Κώστας Παππής

3/30/2017

Τσιτσάνης, Καβάφης, Μπαλζάκ: λόγος παράλληλος για τη δημιουργία





Ωραία τα ταξίδια, που σε πάνε σε τόπους νέους, σε «λιμένας πρωτοειδωμένους». Ωραία και τα άλλα, τα «επί τόπου», τα ταξίδια του μυαλού, της φαντασίας, με όχημα τα βιβλία. Κάποια από αυτά σε πάνε σε συναντήσεις απρόσμενες. 

Μια τέτοια απρόσμενη συνάντηση μου προέκυψε πρόσφατα.

Βρέθηκα ένα βράδυ σε ένα αφιέρωμα στο μεγάλο μας Βασίλη Τσιτσάνη, με τραγούδια του και αναφορές στη βιογραφία του. Μια τέτοια αναφορά, με θέμα το πώς δημιούργησε τα τραγούδια του, είχε αντληθεί από ένα βιβλίο που έτυχε να το έχω στη βιβλιοθήκη μου (1). 

Ρωτάει το συνθέτη ο βιογράφος του: «Πάντα είχα την περιέργεια να μάθω πώς δούλευες, δηλαδή πώς έγραφες τα τραγούδια σου».

Και ο Τσιτσάνης απαντάει:

«…Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι, εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου, δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε… Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μια εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό εγώ για να φτιάξω ένα τραγούδι. Έβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ό,τι έβγαινε από την ψυχή μου. Υπήρχε βράχος που έπρεπε να σπάσω για να περάσω. Μάτωνα ολόκληρος για να δώσω αυτό που είχα μέσα μου… Όσο και αν κουραζόμουνα είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου… Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν. Όπως η μαρμαρική των αρχαίων Ελλήνων, που έκαναν χρόνια για να φτιάξουν ένα έργο…».

Κατά σύμπτωση, την ίδια μέρα, συνεχίζοντας το διάβασμα ενός μυθιστορήματος του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα Ονορέ Ντε Μπαλζάκ (2), είχα πέσει πάνω σε μια εμβόλιμη αναφορά του στο ζήτημα της μεγάλης δημιουργίας, δηλαδή στο ίδιο ζήτημα με εκείνο στο οποίο αναφέρεται πιο πάνω ο Τσιτσάνης. Γράφει συγκεκριμένα ο Μπαλζάκ (με κάποια υπερβολή, ίσως, σε ορισμένα σημεία) χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την τέχνη της γλυπτικής (της «μαρμαρικής» που λέει ο Τσιτσάνης):
«…Η γλυπτική εργασία οφείλει να είναι συνεχής και αμείωτη, γιατί οι υλικές δυσκολίες πρέπει να εξουδετερωθούνε τόσο τέλεια, το χέρι χρειάζεται να διατηρείται τόσο ευκίνητο, τόσο πρόθυμο και τόσο υπάκουο, ώστε ο γλύπτης να μπορεί να πολεμήσει, ψυχή προς ψυχή, ενάντια στην ασύλληπτη εσωτερική του παρόρμηση, να τη μεταμορφώσει και να την υλοποιήσει… Η συνεχής εργασία είναι νόμος της Τέχνης, όπως άλλωστε είναι και νόμος της ζωής· γιατί η Τέχνη είναι μια εξιδανικευμένη δημιουργία. Γι αυτό και οι μεγάλοι καλλιτέχνες, οι αληθινοί ποιητές δεν περιμένουνε για να δουλέψουνε, ούτε τις παραγγελίες, ούτε τους αγοραστές· παράγουν έργα σήμερα, αύριο, πάντα. Από κει προέρχεται η εξοικείωσή τους με το μόχθο και η διαρκής επίγνωση των δυσχερειών, οι οποίες όμως τους ζευγαρώνουνε με τη Μούσα και τις δημιουργικές δυνάμεις της… Οι μεγάλοι καλλιτέχνες ανήκουν στο έργο τους. Η απομάκρυνσή τους από καθετί ξένο, η αφοσίωσή τους στην εργασία, τους κάνουνε να φαίνονται εγωιστές στα μάτια των ανοήτων, γιατί ο πολύς κόσμος θα ήθελε να τους βλέπει ντυμένους με τα ίδια ρούχα που φοράνε οι κοσμικοί νεανίες, και να ακολουθούν τις συμβατικότητες εκείνες που τις ονομάζομε «κοινωνικές υποχρεώσεις»… Οι μεγάλοι αυτοί άντρες, που οι όμοιοί τους είναι ελάχιστοι και σπανίως τους συναντούνε, πέφτουνε τελικά στην απομόνωση και τη μοναξιά· γίνονται μυστηριώδεις για το πλήθος που, ως γνωστόν, αποτελείται από βλάκες, από ζηλόφθονους, από αμαθείς και από επιπόλαιους…».
Αλλά η δημιουργία, ακόμα κι αν δεν είναι μεγάλης κλίμακας, ακόμα κι αν είναι μικρή, ταπεινή, δεν παύει να είναι δημιουργία. Έτσι, μετά από τις παραπάνω αναφορές, ο νους μου πήγε σε ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη που μιλάει για «το σκαλί το πρώτο», επαινώντας τις προσπάθειες των νέων δημιουργών. Λέει ο ποιητής (3):
Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Ας είναι τα λόγια αυτών των σπουδαίων ανδρών οδηγός για όσους νέους διαλέγουν το δύσκολο δρόμο που οδηγεί στη δημιουργία, όχι μόνο στην Τέχνη αλλά σε όλες τις σφαίρες της ζωής.

**********************
(1) Κώστα Χατζηδουλή, «Βασίλης Τσιτσάνης – Η ζωή μου, το έργο μου», Εκδόσεις Νεφέλη, 1978.
(2) Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, «Η Εξαδέλφη Μπέττη», Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1993.
(3) Κωνσταντίνου Καβάφη, «Ποιήματα 1897-1933», Εκδόσεις Ίκαρος, 1984.