Κώστας Παππής

6/24/2023

Ταξίδι στο άγνωστο με τρύπια βάρκα



 Όπως όλοι γνωρίζουμε (ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε) Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος μιας χώρας που πάνω του βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας της όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, καθώς και την οργάνωση και τους βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Μεταξύ άλλων προσδιορίζει επακριβώς τα όρια των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων ώστε να παρεμποδίζονται τυχόν αυθαιρεσίες σε βάρος των πολιτών. Με αυτή την έννοια, είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της. 

 Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, η θέσπιση του Συντάγματος απαιτεί ευρεία λαϊκή συναίνεση. Το ίδιο συμβαίνει και με την οποιαδήποτε αναθεώρησή του, η οποία δεν μπορεί να γίνεται αν δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να την υπαγορεύουν. Η “ευρεία λαϊκή συναίνεση” είναι κατά κανόνα καρπός σοβαρού διαλόγου και σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν το λαό. Μονοκομματική επιβολή Συντάγματος είναι αδιανόητη αφού ισοδυναμεί με την κυριαρχία αδιάλλακτων δυνάμεων πάνω στην κοινωνία και οδηγεί στην πολιτική ανωμαλία.

 

Όλα αυτά τα στοιχειώδη κι αυτονόητα τινάχτηκαν ξαφνικά στον αέρα πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα το βράδυ των εκλογών της 21 Μαΐου, όταν κάποιος, σαν να μέθυσε από την απρόσμενα μεγάλη εκλογική επιτυχία της παράταξής του, έβγαλε στην επιφάνεια το καλά μέχρι προχθές κρυμμένο μυστικό της:

 

«Στόχος είναι οι 180 βουλευτές για να αλλάξουμε το Σύνταγμα»!

Αυτή ήταν η δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη σε τηλεοπτικό σταθμό το βράδυ των εκλογών που έκανε πολλούς να κουνήσουν θλιβερά το κεφάλι τους κι ακόμα περισσότερους να ανατριχιάσουν. 

 

Συγκεκριμένα, μιλώντας στο ΣΚΑΙ, ο Α.Γ. δήλωσε: «Ασφαλώς στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται βλέπουμε όλοι μας τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ένας διακηρυγμένος στόχος της Νέας Δημοκρατίας είναι η αλλαγή του Συντάγματος. Να πούμε στον κόσμο ότι τώρα το στοίχημα στις δεύτερες εκλογές δεν είναι η Νέα Δημοκρατία να είναι κυβέρνηση αλλά να πάρουμε 180 έδρες μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα».

 

Είναι γνωστός, γνωστότατος ο ακραίος πολιτικός προσανατολισμός του Α.Γ. Δεν είναι μόνο οι κατά καιρούς δηλώσεις του. Όλος ο πολιτικός βίος και η πολιτεία του το μαρτυρούν. Είναι ο ένας από τη γνωστή ακραία δεξιά τριάδα των στελεχών του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης) που το εγκατέλειψαν για να φέρουν … άρωμα δημοκρατίας στη ΝΔ. Και μίλησε ξεκάθαρα. 


Υπάρχει, λοιπόν, κρυφή ατζέντα του κόμματος που πήρε μακράν την πρωτιά στις εκλογές της 21 Μαΐου. Μόνο που εμείς δεν την ξέρουμε. Τι θέλει να αλλάξει και πώς, τι θέλει να καταργήσει. Το κόμμα τα κρύβει αυτά επιμελώς. Το γεγονός ότι άλλοι στο κόμμα (Δένδιας), αλλά κι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έσπευσαν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, δεν ακυρώνει τις προθέσεις αυτού του κόμματος. Όπου περισσεύει ο κυνισμός και η υποκρισία (έχει περίσσευμα κι από τα δυο αλλά κι από αλαζονεία ο νικητής των εκλογών), εύκολα παραχώνεις την αλήθεια.

 

Παράδειγμα ο ίδιος ο Α.Γ. που έσπευσε να κάνει τον … ανήξερο μετά τις διαψεύσεις: «Μα και να είχαμε 180, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο, είναι απίθανο σενάριο, και να είχαμε 180, η συνταγματική αναθεώρηση θέλει και επόμενες εκλογές. Δεν σημαίνει ότι ψηφίζουμε 180 και αλλάζει το Σύνταγμα», λέει τώρα, ενώ είχε δηλώσει πως το στοίχημα είναι «να πάρουμε 180 μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα». Κι ακολούθησε το … πασπάλισμα με τη χρυσόσκονη της υποκρισίας και της απάτης: “η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης πρέπει να είναι συναινετική. Καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς ευρύτερες συναινέσεις”. Έτσι λέω τώρα. Συγκρίνετε το πριν με το μετά.

 

Δεν ξέρω πόσοι τους πιστεύουν πια. Μα το 41% του λαού που τους ψήφισε; θα μου πείτε. Τι να σας πω; Βοηθείστε κι εσείς να καταλάβω! 

Σοβαρά τώρα: 

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου καλούμαστε να ψηφίσουμε, με ψήφο που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όχι απλά μια κυβέρνηση που θα πάρει στα χέρια της τις τύχες αυτής της χώρας για μια 4ετία. Εμείς μπορεί αυτό να νομίζουμε, κι έτσι πρέπει να ψηφίσουμε, αλλά μπορεί στο κρεβάτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας ν’ ανακαλύψουμε μετά τις εκλογές πράγματα που θα μας ξαφνιάσουν πολύ δυσάρεστα.

Θυμηθείτε: το Σύνταγμα “είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της”.

Μια κυβέρνηση κι ένας πρωθυπουργός που έχει ήδη δείξει τις προθέσεις και τα (ανύπαρκτα) όριά του, με όπλο την παντοδυναμία που θα του εξασφάλιζε ο μαγικός αριθμός 180 (βουλευτικές έδρες) θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Μέχρι και να ιδιωτικοποιήσει όχι απλά το νερό αλλά και τον ίδιο τον … αέρα που αναπνέουμε! Θα είχε “στο τσεπάκι του” την παρακολούθηση ολόκληρου, κι όχι μόνο του μισού, πολιτικού συστήματος αλλά και όλων των πολιτών, σαν μεγάλος αδελφός, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτό θα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν που ήδη το ξέρει και το έχει παίξει. Το ερώτημα για κάθε πολίτη είναι ως πού φαντάζεται ότι θα έφτανε.

Η βάρκα είναι ήδη τρύπια. Αντί να σαλπάρουμε μ’ αυτήν σ’ ένα ταξίδι στο πουθενά, ας τη μερεμετίσουμε, αν δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, πριν είναι πολύ αργά.

Βλάχος

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)




 Όταν περνούσαμε από κάποιο μεγάλο χωριό, ειδικά απ’ τη Νεμέα, ο πατέρας μου με άφηνε καμιά φορά να φυλάξω λίγο τα πρόβατα, γιατί ήθελε να πάει να ψωνίσει μερικά πράγματα στα μαγαζιά, από δω κι από κει. Καθώς βρισκόμουνα ασυνήθιστος μέσα σ’ ένα τόπο με πολλούς ανθρώπους, αισθανόμουνα πολύ άβολα, και ειδικά απ’ τα παιδιά της ηλικίας μου. Μερικά με κοιτάζανε περίεργα, απορημένα, σου λέει «κοίταξε, ένας της ηλικίας μου και φυλάει τα πρόβατα». Μερικά με κοιτάζανε με ειρωνεία, αφ’ υψηλού. Κι έγινε μια φορά κάτι που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν το ξεχνάω. Τι σου είναι η παιδική ευαισθησία… Το επεισόδιο έγινε εδώ πιο πέρα, σε μια γειτονιά. Εμείς είχαμε σταλιασμένα τα πρόβατά μας σ’ ένα χωράφι άφραγο, κι εγώ τα φύλαγα, μόνος μου. Ο πατέρας μου, όπως σου είπα, είχε πάει να ψωνίσει. Η μάνα μου και τα κορίτσια κάπου θα ήταν κι αυτές. Ήταν λοιπόν μια παρέα από παιδιά στημένα εκεί και με χαζεύανε, εμένα και το κοπάδι. Ανάμεσά τους ήταν ένα παιδί στην ηλικία μου, στα δέκα-έντεκα. Εκείνος θυμάμαι είχε χτενισμένα τα μαλλιά χωρίστρα, εντελώς ίσια, στην τρίχα. Και κάθε τόσο μου φώναζε, τάχα για να μάθει: 

-         Ρε βλάχο, από πού είσαι, ρε;, και τ’ άλλα παιδιά γέλαγαν.

 Εγώ δεν του απάνταγα. Εμείς, τα παιδιά των τσοπάνηδων, το θεωρούσαμε προσβλητικό να μας φωνάζουνε «βλάχους». Το είχαμε για υποτιμητικό γιατί έτσι το λέγανε, υποτιμητικά. Ήταν το ίδιο σαν να μας λέγανε «γύφτους». Αυτός με τη χωρίστρα συνέχιζε. «Από πού είσαι, ρε βλάχο;». Εγώ συνέχιζα να κάνω πως δεν ακούω και δεν απάνταγα, αλλά μέσα μου έβραζα. Μου είχε αφήσει ο πατέρας μου τη γκλίτσα του. Με τα πολλά, «τι είπες;», γυρνάω και του λέω. Και τον πλησιάζω. «Από πού είσαι, ρε βλάχο; Πώς σε λένε;» μου λέει πάλι και γελάει ειρωνικά. Από κοντά γελάσανε και τ’ άλλα της παρέας του. «Θες να σου πω πώς με λένε;» του κάνω. Και του κοπανάω μια με την γκλίτσα. «Έτσι με λένε!». Αυτός άρχισε να σκούζει. Μας άκουσαν όλοι εκεί γύρω και κάποιοι πλησίασαν. «Τι συμβαίνει;» ρωτάγανε. «Να, αυτός ο βλάχος με χτύπησε», έσκουζε εκείνος. Κι όπως είχαν πλησιάσει, με πλησιάζει κι αυτός και μου ρίχνει με δύναμη μια σπρωξιά. Εγώ δεν το περίμενα κι έπεσα κάτω, ενώ εκείνος τόβαλε στα πόδια. Σηκώθηκα. Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πήγα να τον κυνηγήσω αλλά είχε γίνει καπνός. Έγινα πυρ και μανία και τον έβρισα. Αυτός δεν άκουσε τι του είπα, το άκουσαν όμως οι άλλοι. Του είπα τη χειρότερη βρισιά που ήξερα, που τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε. Ήξερα μόνο πως μπορούσες και να σκοτώσεις αυτόν που θα σε έβριζε έτσι. Αλλά είχα αισθανθεί αδικία. Μεγάλη αδικία. Και προσβολή. Εγώ ήμουνα ένας ξένος, ένας στρατολάτης, άνθρωπο δεν πείραζα και πέρασα απ’ το χωριό του για λίγο, για να φύγω μετά. Αυτός τα είχε όλα, το χωριό του, το σπίτι του, τους φίλους του. Εγώ ήμουνα μόνος μου, κι είχα και να φυλάξω τα πρόβατά μας. Δεν τον προκάλεσα.