Κώστας Παππής

4/21/2021

Τρία κείμενα μικρά για τον Απρίλη

 Συνομιλώντας με τη φύση και την ιστορία

Από την τελευταία μου παραγωγή στο Facebook σκέφτηκα να αναπαραγάγω σε αυτήν εδώ τη στήλη τρία μικρά επίκαιρα κείμενά μου, που έχουν να κάνουν με το μήνα Απρίλη. Βασικός λόγος ότι δεν έχουν πρόσβαση στο Facebook όλοι οι αναγνώστες της εφημερίδας.

Το πρώτο κείμενο έχει τίτλο δανεισμένο από ένα ομώνυμο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη: Ασπάλαθος. Όνομα θάμνου πολύ κοινού στα μέρη μας, που ανθίζει αυτό τον καιρό. Αναφέρεται έμμεσα στη Χούντα του 67 και την ποινή που θα της άρμοζε για τα εγκλήματά της. 

Το δεύτερο κείμενο έχει σαν θέμα του μια ορχιδέα που φυτρώνει τον Απρίλη. Μόνο που αυτή η ορχιδέα έχει ένα απροσδόκητο όνομα: «γυμνός άνδρας» (naked man orchis). Γιατί; Διαβάστε το κείμενο! 

Τέλος, το τρίτο κείμενο έχει σαν θέμα του τις μορχέλες, περιζήτητα άγρια μανιτάρια που φυτρώνουν τον Απρίλη-Μάη και στην Κορινθία, στα βουνά και στα δάση της.

Ασπάλαθος

Μη σας ξεγελάει το λάμπρο κίτρινο χρώμα του, ούτε η λεπτή ευωδιά του. Μπορεί με τ' αγκάθια του να γίνει όργανο θάνατου μαρτυρικού.

Όπως έγινε με τον Αρδιαίο, τον πανάθλιο εκείνο τύραννο.

Όπως θα τον ήθελε, το είπε έξω από τα δόντια, χωρίς περιστροφές, ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, για τους τύραννους της χούντας. Αυτό θα ευχόταν γράφοντας το περίφημο ποίημά του “Επί ασπαλάθων” λίγο πριν πεθάνει.

Το θυμηθήκαμε, 54 χρόνια μετά το εθνικό έγκλημα, τη δικτατορία της 21 Απριλίου 1967.

 Ακόμα πληρώνουμε.

 Διαβάστε όλο το ποίημα:

 *********************


Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού

πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες

το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια

και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν

ακόμη...

Γαλήνη.

— Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού

τ' αυλάκια·

τ' όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν

τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν

απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του

ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

 

Ορχιδέα «γυμνός άνδρας»

Μια ορχιδέα με όνομα «γυμνός άνδρας» (naked man orchis);

Γιατί όχι!

Δείτε την φωτογραφία. Την τράβηξα σε μια πλαγιά, κοντά στη Μεγάλη Βάλτσα, τις προάλλες.

Δείτε το λουλούδι της ταξιανθίας. Τι βλέπετε; Δεν βλέπετε; Μεγεθύνετε λιγάκι! Το είδατε τώρα! Χέρια, πόδια, κεφάλι, ένα κανονικό ανθρώπινο σώμα!

Και γιατί γυμνό, γιατί ανδρικό; Ε, για προσέξτε λιγάκι ανάμεσα στα σκέλια του!

Το επιστημονικό όνομα του φυτού είναι «ιταλική ορχιδέα» (orchis italica). Κοινώς γνωστή ως «ορχιδέα γυμνός άνδρας». Προέρχεται από τη Μεσόγειο. Παίρνει το κοινό όνομα από το λοβωτό χείλος (labellum) κάθε λουλουδιού, που μιμείται το γενικό σχήμα ενός γυμνού άνδρα. Στην Ιταλία, πιστεύεται ότι η κατανάλωση του φυτού (που τρώγεται) συμβάλλει στην ανδρισμό. Προτιμά μερική σκιά και φτωχά εδάφη. Ανθεί τον Απρίλιο. Ανεβαίνει έως 50 εκατοστά ύψος, κι έχει έντονα ροζ, πυκνά ομαδοποιημένα λουλούδια (ταξιανθίες). Το βρίσκεις σε μεγάλες συστάδες.

Πολύ κοινό.

Βγείτε, μην κάθεστε, το θαύμα σας περιμένει δίπλα σας!

 

Μορχέλα

Μαζεμένα στη Ζήρια μας, πρόσφατα.

Μορχέλα η εδώδιμη (Morchella esculenta). Ένα από τα πιο νόστιμα, πιο περιζήτητα και πιο ακριβά άγρια μανιτάρια.

Μας έκανε κι εφέτος την τιμή.




Από το ίντερνετ (http://www.plomarinews.gr/?p=23969) αλίευσα κάποιες πληροφορίες για τις μορχέλες και τις παραθέτω:

«Οι μορχέλες είναι μανιτάρια ανοιξιάτικα. Φυτρώνουν τον Απρίλη – Μάη στα βουνά και στους λόφους, στα δάση και τους θαμνοτόπους, στους κάμπους και τους κατοικημένους τόπους, στους κήπους και πάρκα, στα θερμοκήπια και τις σπηλιές.

Ευνοείται η ανάπτυξή τους σε περιοχές που έχουν πρόσφατα καεί. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στην Κεφαλονιά τις λένε καψαλίτες, επειδή φυτρώνουν στις καψάλες.  Στην Ευρώπη, άλλοτε, η φτωχολογιά έκαιγε θαμνώδεις εκτάσεις για να σοδιάσει μορχέλες.

Δέντρα και φυτά, που κατά προτίμηση φυτρώνουν κοντά τους οι μορχέλες είναι οι φτελιές, οι φουντουκιές, οι μηλιές, οι μέλεγοι, οι φτέρες, κ.α.

Βαρύς χειμώνας και άνοιξη βροχερή και ζεστή, προμηνύει άφθονη καρποφορία για τις μορχέλες, λένε οι αγρότες.

Είναι μανιτάρια με ασυνήθιστη εμφάνιση. Μοιάζουν με σφουγγάρι ή δεσποτική μίτρα, που είναι τοποθετημένο πάνω σ’ ένα πόδι κοντόχοντρο άσπρο στο χρώμα και κούφιο. Αυτό το ιδιόμορφο, άδειο από τα μέσα καρπικό σώμα (πίλος) ή αλλιώς το καπέλο του μανιταριού, παίρνει στα διάφορα είδη πολλές μορφές και σχήματα. Μπορεί να ’ναι ανώμαλο ή αντίθετα, κυλινδρικό, στρογγυλωτό ή κωνικό, πάντα όμως σκαμμένο στην εξωτερική του επιφάνεια από λακκούβες μικρές ή μεγάλες, ρηχές ή βαθιές, σαν τα κελιά κερήθρας μελισσιού.

Δεν πρέπει να τρώγονται ποτέ ωμές, γιατί προκαλούν σοβαρές ενοχλήσεις, λόγω μιας βλαβερής ουσίας που περιέχουν και η οποία με το ψήσιμο ή την αποξήρανση του μανιταριού καταστρέφεται τελείως.

Από το βιβλίο «ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ένας παραμυθένιος μικρόκοσμος», του Γιώργου Κωνσταντινίδη».

Περισσότερα στην ιστοσελίδα που αναφέρω.

4/02/2021

Η πλατιφόρμα


Το διήγημα αυτό το έστειλα στα πλαίσια  της λογοτεχνικής άμιλλας διηγημάτων μικρής φόρμας (flash fiction), με θέμα «Μάσκα και πρόσωπο», που οργάνωσε η πολιτισμική συλλογικότητα της Πάτρας «Αορτή». Περιλαμβάνεται στα διηγήματα που προκρίθηκαν και θα αναρτηθεί μαζί με τα άλλα στο πολύ αξιόλογο ιστολόγιο της «Αορτής»  aortipatras.blogspot.com, που θα εκδοθούν εν καιρώ σε βιβλίο

*****

   

Την ιδέα τού την έριξε ο Διαμαντής, που τού την είχε ρίξει ο Αποστόλης, που αυτός είχε λύσει το πρόβλημά του, είχε δει φως, του είχε δείξει φωτογραφίες και τρελάθηκε.


    - Εδώ δεν γίνεται παιχνίδι, στενός ο κύκλος. Άρα ανοιγόμαστε προς Πάτρα. Στο ίντερνετ υπάρχει πλατιφόρμα, γνωριμίες. Το λένε «Εγώ κι εσύ». Γκόμενες με τη σέσουλα. Θα σου τα εξηγήσει ο ανιψιός του Αποστόλη, ο Λάκης. Ξεφτέρι. Πάρε τον Αποστόλη να σου δώσει το τηλέφωνό του.

  

    Στο χωριό δεν γίνεται παιχνίδι. Δεν ήταν μόνο που έσερνε το δεξί ποδάρι, αναμνηστικό από μια Τρίτη, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια, που γαμήθηκε ο Δίας κι ανατράπηκε το σκαφτικό και τον έφερε αποκάτω. Ούτε που η ευλογιά τού είχε από παιδί σκάψει το πρόσωπο κι ήτανε miselabile visu. Ευτυχώς η νέα μόδα, γενειάδα προς Ταλιμπάν, του ήρθε κουτί. Κι ούτε καν ήταν που είχε ξυρίσει το κεφάλι γουλί, αφού τα μαλλιά του είχαν απομείνει σκόρπια διαδήλωση. Κι αυτό μέσα στη νέα μόδα ήταν. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν οι γυναίκες του χωριού οι ανύπαντρες - γιατί για παντρεμένες ούτε συζήτηση. Μετρημένες στα δάχτυλα, θέλανε παντρειά και πόλη. Μακριά από το χωριό, κι όπου νάναι.  

   

    Η μέρα κουτσά-στραβά περνάει. Όταν πέφτει η νύχτα αρχίζουν τα ζόρια. Ιδίως τον χειμώνα, που τον στριμώχνει η μοναξιά. Τάβλι στο καφενείο μέχρι να κλείσει, μετά σπίτι, πέντε κουβέντες με τη μάνα, ύστερα τηλεόραση, να πωρωθεί, πόσο να πωρωθεί; Την κλείνει. Σιωπή. Μόνο το σκυλί του γείτονα και τα ποντίκια στο ταβάνι. Μετά πιάνει δουλειά η χούφτα.

  

    Καμιά φορά με τον Διαμαντή, για να περάσει η νύχτα, πιάνουν τραπέζι στο σκυλάδικο με τις Ουκρανές, έξω από το Αιτωλικό. Πίνουνε τον κώλο τους μέχρι ν’ αρχίσουν να ξερνάνε, κερνάνε τις Ουκρανές, στέλνουν κάνα πανέρι στο πρώτο όνομα του μαγαζιού. Η λουλουδού τού τ’ αδειάζει στο κεφάλι, δείχνει στη μεριά τους, «από τα βλαχαδερά κει πέρα» του ψιθυρίζει στ’ αυτί σοβαρά. Τ’ όνομα στραβώνει για πάρτη τους ένα χαμόγελο. Κάποια στιγμή «πρόγραμμα τέλος, κλείνουμε». Γυρίζουν, πώς γυρίζουν, στο χωριό κατά τα ξημερώματα.

   

    Και πόσες νύχτες να το κάνεις αυτό; Μια τη βδομάδα; Δυο; Με τις άλλες τι γίνεται;

   

    Μια μέρα τ’ αποφασίζει. Γεμίζει ένα καφάσι με πράματα φρέσκα από το περιβόλι του, τα βάζει στην καρότσα και πάει στο σπίτι του Λάκη.

   

    - Για την πλατιφόρμα. Τα μποστανικά για τη μάνα σου εκ μέρους μου.

       

       Ανοίγουν τον υπολογιστή, μπαίνουν στην πλατφόρμα - τι λέξη, ούτε διαστημικός σταθμός!

   

    - Πρώτον, ζητάει εγγραφή. Όνομα κι επώνυμο. Βάζουμε όνομα πιασάρικο, έχει σημασία η πρώτη εντύπωση. Βάζω: όνομα Άλκης, επώνυμο Πετρόπουλος. Του πότε είσαι;

   

    - 1978.

       

    - Βάζω 1990. Email έχεις; Κανένα πρόβλημα, θα βάλω το δικό μου. Σπουδές-πτυχία;

   

    - Δευτέρα Γυμνασίου.

 

  - Καλώς. Απόφοιτος ΤΕΙ Ηλεκτρονικών. Επάγγελμα, βάζω service ηλεκτρονικά. Χόμπι και προτιμήσεις… Τι μουσική σ’ αρέσει;


       - Άντζελα, Σφακιανάκης.

   

    - Βάζω έντεχνο λαϊκό. Αγαπημένες ταινίες;

   

    - Μέλισσες.

     

    - Ταινίες είπαμε, όχι σήριαλ. Καλά, γράφω Μέριλ Στριπ, αισθηματικά.

   

    - Ποια είν’ αυτή;

   

    - Μια αμερικάνα. Χόμπι… Γράφω ορειβασία, ταξίδια, καταδύσεις. Ξέρουμε μπάνιο, εντάξει; Τ’ άλλα τα συμπληρώνω εγώ. Τελειώσαμε.

   

    Έβγαλε ένα εικοσάρικο.

     

    - Έλα τώρα…

     

    Το πήρε.

  

   Σαν παιχνίδι άρχισε, εύκολο όμως δεν ήτανε. Έμπαινε στην πλατφόρμα, τι καινούργια πρόσωπα έχουμε σήμερα, ξεκίναγε μια γνωριμία, κι εκεί που άρχιζε να ζεσταίνει η γραπτή συνομιλία, η γνωριμία εξαφανιζόταν. Έγινε μια, έγινε δυο, έγινε δέκα, άρχιζε ν’ απορεί. Τι φταίει άραγε; Πάει τέλος στον Λάκη, «έλα να μπούμε μαζί», του λέει αυτός. Στήνονται στον υπολογιστή, χτυπάνε μια Σούλα, αρχίζει ο διάλογος. Του Λάκη του σηκώνεται η τρίχα.

   

    - Έχεις πάει πράγματι σχολείο;

   

    - Ναι σου είπα, Δευτέρα Γυμνασίου. Γιατί;

   

    - Η ορθογραφία σου. Της πέταξες τα μάτια έξω. Από δω και πέρα κομμένο το γραπτό μπλα-μπλα. Δυσλεξία θα λες, δεν τόχεις στα γραπτά. Κατάλαβες; Θα λες πώς είσαι δυσλεκτικός. Άμα θέλουνε, επικοινωνία μόνο μέσω τηλεφώνου. Θα της δίνεις το δικό σου, «πάρε με». Και περιμένεις.




    Το λαχείο άργησε λίγο να του πέσει αλλά τελικά του έπεσε και το λέγανε Τούλα. Η Τούλα δέχτηκε να μιλάνε από το τηλέφωνο. Δεν τα πήγαινε ούτε αυτή τα γραπτά, τα βαριότανε κι ας είχε σχεδόν τελειώσει Γυμνάσιο. Με την διαφορά ότι ήταν νωρίς να του δώσει το δικό της τηλέφωνο. "Λίγη υπομονή, θα σου το δώσω, θα σε παίρνω εγώ μέχρι τότε".


   29 ετών, μετρίου αναστήματος, καστανή, αρκετά όμορφη, αθλητικός τύπος, του συστήθηκε. Κατοικία Ψηλαλώνια, δικό της το διαμέρισμα, αλλά συγκατοικούσε, δεν διευκρίνισε. Επάγγελμα καλλιτεχνικές κομμώσεις και περιποίηση νυχιών. Χόμπι χορός και shopping therapy. Ξένες γλώσσες ελληνικά. "Ξένη είσαι;", την ρωτάει. "Όχι, Πατρινιά". "Α, καλά", της λέει.


   Απ’ την αρχή τον ταξίδεψε η φωνή της η σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι. Φωνή να χτίσεις πάνω της παράδεισο. Είχανε πολλά να πουν, για τα ζώδιά τους, τον καιρό, τι ετοιμάζει για το καρναβάλι το δικό της γκρουπ, τη θέση σέντερ μπακ που έπαιζε στο χωριό αυτός, τις Μέλισσες, πόσο αδικήθηκε το τραγούδι μας στο Eurovision, «γάμος ή σχέση;», «πρώτα σχέση μετά γάμος» λέει αυτή, «σωστός» λέει αυτός, "Βίσση ή Γαρμπή;", "Βίσση, δεν το συζητώ", λέει αυτή. Γενικά, βρήκανε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα για να έχουν να συζητάνε.


   Πέρασε λίγος καιρός, όλα ωραία και τέλεια, όμως αυτός ανυπομονούσε να τη γνωρίσει από κοντά για τα περαιτέρω. Αυτή είχε κολλήσει, "νωρίς είναι ακόμα, μη βιάζεσαι". Με τα πολλά, η Τούλα δέχτηκε να συναντηθούνε, δική της επιλογή, στο "Ρεμέντζο", Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Σάββατο, ώρα εννιά.



  

Έρχεται το Σάββατο. Μπάνιο, αποσμητικό μασχάλες-σκέλια, κολόνια Κούρος αγορασμένη από καροτσάκι Σουδανού. Βάζει μπρος το αγροτικό, σε λίγο του ‘ρχεται ασφυξία. Ντουμάνι τα αιθέρια. Ανοίγει τα παράθυρα. Φτάνει στο "Ρεμέντζο" ένα τέταρτο νωρίτερα, να προλάβει μη τυχόν πάει πρώτη αυτή και τον δει να μπαίνει σέρνοντας το ποδάρι.


   Ήταν μέσα και τον περίμενε. Δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει, ο φωτισμός ήταν άποψης μπουρδελέ, θεοσκότεινα, στην αρχή δεν έβλεπε την μύτη του. Σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνει. Τρία ήταν όλα κι όλα τα πιασμένα τραπέζια, στα δυο καθόντουσαν υποψίες ζευγαριών, στο τρίτο, μια φιγούρα μόνη εξείχε τριάντα πόντους πάνω από το τραπέζι. Αυτή θα είναι.


   Πλησίασε. Προσοχή το ποδάρι. Της χαμογέλασε. «Η Τούλα;». «Ο Άλκης;». Δώσανε τα χέρια, «χαίρω πολύ», «παρομοίως».


   Κάθισε.


   - Τι θα πιούμε;.


   Η Τούλα είχε παραγγείλει.


   - Δεν μου είπες πως φοράς γυαλιά, της λέει.


   Δεν απαντάει, μάλλον δεν άκουσε.


   Πώς γίνεται, τα λόγια που ήταν τόσο εύκολα στο τηλέφωνο και πήγαινε ροδάνι η γλώσσα τους, τώρα να βγαίνουν με το τσιγκέλι; Έφταιγε η μουσική που ήταν δυνατή και δεν ακουγόντουσαν; Σηκώθηκε και στριμώχτηκε δίπλα της. Κακή έμπνευση. Το άρωμά της τον φλόμωσε, του ήρθε να ξεράσει. Αλλά ήταν αργά να κάνει πίσω. Κι αφού τα λόγια δεν έβγαιναν, είπε να δοκιμάσει τα έργα. Άπλωσε το χέρι στο μπούτι της. Το λαχείο αποδείχτηκε υπέρβαρο. Όσο για το «αθλητικός τύπος», του εξήγησε πως ένας ξάδερφος την είχε πάει σε λούνα παρκ και με τις πρώτες της βολές έδειξε πως τόχει.


   Όταν βγήκαν από το "Ρεμέντζο", πήρανε βαθιά ανάσα. Βάδισαν για λίγο δίπλα-δίπλα. Του ερχόταν λίγο πιο πάνω από τη μέση. Άφησε το ποδάρι ελεύθερο να σέρνεται, με κάποια δόση κακίας, σαν να έπαιρνε εκδίκηση. Την πήγε λίγο πιο πάνω, προς τα Ψηλαλώνια. Δώσανε τα χέρια, «θα σε πάρω αύριο», του είπε, και χωρίσανε.


   Νοσταλγεί καμιά φορά τη φωνή της τη σεξουλιάρικη, βραχνή και μερακλίδικη, σαν καφές βαρύ γλυκός και όχι.