνικών προϊόντων σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει την τιμή των αντίστοιχων εισαγόμενων, ενώ το εισόδημα ενός πλήθους οικογενειών δεν επαρκεί ούτε για τα βασικά;

Νομίζω, πάντως, ότι το άρθρο μου δεν παρέβλεψε την αγωνία και τον προβληματισμό του αναγνώστη αλλά και ενός μεγάλου πλήθους συμπατριωτών μας. Θα θυμίσω μόνο ένα μέρος από τη σύνοψη της θέσης μου:  «προϋπόθεση για να τελειώσει η κρίση που ζούμε σαν κοινωνία είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε ελληνικά και επίσης να εξάγουμε. Αυτό απαιτεί να αλλάξουμε καταναλωτικές συνήθειες αλλά και να παράγουμε ανταγωνιστικά. Με τη σειρά του το τελευταίο προϋποθέτει δραστική αύξηση της παραγωγής, με παράλληλη σημαντική μείωση του κόστους που επιβαρύνει τις τιμές διάθεσης των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών...».

Μπορεί κανείς να δει στην παραπάνω σύνοψη το βασικό επιχείρημα: ότι για να παράγουμε και να καταναλώνουμε ελληνικά, με σκοπό να λυτρωθούμε από τον εφιάλτη της κρίσης, πρέπει να παράγουμε, και να παράγουμε ανταγωνιστικά. Πράγμα που απαιτεί και μείωση του κόστους του προϊόντος, που επιβαρύνεται υπερβολικά από διάφορους συντελεστές, μεταξύ αυτών από το μεγάλο μη μισθολογικό κόστος εργασίας, τη γραφειοκρατία, τη φορολογία κλπ. Και φυσικά απαιτεί ένα λογικό περιθώριο κέρδους του παραγωγού (όχι στην αισχροκέρδεια, όπου οδηγούν κυρίως οι μονοπωλιακές καταστάσεις).   

Το να παράγουμε ανταγωνιστικά προϊόντα, με λογικές τιμές και καλή ποιότητα, θα επιτρέψει στον Έλληνα καταναλωτή να στραφεί στα ελληνικά προϊόντα. Θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να βασιστεί στην εγχώρια ζήτηση και να αντιμετωπίσει με επάρκεια τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, εξάγοντας ένα μέρος της παραγωγής, ώστε να μπορεί η χώρα, χωρίς δανεικά, να εξασφαλίζει όσα δεν μπορεί η ίδια να παράγει ανταγωνιστικά. Θα επιτρέψει, τέλος, στην ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει το τραγικό πρόβλημα της εξαθλίωσης, που όλο βαθαίνει, και της ανεργίας.

Νομίζω ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος στο αδιέξοδο που ζούμε. Φυσικά χρειάζεται τεράστιος αγώνας για να το πετύχουμε, συσπείρωση όλων των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας μας, αλλά και ελπίδα και πίστη ότι, έστω αργά και βασανιστικά, τελικά θα τα καταφέρουμε. ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΙΣΤΈΨΟΥΜΕ ΟΤΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ.

Σε αυτό θα επανέλθουμε.