Κώστας Παππής

9/27/2018

Πέρασμα από τη Συκαμνιά του Στρατή Μυριβήλη



Όταν είχα πρωτοέρθει στο νησί, πριν 36 ολόκληρα χρόνια, δεν είχα περάσει από τα μέρη της Συκαμνιάς, του βορειότερου χωριού της Λέσβου. Έχουν μεσολαβήσει από τότε τα διαβάσματα έργων του Μυριβήλη και η μεγάλη εκτίμησή μου γι αυτά τα έργα. Αυτά είναι που με έκαναν να θέλω να επισκεφτώ εξάπαντος τη γενέτειρά του. 

Χτισμένη στο βορειοδυτικό κομμάτι του νησιού, σε μια ράχη του ψηλότερου βουνού της Λέσβου, του Λεπέτυμνου, η Συκαμνιά πήρε το όνομά της από τις πολλές μουριές της περιοχής. Ανεβαίνω το λιθόστρωτο του χωριού. Δεξιά-αριστερά λίγα σπίτια χωμένα σε πολύχρωμες αγκαλιές από άνθη. Εδώ ένα στεφάνι από την περασμένη Πρωτομαγιά, φτιαγμένο από αμάραντο. Μαζί και ένα-δυο γαϊδουράγκαθα και σκόρδα – για το μάτι. Τέτοια στεφάνια είδα και στη Μήθυμνα κι αλλού.






Γρήγορα βρίσκομαι στην πλατεία του χωριού. Πόσα χρειάζεται μια πλατεία, εκτός από λίγη άπλα στα μέτρα ενός χωριού; Πόσα χρειάζεται για να σε υποδεχτεί απλά σαν ένας φίλος που ήσασταν και χτες μαζί; Φτάνουν ένα καφενείο και μια ταβέρνα με θέα από ψηλά το πέλαγος, δυο-τρία γέρικα σπίτια, μια παλιά κρήνη, δυο-τρία δρομάκια που να σε οδηγούν στα άλλα σπίτια του χωριού, αν κάποια είναι αρχοντικά και πολλά πετρόχτιστα ακόμα καλύτερα, η σκιά ενός πράσινου θόλου, κι ας μην είναι από πλατάνι. Αυτά μου τα προσφέρει εγκάρδια η Συκαμνιά.








Κατευθύνομαι στο πατρικό του Στρατή Μυριβήλη (30 Ιουνίου 1890 – 19 Ιουλίου 1969), συγγραφέα της περίφημης Τριλογίας του Πολέμου (Η ζωή εν τάφω, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Η Παναγία η Γοργόνα). Αυτός είναι ο κύριος προορισμός μου εδώ. Είναι κοντά στην τρίκλιτη βασιλική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Απέναντι από το σπίτι ένα ωραίο αρχοντικό με αέτωμα, όπου διαβάζω: Εθεμελειώθη τη Α΄ Ιουνίου 1899. Γύρω άλλα πετρόχτιστα σπίτια, μια κρήνη, λιθόστρωτα δρομάκια. Θαυμάζω κάποιες λεπτομέρειες.









Περίμενα ότι το σπίτι του συγγραφέα θα λειτουργούσε ως μουσείο. Είναι κλειστό. Όμως ακούω ένα ραδιόφωνο από μέσα. Διστάζω. Περνάω τελικά το χέρι μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στο μεταλλικό κιγκλίδωμα, στο μικρό παράθυρο της πόρτας και ανοίγω. Δεν βλέπω κίνηση. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς εδώ, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω το ραδιόφωνο, που εκπέμπει το πρόγραμμα ενός τοπικού σταθμού. Η απορία μου λύνεται γρήγορα. Από την πόρτα της κουζίνας προβάλλει η κυρία Μαρία. Δεν δείχνει να ταράζεται ιδιαίτερα που με βλέπει. Θα πρέπει να έχουν προηγηθεί κι άλλοι αδιάκριτοι σαν και μένα. Ή δεν προλαβαίνει να αντιδράσει έγκαιρα, πριν την περιλούσει ο καταιγισμός από τις χίλιες συγγνώμες μου. Με υποδέχεται αναγκαστικά με ένα χαμόγελο, αμήχανο στην αρχή, που γίνεται σιγά-σιγά πιο εγκάρδιο, για να καταλήξει σε φιλικό, και να ανέβει στην κορυφή της κλίμακας της εγκαρδιότητας όταν της εξηγώ πως έχω μεγάλη αδυναμία στο Μυριβήλη, που τον θεωρώ ως συγγραφέα ισάξιο με τον Καζαντζάκη. Δείχνει συγκινημένη και κάτι ακόμα περισσότερο: υποχρεωμένη. Πώς να μη νοιώσει υποχρεωμένη από τέτοια θερμά λόγια, όταν η κυρία Μαρία συμβαίνει να είναι ανιψιά του Μυριβήλη, κόρη της αδελφής του συγγραφέα; 

Μου δείχνει το σπίτι, γεμάτο από οικογενειακές φωτογραφίες και αντικείμενα από τότε που ζούσε εδώ ο συγγραφέας. Μου εξηγεί τι βλέπω. 

Εδώ ο θείος.




Εδώ η μητέρα του.




Να μια φωτογραφία του Μυριβήλη μαζί με άλλους σπουδαίους Λέσβιους συγγραφείς, αυτούς που δημιούργησαν το περίφημο πνευματικό κίνημα της Λεσβιακής Άνοιξης, που άνθησε στις αρχές του 20ού αιώνα με επίκεντρο τη Λέσβο. Τη φωτογραφίζω αλλά δεν μου βγαίνει καθαρή.

Εδώ ένας πίνακας, χαρακτηριστικός των σπιτιών της εποχής των αρχών του 20ου αιώνα.



Εδώ άλλος πίνακας.




Δεν θέλω να παρατείνω την αδιάκριτη εισβολή μου στο σπίτι, την ευχαριστώ για την καλοσύνη της να με δεχτεί και αποχωρώ.

Πριν κλείσω, λίγα λόγια για το Λέσβιο συγγραφέα.

Ποιος ήταν ο λογοτέχνης Μυριβήλης; Αντιγράφω από το el.wikipedia.org:

 «Η γενιά που γαλουχήθηκε με τους αγώνες του Ψυχάρη για την ελληνική γλώσσα, παρακολούθησε την αναγέννηση του ελληνικού έθνους με τους βαλκανικούς πολέμους και έζησε τη συντριβή της μεγάλης ιδέας με τη μικρασιατική καταστροφή. Ο Στράτης Μυριβήλης έδειξε από τα πρώτα του έργα το σύνδεσμό του με την παράδοση, από την οποία δεν αποσπάστηκε ποτέ. Συγγραφέας, δημοσιογράφος - ζούσε κυρίως από τη δημοσιογραφία - χρονογράφος, από τα πιο ζωηρά και μαχητικά πνεύματα της γενιάς του, βρέθηκε σε συνεχή επαφή με τα σύγχρονά του γεγονότα, έχοντας πάντα στο νου του τον αναγνώστη. Σε αυτή τη ζωντανή του επαφή οφείλονται κατά κύριο λόγο η ενασχόλησή του με την τρέχουσα θεματολογία και η χρησιμοποίηση γλώσσας, που κυμάνθηκε ανάμεσα στην καθαρή δημοτική και στη δημοσιογραφική μικτή. Ο λόγος του πυρετικός, διατηρούσε τη ζεστασιά και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, πλούσιος σε εικόνες, με άφθονα λυρικά στοιχεία. Η γραφή του πληθωρική και ερεθιστική, ταλαντεύτηκε κάποτε ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. Το έργο του, "νησίδα γραφικής επαρχιακής ζωής μέσα στην αστοκρατούμενη πεζογραφία της γενιάς του Τριάντα" όπως έχει επισημανθεί».

Όσο με έθελξε ως συγγραφέας ο Μυριβήλης, άλλο τόσο με απογοήτευσε για τις Οβιδιακές μεταμορφώσεις του, για τις συνεχείς πολιτικές και ιδεολογικές μετακινήσεις του  και ιδίως για τη στάση που κράτησε σε πολύ σοβαρά ζητήματα της εθνικής  μας ζωής. Υπήρξε οπαδός του δημοτικισμού, βενιζελικός αλλά και βασιλικός στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Κατά το Διχασμό επιλέγει το στρατόπεδο του βενιζελισμού και γίνεται σφοδρός κατήγορος της βασιλείας και του Κωνσταντίνου. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταλείπει τη φιλοπολεμική ρητορεία και υιοθετεί αντιμιλιταριστικές θέσεις. Υποστηρίζει την ιδέα της συνεργασίας των τάξεων και του αναίμακτου κοινωνικού μετασχηματισμού, απορρίπτοντας τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φασισμό. Από το 1936 εκδηλώνεται ως ένθερμος υποστηρικτής της βασιλείας, του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά. Στα χρόνια του Εμφυλίου κορυφώνονται ο συντηρητισμός και ο αντικομμουνισμός του: «σύσσωμο το Εθνος, το αιώνια νεανικό Εθνος, ξεκίνησε κάτω από τα τρία σύμβολα, το Σταυρό, και τη Σημαία του πολέμου και το Στέμμα, και καθάρισε την Ελληνική γη από την αγέλη των κόκκινων λύκων. Τα δίποδα θεριά σκόρπισαν, έφυγαν όσοι γλίτωσαν. Κρύφτηκαν τρέμοντας στις σλαύικες λυκοφωλιές τους, με τη ραχοκοκκαλιά τσακισμένη, με το ρύγχος βουτηγμένο στο πιο καθάριο αίμα». Ο ρατσισμός του είχε ήδη πάρει ακραίες μορφές. Οι Τούρκοι χαρακτηρίζονται απολίτιστοι και πολεμοχαρείς, «ασελγείς χιμπατζήδες», που με τα «βρώμικα χέρια» τους έδιωξαν τους Ελληνες από τη Μικρασία. Ενώ οι Βούλγαροι είναι «Πρωτόγονοι, γουρουνοτσαρουχοφόροι κομιτατζήδες», «κτηνάνθρωποι του Φερδινάρδου», που «δεν έχουν συνηθίσει τον κόσμον με δείγματα πολιτισμού και φιλανθρωπίας». 

Για τα παραπάνω, βλ. το άρθρο της Μαρίας Μανδαμαδιώτου: 

https://www.efsyn.gr/arthro/yperatomo-apo-kathari-zymi

Θα κατέβω τώρα στη Σκάλα, όπως λένε τα επίνεια των ορεινών χωριών, τη Σκάλα της Συκαμνιάς, όπου έχω ραντεβού με την Παναγιά τη Γοργόνα!

Θα συνεχίσω.

9/23/2018

Βαθειά ανάσα μετά τη Μόρια



Το καλάθι γύρισε άδειο.

Φυσικό ήταν. Το έχω ελάττωμα να ανεβαίνω στο δάσος για μανιτάρια πολύ πριν την εποχή τους.

Αλλά μάζεψα ομορφιά και τη μοιράζομαι μαζί σας.

Βαθειά ανάσα μετά τη Μόρια...












9/21/2018

Μόρια



Οι οσμές δεν φωτογραφίζονται. Αν φωτογραφίζονταν, θ’ ανέβαζα μια φωτογραφία για να πάρετε μιαν ιδέα για το τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα στο στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας. Μια φωτογραφία  με την οσμή του οχετού που «φιλοξενεί» τις χιλιάδες ψυχές, που αδυσώπητες δυνάμεις έχουν πετάξει εκεί, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη. Με την οσμή που σε χτυπάει πολύ πριν φτάσεις στα όρια του στρατοπέδου. 

Ποια είναι η Μόρια; 

Είναι το στίγμα της Ευρώπης. Είναι το στίγμα της Ελλάδας, έστω κι αν έχει δώσει βοήθεια από το υστέρημά της κι από τα αποθέματα της ψυχής και του πολιτισμού της. Είναι το στίγμα της απανθρωπιάς των παγκόσμιων κέντρων εξουσίας.





Βρέθηκα στη Λέσβο, Σεπτέμβρη μήνα του 2018. Πέρασα κι από τη Μόρια. 

Πριν όχι πολλά χρόνια αυτό το νησί και οι άνθρωποί του είχαν προταθεί για το Νόμπελ Ειρήνης, για την ανθρωπιά που είχαν δείξει οι κάτοικοί του απέναντι στους πρόσφυγες. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου της Λέσβου τους είχε συμπαρασταθεί, είχε σταθεί στο πλάι  τους, τους είχε βοηθήσει με κάθε τρόπο. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Μέχρι που κάποιοι, πριν δυο χρόνια, πήγαν να κάψουν τους πρόσφυγες με βόμβες μολότοφ. Όπως έκαιγαν οι ιδεολογικοί προπάτορές τους στους φούρνους της ναζιστικής Γερμανίας κάποιους άλλους. 

Σήμερα λίγοι θέλουν τους πρόσφυγες στη Λέσβο. Οι πολλοί δεν τους θέλουν. Κουράστηκαν; Πέρασε η μαύρη προπαγάνδα για τους «ξένους» που ήρθαν για να χαλάσουν τον τόπο; Για να μπάσουν στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας την τρομοκρατική πτέρυγα του Ισλάμ; Ό,τι και να συμβαίνει, οι Μυτιληνιοί έχουν γυρίσει την πλάτη τους στους πρόσφυγες. Δεν τους θέλουν. Θέλουν να φύγουν. Θέλουν να ξαναβρούν τον τόπο τους όπως τον ήξεραν. Με τον πλούτο και τη φτώχεια τους, μόνο να είναι η δική τους φτώχεια. Με τα προβλήματα τους, μόνο να είναι τα δικά τους προβλήματα. Με την ομορφιά του τόπου τους προπάντων. Τον θέλουν όπως τον ήξεραν. Δεν έχουν άλλη υπομονή, άλλη ανοχή. 

Κι όμως η Λέσβος είναι νησί που έζησε την τραγωδία της προσφυγιάς. Της ελληνικής προσφυγιάς, τότε με την καταστροφή του 1922. Στη Μικρασιατική τραγωδία χιλιάδες  Έλληνες αναγκάστηκαν  να ξεριζωθούν με τραγικές συνθήκες και να έρθουν να κατοικήσουν εδώ, χτίζοντας μια νέα πατρίδα. Λίγα μίλια χωρίζουν το νησί από την απέναντι ακτή, της σημερινής Τουρκίας. Στα χωριά της ανατολικής ακτής οι κάτοικοι βλέπουν κάθε βράδυ τα φώτα από τ’ Αϊβαλί και τ’ άλλα χωριά απέναντι, από τις πατρίδες των γονιών τους. Αλλά οι παλιές γενιές έχουν φύγει πια. Οι νέες γενιές δεν έζησαν την καταστροφή και την προσφυγιά. Όλα αυτά είναι τόσο παλιά. Ζουν πια στο σήμερα. Ξεχνούν ότι η Λέσβος υπήρξε κι αυτή νησί της προσφυγιάς.

Σήμερα η εικόνα της παρατεινόμενης εξαθλίωσης, που δεν έχει ελπίδα τερματισμού, έχει καθίσει πάνω στο νησί. Δεν είναι μόνο η Μόρια. Στη Μυτιλήνη βλέπεις τους πρόσφυγες παντού, στο λιμάνι, στην αγορά, στους δρόμους. Κάποιοι κάθονται με τις ώρες άπραγοι σε μια  σκιά. Ένας περπατάει μόνος, σκυφτός  και μονολογεί . Κάποια παιδιά ψάχνουν στους κάδους.  Στο δημόσιο πάρκινγκ, στο κέντρο της πόλης, σε προειδοποιούν: μην το αφήσεις, θα το βρεις σπασμένο. Μετά διευκρινίζουν πως τη δουλειά την κάνουν οι Ρομά, που επιδίδονται και στην επαιτεία. 




Δεν είναι παντού έτσι. Σε Μήθυμνα, Πέτρα, Ερεσό, βλέπεις την καθωσπρέπει εικόνα του τουρισμού.  Άλλη πραγματικότητα. Όμως κι εκεί τα ίδια αισθήματα για τους πρόσφυγες.

Λέσβος.  Ένα νησί απίστευτης ομορφιάς, με τεράστια ιστορία και πολιτισμό  από τα πανάρχαια χρόνια. Νησί των ποιητών (Σαπφώ, Αλκαίος, Αρίων), των φιλοσόφων (Πιττακός ο Μυτιληναίος). 

Ένα νησί όπου σήμερα βρίσκει στέγη, όχι όμως τόσο φιλόξενη όσο στις αρχές, η δυστυχία του κόσμου.

Πριν δέκα οχτώ χρόνια βρέθηκα στη Συρία. Πέρασα κι από το Χαλέπι. Μια αρχαία πόλη με ιστορία, που ευημερούσε, πάνω στον παλιό δρόμο του μεταξιού. Τότε οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από ανθρώπους, το εμπόριο ανθούσε, τα παιδιά έπαιζαν στα πάρκα και στις πλατείες.  Άνθρωποι με ψηλό μορφωτικό επίπεδο και αρκετοί με ψηλό εισόδημα. Με πήγαν σε περιοχές με σπίτια όπου συναγωνίζονταν ο πλούτος με την αισθητική. 

Μετά όλα χάθηκαν. Η πόλη συντρίμμια. Ολόκληρη η Συρία στις φλόγες. Οι άνθρωποι δεν είχαν επιλογή. Οι δυνάμεις που συγκρούονταν ήσαν πάνω από αυτούς, πάνω από κάθε τι ανθρώπινο. Με ποιους να πάνε, ποια δύναμη να διαλέξουν; Πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για να σώσουν τις οικογένειές τους, να σώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί. Πέρασαν τα σύνορα, πέρασαν όπως-όπως τις πύλες της Ευρώπης, ήρθαν στην Ελλάδα, προσδοκώντας μιαν ανθρώπινη μεταχείριση. Όσοι μπόρεσαν τον πρώτο καιρό να προωθηθούν στις άλλες χώρες της Ευρώπης σώθηκαν. Οι άλλοι που εγκλωβίστηκαν εδώ διαψεύστηκαν. Η Ευρώπη απαντάει στην Ελλάδα κυνικά: βγάλτε τα πέρα μόνοι σας.




Αυτοί που στοιβάζονται στη Μόρια, 8.000 ψυχές (άλλοι μιλάνε για πολύ περισσότερες), δεν βλέπουν φως από πουθενά. Ο Δήμαρχος Λέσβου μιλάει για συνθήκες Νταχάου στη Μόρια, σε αντίθεση με τον «παράδεισο» των προσφύγων στο Καρά Ντεπέ. Οι διαδικασίες παροχής ασύλου καρκινοβατούν. Επιστροφές ελάχιστες, λίγες και οι μεταφορές σε άλλες περιοχές, ενώ σημειώνονται νέες αφίξεις. Ο τόπος που αναγκάζονται να κατοικήσουν έχει ξεχειλίσει. Κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής. Οι άνθρωποι γίνονται αγρίμια. Οι ψυχές αρρωσταίνουν. Σκηνές βίας ξεσπούν. Παρανομία, εγκληματικότητα, βιασμοί. Συμπλοκές ανάμεσα σε «αντίπαλες» εθνικότητες. Οι σκηνές έξω από το στρατόπεδο των προσφύγων, που έχει μια στοιχειώδη υποδομή, είναι πολλαπλάσιες από τις σκηνές του στρατοπέδου. Εκεί, έξω από το στρατόπεδο, δεν υπάρχουν υποδομές. Δεν υπάρχει νερό, ηλεκτρικό, αποχετεύσεις. Σε λίγο καιρό θα πλακώσει χειμώνας. Πώς θα επιβιώσουν;      

Και η βρώμα, η δυσωδία…

Σκέφτομαι να στείλω στους ηγέτες της γης μια φωτογραφία από το στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας. Πού ξέρεις, μπορεί ο άγγελος ή ο δαίμονάς μου να κάνουν το θαύμα τους και αυτή η φωτογραφία να κάνει την εξαίρεση: να μπορέσει να τους μεταφέρει την οσμή του στρατοπέδου. Αλλά το ξανασκέφτομαι και αλλάζω γνώμη.  Αυτών η όσφρηση συγκινείται μόνο με την οσμή της εξουσίας και του χρήματος. Τις άλλες οσμές δεν τις πιάνει. Κι αν τις πιάσει, την αφήνουν παγερά αδιάφορη.     

9/14/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση: Κάστρο των Σφυρών, Παναγία του Βράχου, και Έξοδος!



- Είπαμε στην προηγούμενη συνέχεια για την ιστορία της αρχαίας Ταρσού. Μας μένει η ονομασία «Κάστρο των Σφυρών» και η Παναγία του Βράχου. Το οδοιπορικό μας οδεύει στο τέρμα του. Έξοδος!




- Ο Μπουβής αναφέρει ότι η ονομασία αυτή προέρχεται από περιστατικό της άλωσης της Ταρσού. «Μαζί με τους Ταρσινούς είχαν κλειστεί στο κάστρο και 20 Αλβανοί, που πολέμησαν με λύσσα τον Μωάμεθ [Β΄ τον Πορθητή]. Αυτούς τους είχε πιάσει νωρίτερα ο Μωάμεθ αιχμαλώτους αλλά τους είχε χαρίσει τη ζωή με τη συμφωνία να μην ξαναπολεμήσουν εναντίον του. Εκείνοι όμως, παρά την υπόσχεσή τους κλείστηκαν στο κάστρο με τους Έλληνες και πολέμησαν τους Τούρκους. Γι’ αυτό ο Μωάμεθ, όταν τους έπιασε, τους έσπασε τα σφυρά, δηλαδή τους αστραγάλους, ώστε να μη μπορούν πια να σταθούν στα πόδια τους, και τους άφησε να πεθάνουν. Από την απάνθρωπη αυτή πράξη πήρε το κάστρο το όνομά του [«Κάστρο των Σφυρών»]. Σ’ αυτό το κάστρο βρισκόταν, λένε, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος ενώ ήταν ακόμη Δεσπότης του Μυστρά όταν έλαβε το μήνυμα από την Πόλη για να γίνει Αυτοκράτορας του Βυζαντίου». 




- Ωραία. Νομίζω πως τώρα, για να ολοκληρώσουμε το οδοιπορικό μας, ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια και για την Παναγία του Βράχου.
- Ξεκινάμε. Το εκκλησάκι βρίσκεται πολύ κοντά στα σημερινά χωριά, μόλις ένα-δυο χιλιόμετρα απόσταση. Σύμφωνα με τη λυρική περιγραφή του Μπουβή, που δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα, «ένας εντελώς κάθετος, γρανιτώδης βράχος που εκτείνεται σε μήκος περίπου 500 μ. και ύψος 100 μ. προβάλλει μπροστά μας άγριος και απειλητικός. Μερικές νεροσυρμές κατά αποστάσεις, που σχηματίστηκαν από τη ροή του νερού στο πέρασμα των χρόνων, διακόπτουν τη μονοτονία του άγριου βράχου…». Εδώ, σε μια βαθειά σπηλιά του βράχου, χτίστηκε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία. Ποιος και πότε το έκτισε, άγνωστο. Σύμφωνα με μια παράδοση, το εκκλησάκι ιδρύθηκε ως εκπλήρωση τάματος από μια γυναίκα που σώθηκε ως εκ θαύματος στην άλωση της Ταρσού από τον Μωάμεθ. Αργότερα, λίγα μέτρα πιο κάτω, χτίστηκε μια άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Μαζί με μερικά κελιά αποτελούν την εγκαταλειμμένη  μονή της Αγίας Τριάδας. Ούτε συζήτηση ότι αξίζει να επισκεφτεί κανείς την Παναγία του Βράχου. Εκτός που αποτελείται από διάφορους εντυπωσιακούς μικρούς θαλάμους, που διαδέχονται ο ένας τον άλλον ως το βάθος της σπηλιάς, υπάρχει αξιόλογη εικονογράφηση και προσφέρει μοναδική θέα. Γιορτάζει στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, οπότε γίνεται πανηγύρι. Αυτά εν ολίγοις.




- Τελειώσαμε ή μου φαίνεται;
- Τελειώσαμε! Εκεί θα είναι η τελευταία μας στάση, στο οδοιπορικό μας που ξεκίνησε ανύποπτα, από τη «δική μου Μεταμόρφωση», από το βυζαντινό εκκλησάκι, το χτισμένο με αρχαίο υλικό, ανάμεσα στο Βέλο και στα Ταρσινά, που ανακάλυψα εντελώς τυχαία.
- Τι τύχη που την είχες!
- Δίπλα ήταν, λίγα χιλιόμετρα απόσταση από το γενέθλιο τόπο, που τώρα έχει γίνει ο τόπος του παραθερισμού.
- Κι όμως, έπρεπε να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες μέχρι να το ανακαλύψεις.
- Και πάλι καλά! Ζούμε ή περνάμε μια ολόκληρη ζωή δίπλα σε θαύματα, και αρνούμαστε να τα δούμε. Άνθρωποι ταξίδεψαν, είδαν κι έμαθαν πολλά. Είμαστε δίπλα τους, κι όμως αρνούμαστε να τους ακούσουμε. Και αρνούμαστε να σκεφτούμε πέρα από τα γνωστά, τα τρέχοντα και τετριμμένα. Πώς το είπε ο Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία; «Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα ει»! «Είσαι τυφλός και στα αυτιά και στο μυαλό και στα μάτια»! Ας μην πω στον πειρασμό να μεταφέρω τα λόγια του Οιδίποδα στους σημερινούς Νεοέλληνες… Αλήθεια, εσύ τι λες; Είναι άραγε οι σημερινοί Νεοέλληνες τυφλοί και στα αυτιά και στο μυαλό και στα μάτια;
- Αν κρίνω από πολλούς γύρω μου… Αλλά ας μη μπούμε σ’ αυτή τη συζήτηση. Ας γυρίσουμε στο οδοιπορικό μας.
- Συμφωνώ. Πίσω στο οδοιπορικό μας, λοιπόν, που μας οδήγησε λίγο έξω από τα Ταρσινά, προς τα νότια, στον τόπο που λατρευόταν κάποτε η Άρτεμη και τώρα η Παναγία η Ευαγγελίστρια.
- Δεν είναι λίγοι οι χριστιανικοί ναοί που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια αρχαίων ναών…
- Πολλών κατεστραμμένων από τους χριστιανούς για να σβήσει η παλιά, παγανιστική θρησκεία των Ελλήνων. Έγινε τότε πολλή ζημιά. Χάθηκαν τόσοι θησαυροί της τέχνης και του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας…
- Και διηγώντας τα να κλαις… Αν και, σε αρκετές περιπτώσεις, στη θέση των αρχαίων ναών, που πολλοί καταστράφηκαν για άλλους λόγους και όχι εξαιτίας των χριστιανών, χτίστηκαν νέα θαύματα, μνημεία πολιτισμού. Τέτοια υπέροχα μνημεία χτίστηκαν και με τη χρήση υλικών από τους αρχαίους ναούς.
- Όπως στην περίπτωση του χριστιανικού ναού της Μεταμόρφωσης των Ταρσινών, της «δικής σου Μεταμόρφωσης».
- Ακριβώς. Αλλά, ξανά, ας γυρίσουμε στο οδοιπορικό μας.
- Που μας πήγε στην αναπαράσταση της ετήσιας αποδημίας των τσοπάνων στην αρχή του χειμώνα από τον Ταρσό στα χειμαδιά των Ταρσινών Καλυβιών και πάλι πίσω, στον Ταρσό, στην αρχή της άνοιξης.
- Τι περιπέτεια κι αυτή!
- Κάθε χρόνο, σαν τα χελιδόνια!
- Έπειτα οδηγηθήκαμε στην αναζήτηση της ψυχής του τόπου. Των σημερινών Ταρσινών. Όπου αναρωτηθήκαμε τι έμεινε από τις χαρές και τις πίκρες των ανθρώπων που έζησαν εδώ τόσα χρόνια, σχεδόν δυο αιώνες, τι έμεινε στον τόπο από την ψυχή του δηλαδή. Και είπαμε πως η ψυχή του τόπου τριγυρνάει σαν σκιά σε τόπο μακρινό, μαζί με τις  ψυχές των ανθρώπων που έφυγαν για να έρθουν άλλοι.
- Με τις δικιές τους έννοιες, τη δική τους λογική. Θυμάμαι που μου έλεγες πως, όταν επισκέφτηκες τα Ταρσινά για να μαζέψεις πληροφορίες και υλικό, κάποιοι έδειξαν ενδιαφέρον, αλλά κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να σε ψαρέψουν για την πολιτική σου ταυτότητα, αν θα είσαι … υποψήφιος στις επόμενες εκλογές και - συμπέραναν - γι αυτό η τιμή της επίσκεψης!
- Άστο! Και να που το οδοιπορικό μας σήμερα καταλήγει στην αρχαία Ταρσό και στην Παναγία του Βράχου. «Καταλήγει» είπα; Αλλά το ταξίδι δεν καταλήγει ποτέ!
- Ποτέ! Αλλά με την κουβέντα φτάσαμε σχεδόν. Να μπροστά μας ο κάμπος του Φενεού, να τα χωριά του, να η Ντουρτουβάνα και ο Σαϊτάς απέναντι. Σε λίγο θα φανεί η Γκούρα. Μετά το Στενό. Και, τέλος, ο Ταρσός με τα δυο χωριά του!
- Ετοιμάσου για μεγαλεία. Από τη μια τα Μετέωρα της Κορινθίας, απ’ την άλλη, απέναντι, η δασωμένη Ζήρια με την ψηλότερη κορφή της, την Τρικαλιώτικη!




- Και εις άλλα με υγεία!

9/08/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση: Ταρσός, η αρχή



- Ώρα να φύγουμε. Ψηλά βουνά μας καλούν, η Ζήρια κι ο Χελμός. Οι τόποι καταγωγής των Ταρσινών. Τα αγέρωχα Μετέωρα της Κορινθίας. Η αρχαία Ταρσός και η ματωμένη ιστορία της στα χρόνια του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Η Παναγία του Βράχου… Έτοιμος;   

- Φύγαμε!




- Από Σούλι-Στυμφαλία-Καστανιά-Φενεό θες ή από Ξυλόκαστρο-Τρίκαλα-Καρυά; 

- Διάλεξε εσύ.

- Πάμε από την πρώτη διαδρομή και επιστρέφουμε από τη δεύτερη. Αλλά πηγαίνοντας λέω να παρακάμψουμε την Καστανιά. Μετά το Καρτέρι, θα πάμε αριστερά προς Λαύκα και θα πάρουμε τον καινούργιο δρόμο που θα μας βγάλει στο διάσελο για να πέσουμε στο Φενεό. Τον έχει πάρει;

- Φυσικά. Θα γλιτώσουμε έτσι τις ανηφόρες και τις στροφές της Καστανιάς. Χρόνια ανολοκλήρωτος ο δρόμος, αλλά ευτυχώς πρόσφατα τελείωσε κι αυτός. Τα καλά που λέγαμε. Αλήθεια, ακόμα αμφιβάλλεις ότι πάμε καλά;

- Ησύχασε, δεν αμφιβάλλω. 




- Λοιπόν, πηγαίνοντας θα πούμε όσα έχουμε να πούμε για τον τόπο, εντάξει; Όπως σου έχω πει, στον κάμπο της Βόχας, πριν από τα Ταρσινά, υπήρχαν, στην ίδια θέση, τα Ταρσινά Καλύβια. Δηλαδή τα χειμαδιά των κτηνοτρόφων που ξεκινούσαν  από τα σημερινά χωριά Άνω και Κάτω Ταρσός, στο Φενεό, κι έφταναν εδώ για να ξεχειμάσουν. Τα χωριά αυτά χτίστηκαν σε μια περιοχή που για δυο τουλάχιστον αιώνες ήταν περιοχή ερειπίων, ερημιάς κι εγκατάλειψης. Υπήρχε εκεί μια πόλη σπουδαία, που δεν τη βάζει ο νους σου. Τίποτα δεν έχει μείνει από αυτή την πόλη. Ήταν η Ταρσός. Η περίφημη μεσαιωνική πόλη της ορεινής Δυτικής Κορινθίας που καταστράφηκε συθέμελα. 

- Καλά το είπες, η Ταρσός. Θηλυκό. Σήμερα λέμε «ο Ταρσός». Το αναφέρει ο Άγγελος Μπουβής, ο Φιλόλογος-Γυμνασιάρχης που είχε υπηρετήσει και στο Κιάτο, στο βιβλίο του «Φενεός, Οδοιπορικό», που εκδόθηκε το 1977. Λέει ότι η λέξη σημαίνει ανεμοδαρμένος τόπος ανάμεσα σε βουνά. Λέει ακόμα ότι η ίδρυσή της δεν είναι γνωστή, όμως Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρουν ότι στην εποχή της άλωσής της η Ταρσός ήταν «Πολίχνη ακμάζουσα».

- Έτσι ακριβώς. Η Ταρσός, λοιπόν, ήταν χτισμένη στις υπώρειες του Χελμού, πιθανόν ανάμεσα στα σημερινά χωριά  Άνω και Κάτω Ταρσός, στο φαράγγι του Όλβιου ποταμού που πηγάζει από τη Ζήρια και ποτίζει τον κάμπο του Φενεού. Τα ερείπια της Ταρσού βρίσκονται σε μια περιοχή που λέγεται Παλιοχώρι. Όπως αναφέρει ο Μπουβής φτάνει κανείς εκεί από τη Μονή της Παναγίας των Βράχων προχωρώντας δυτικά, προς τον ορεινό όγκο του Χελμού, έπειτα από πορεία δεκαπέντε λεπτών ανάμεσα σε απόκρημνα βράχια και δασωμένα υψώματα, οπότε συναντάει ένα καλλιεργημένο πλάτωμα σε υψόμετρο 1.500μ. Για τη Μονή θα μιλήσουμε σε λίγο. Σημαντικό κέντρο των Ελλήνων της περιοχής κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, ανήκε στο Δεσποτάτο του Μορέως και είχε μητρόπολη και τρεις ακόμα μικρότερες εκκλησίες, ενώ ο πληθυσμός της έφτασε τις 10.000 κατοίκους. Τι «πολίχνη» μας λένε οι Βυζαντινοί συγγραφείς, εδώ μιλάμε για σημαντική πόλη για τα μέτρα εκείνης της εποχής, κάτι σαν τη σημερινή Λάρισα. Δεν ξέρω αν συμφωνείς.




- Κι εγώ αυτό θα έλεγα. Πόλη!

- Λοιπόν, στα μέσα του 15ου αιώνα, ενώ η πόλη γνώριζε μεγάλη ακμή, ήρθε η καταστροφή και ο αφανισμός της. Να σου διηγηθώ με συντομία τι συνέβη;

- Ξέρω, αλλά ας τα θυμηθούμε.

- Αν και οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες, συμπίπτουν σε βασικά σημεία: Σε οχυρή τοποθεσία πάνω από την πόλη, σε μεγαλοπρεπείς βράχους που θυμίζουν τα Μετέωρα, υπήρχε το κάστρο της πόλης, που αργότερα ονομάστηκε Κάστρο των Σφυρών. Το κάστρο έμεινε στην ιστορία κυρίως από την πολιορκία και τις θηριωδίες των Οθωμανών του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, που έφτασε εδώ λίγα χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1458 μ.Χ. Ο Μωάμεθ πολιόρκησε το κάστρο με μεγάλο στρατό, ώσπου έπεσε. Ακολούθησε σφαγή. Η πόλη ερήμωσε και σβήστηκε από τον χάρτη.

- Να συμπληρώσω ότι, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι υπερασπιστές της αντιστάθηκαν σθεναρά. Ανάμεσά τους ήσαν Φλιάσιοι και Αρβανίτες. 

- Αρβανίτες ξέρουμε ποιοι ήσαν. Να πούμε και ποιοι ήσαν οι Φλιάσιοι;

- Ήσαν κάτοικοι του Φλιούντα, γράφεται και με γιώτα και με έψιλον γιώτα, που στην αρχαιότητα 
υπήρξε πόλη-κράτος, χτισμένη στα νοτιοδυτικά του σημερινού νομού Κορινθίας. Τριάμισι χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Νεμέας, στις όχθες του ποταμού Ασωπού, που χύνεται στο Κιάτο, βρίσκονται λίγα ερείπια της αρχαίας πόλης. Οι Φλιάσιοι έφτασαν εδώ κυνηγημένοι από τον Μωάμεθ. Όταν έφτασαν στον Ταρσό, οι Ταρσινοί τους πρόσφεραν κάθε προστασία, ενώθηκαν μαζί τους και αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μαζί τους επιδρομείς. Επειδή φαινόταν πως η πολιορκία θα κρατούσε για καιρό, οι δύο πλευρές έκαναν συμφωνία. Οι υπερασπιστές της παραδόθηκαν με τον όρο να επιζήσουν. Ωστόσο οι Οθωμανοί δεν τήρησαν τη συμφωνία και προκάλεσαν μεγάλη σφαγή. Έσυραν από τους αστραγάλους (σφύρες) τους υπερασπιστές του κάστρου, τους έβγαλαν έξω από την πόλη, όπου και θανάτωσαν τους περισσότερους.




- Μια και ανέφερες τον Μπουβή, να πούμε ότι αυτός αφηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνο τον καιρό με πιο δραματικό τρόπο και κάπως διαφορετικά. Γράφει: «Η κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Τα πολεμοφόδια σώζονται. Οι μαχητές λιγοστεύουν, τρόφιμα δεν υπάρχουν πουθενά. Και το χειρότερο, οι Τούρκοι ανακάλυψαν το υδραγωγείο και έκοψαν το νερό. Η κατάσταση είναι πλέον αφόρητη. Τι να κάνουν; Αποφασίζουν να δεχτούν τους όρους του Σουλτάνου, να φύγουν δηλαδή «υπόσπονδοι». Η συμφωνία υπογράφεται και οι Ταρσινοί ξεκινούν πρόσφυγες για το άγνωστο. Μαζί τους και οι Αλβανοί που είχαν κλειστοί στο κάστρο. Μα οι Τούρκοι παρασπονδούν και ορμούν κατά του πλήθους. Φοβερή σφαγή ακολουθεί. Οι περισσότεροι φονεύονται, άλλοι συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, και ελάχιστοι κατορθώνουν να σωθούν…». Αυτά περίπου λέει ο Μπουβής, διανθισμένα, τρόπος του λέγειν δηλαδή, με κάποιες μυθιστορηματικές λεπτομέρειες που τις παραλείπουμε. Τέλος πάντων, πολύ αργότερα, ίσως και πάνω από δυο αιώνες μετά, ήρθαν στην περιοχή της κατεστραμμένης πόλης κι έχτισαν τα δυο χωριά, τον Άνω και τον Κάτω Ταρσό, οι απόγονοι των κατοίκων της παλιάς Ταρσού.

- Τι μας μένει; Α, δεν είπαμε για την ονομασία «Κάστρο των Σφυρών». Ούτε για την Παναγία του Βράχου.

- Στο επόμενο! 

9/03/2018

H "δική μου Μεταμόρφωση" και ο Boissonnas: Μια φωτογραφία


Έψαχνα για φωτογραφικό υλικό με θέμα σκηνές του ποιμενικού βίου από την παλιά Κορινθία, που θα πλαισίωνε την τελευταία ανάρτηση (δείτε στο http://costaspappis.blogspot.com/2018/08/h.html) στο blog μου με τίτλο «H δική μου Μεταμόρφωση: Τα Ταρσινά, τα χελιδόνια, οι ψυχές των τόπων». 

Βρέθηκα λοιπόν μπροστά σε μια εκπληκτική φωτογραφία. Θαυμάστε την!



Αρχείο Fred Boissonnas © ΟΠΕΠ / Θεματοφύλακας Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης


Πρόκειται για φωτογραφία του Fred Boissonnas που επισήμανα από την πρώτη μου κιόλας επίσκεψη στο Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας. Ήθελα πάση θυσία να μου δοθεί σε ηλεκτρονική μορφή και να αποκτήσω την άδεια χρήσης της για τις ανάγκες του blog. Υπέβαλα σχετικό αίτημα στο Μουσείο. Δεν θα σας ταλαιπωρήσω για τη διαδρομή του αιτήματός μου. Σας βεβαιώνω ότι είχε πολλές «στάσεις». Παντού βρήκα κατανόηση και διάθεση εξυπηρέτησης. Όμως τα ζητήματα του copyright δεν είναι τόσο απλά. Σημασία, πάντως, έχει ότι μου δόθηκε  τελικά η άδεια χρήσης της φωτογραφίας για τις ανάγκες του blog (και μόνο) και ιδού σήμερα σας την παρουσιάζω. 

Ποιος ήταν ο φωτογράφος, ο Φρεντερίκ (Φρεντ) Μπουασονά; 

Ήταν Γαλλοελβετός, γόνος «φωτογραφικής δυναστείας» που γεννήθηκε στη Γενεύη, στις 18 Ιουνίου 1858  και πέθανε εκεί στις 17 Οκτωβρίου 1946. Πολύπλευρο ταλέντο που συνδύαζε τα σπορ (αλπινισμός), τη μουσική και τις καλές τέχνες.

Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τη φωτογραφική τεχνική του και την εκτεταμένη, επί τριάντα περίπου έτη, από το 1900 μέχρι το 1930, φωτογράφιση του ελληνικού χώρου. Δούλεψε μαζί με τον συνοδοιπόρο φίλο του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης. Μαζί με τον Ντανιέλ και τον κυνηγό Χρήστο Κάκαλο κατέκτησαν για πρώτη φορά την κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα, τον Αύγουστο του 1913!

Το έργο του, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την Ελλάδα, θεωρείται  πρωτοποριακό και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας στον 20ό αιώνα. Το αρχείο του με τις ελληνικού περιεχομένου φωτογραφίες του φυλάσσεται στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. Από εκεί πήρα τελικά την άδεια χρήσης της φωτογραφίας.


Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους με βοήθησαν στην προσπάθειά μου για την παραχώρηση της φωτογραφίας, της οποίας  τα δικαιώματα, όπως και όλης της συλλογής Boissonnas, έχει η υπό εκκαθάριση ΟΠΕΠ ΑΕ. Ιδιαίτερα ευχαριστώ το Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης, καθώς και το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Επίσης ευχαριστώ το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας και τις υπηρεσίες της Τράπεζας Πειραιώς που διαχειρίζονται τα Μουσεία, τα οποία στηρίζει η Τράπεζα ανά την Ελλάδα.