Κώστας Παππής

8/06/2017

Όπου φοράει μια μουτσούνα ο αράπης, ο μαύρος, ο σκύλος, ο ταμ-ταμ-ταμ...

 
Ίσα που προλαβαίνετε. Από απόψε τα μεσάνυχτα θα είναι πια γραμμένο με χρυσά γράμματα στο παρελθόν μιας «κοσμοπολίτικης πόλης» με ένδοξη ιστορία και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, ακόμα πιο ένδοξο – στα πέρατα της οικουμένης – παρόν.
 
Μιλάμε για του Κιάτου. Εδώ στου Κιάτου, κάτου εκεί στο λιμάνι, λοιπόν, οργανώθηκε αυτές τις μέρες το «Πολιτιστικό Πανηγύρι Κιάτου», η «Μεγάλη Γιορτή της κοσμοπολίτικης πόλης» κατά τους διοργανωτές του (ποιοί νάναι άραγε;). Ναι, στου Κιάτου, στην κοσμοπολίτικη, επαναλαμβάνω, κατά τους διοργανωτές, πόλη. Όπου μπορούσε κανείς για λίγες μέρες να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων της τέχνης και του πολιτισμού, που προσφέρονταν αφειδώς από τους διοργανωτές σε πάγκους και περίπτερα όσο – όσο, μέχρι και ένα ευρώ το κομμάτι. Όπου το είδος πνευματικής τροφής που υπόσχονταν οι διοργανωτές διακρίνεται ευκρινέστατα κάτω από την ταμπέλα του εν λόγω Πανηγυριού (δείτε τη φωτογραφία): Ζωοτροφές. Θεία ειρωνία.
 
 
 
Αυτό το «Πολιτιστικό Πανηγύρι» δεν ήταν πανηγύρι, δεν ήταν φεστιβάλ. Ήταν ΦΕΣΤΙΒΑΛΙ. Πώς λέμε καρναβάλι; Όπου φοράει μια μουτσούνα ο αράπης, ο μαύρος, ο σκύλος, ο ταμ-ταμ-ταμ (χαίρε μεγάλε δάσκαλε Γιώργο Ζαμπετα), και μεταμορφώνεται σε μαρκησία ένα πράμα;
 
Ε, τι; Θα το ονόμαζαν οι διοργανωτές «παζάρι» όπως πράγματι ήταν; Και τι κακό έχει ένα παζάρι; Του Θεού είναι κι αυτό. Αλλά οι διοργανωτές ντρέπονταν να το πουν έτσι. Αυτοί, όλα κι όλα, διοργανώνουν ανώτερα πράματα.
    
Αν, τώρα, διαφαίνεται ίσως μια ειρωνία στην αναφορά μας στο «κοσμοπολίτικη πόλη», συγγνώμη, αλλά μας παρεξηγήσατε. Ίσα – ίσα που εμείς βρήκαμε επιτέλους απάντηση στην απορία που μας βασανίζει τα τελευταία χρόνια, πώς αποφάσισαν και πλάκωσαν στα μέρη μας τόσοι Βούλγαροι Ρομά – καθόλα συμπαθείς συμπολίτες μας πλέον – που έχουν συμβάλει καθοριστικά στον κοσμοπολιτισμό μας.
 
Το παρόν αφιερώνεται εξαιρετικά στο Δήμαρχο που δημαρχεύει στου Κιάτου, στους λοιπούς δημοτικούς μας άρχοντες, στον Εμπορικό Σύλλογο αλλά και στους πλείστους νοήμονες ή εκ ποικίλων ελατηρίων ορμώμενους συμπολίτες μας που έσπευσαν να εκφράσουν τη στήριξή τους στο Φεστιβάλι. Να το χαίρονται. Και του χρόνου.
 
Υ.Γ. Α, ρε Λύσιππε, μου τα είπες εσύ (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση στο costaspappis.blogspot.com), αλλά ποιος σε ακούει και ποιος νοιάζεται γι αυτά που λες; «Παζάρι τον κατάντησαν τον τόπο μας (με τη χειρίστη έννοια της λέξης), αδερφέ μου...». 
 

8/01/2017

Να τι γύρευε ο Λύσιππος εκεί μακριά στα ξένα



Με τίτλο «Λύσιππε, τι γύρευες στη Δαλματία εσύ, ένας Σικυώνιος;» δημοσιεύτηκε στο τεύχος 129 (Μάιος 2017) ένα κείμενό μου για τον Καιρό, το περίφημο, εμβληματικό έργο του Λύσιππου, του μεγάλου γλύπτη από την αρχαία Σικυώνα. Αφορμή μια απρόσμενη εμπειρία μου στο Τρογκίρ, την αρχαιοελληνική πόλη Τραγούριον, στις Δαλματικές Ακτές της Κροατίας.

Στο Τρογκίρ, λοιπόν, διαπίστωσα πως οι σύγχρονοι κάτοικοι της κωμόπολης γνωρίζουν τα πάντα γύρω από το έργο αυτό, για την καταγωγή του από τη Σικυώνα, για το δημουργό του και για τη φιλοσοφική σημασία του έργου. Αυτό συνέβη όταν, το 1928, ανακαλύφθηκε στο Τρογκίρ ένα από τα ανάγλυφα αντίγραφα του έργου, πολλούς αιώνες μετά την παραγωγή του. Όπως έγραφα, δεν είδα το αντίγραφο,  καμάρι του μικρού μουσείου της πόλης, που ήταν κλειστό για συντήρηση, είδα όμως σε διάφορα σημεία μέσα στην πόλη αναφορές στον Καιρό, που λατρεύεται πια σαν σύγχρονη θεότητα, αποτελώντας έμβλημα του Τρογκίρ:

Είδα σε ένα κοσμηματοπωλείο να ξεχωρίζουν, ανάμεσα στα άλλα κοσμήματα, τα μικρά αντίγραφα του Καιρού σε ασήμι, που συνοδεύονταν με μια μικρή κάρτα με εξήγηση για το πρωτότυπο έργο του Λύσιππου και τη σημασία του (κρατάω πολύτιμη ανάμνηση την κάρτα αυτή στο πορτοφόλι μου).

Είδα ένα μαγαζί που πούλαγε προϊόντα σοκολάτας να γράφει στην ταμπέλα του ως εμπορική επωνυμία «Σοκολάτα Καιρός» (CHOCOLATE KAIROS). 




Είδα σε μια πανσιόν να υποδέχεται τον πελάτη στη ρεσεψιόν μια μεγάλη αφίσα, που δείχνει τον Καιρό.

Είδα ένα μεγάλο πανώ, στημένο στην κεντρική μεσαιωνική πύλη της κωμόπολης, να διαφημίζει ποδηλατικούς αγώνες - και το όνομα του ιστότοπου της διοργάνωσης; KAIROS (εκεί πρωτοείδα την αναφορά στη λέξη και άρχισα να πονηρεύομαι ότι κάτι μπορεί να τρέχει εδώ πέρα!).

Και τώρα στο ψητό: Λοιπόν, ο Λύσιππος μου εμφανίστηκε προχτές αυτοπροσώπως σε έναν από τους νυχτερινούς διαλογισμούς μου και μου εξήγησε τι γύρευε εκεί στην ξένη γη!

Παρένθεση καίριας σημασίας: ως τίτλο του γνωστού κειμένου μου, όπου ανακοίνωσα πώς τον ανακάλυψα, παρέθεσα σκόπιμα παραφρασμένο το γνωστό στίχο «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος»  από το ποίημα «Μπολιβάρ» του μεγάλου ποιητή μας Νίκου Εγγονόπουλου, που γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής. Πώς μου προέκυψε αυτό; Δεν ξέρω... Υπόγειες διαδρομές της σκέψης...

Ο Σίµων Μπολιβάρ υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης, ήρωας της Νοτιοαμερικανικής Ανεξαρτησίας. Ποια η έννοια του στίχου; Δανείζομαι την ερμηνεία ενός σχολιαστή: «ο ποιητής ξέρει ότι ο ηρωικός ανδριάντας όλων των Μπολιβάρ θα κατεδαφιστεί από εκείνους τους μικροαστούς για τους οποίους ο θόρυβος της Ελευθερίας είναι εκκωφαντικός. Γι’ αυτό στο τέλος του ποιήματος τον ρωτά: «Στρατηγέ, τι γύρευες στην Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;». Ή τι γυρεύει ένας άνθρωπος του ηρωισμού και του πολέμου στον κόσμο των εμπόρων;».

Τέλος η παρένθεση. Ο λόγος στο Λύσιππο:

«Αδελφέ μου Κώστα, με ρωτάς τι γύρευα στη Δαλματία εγώ, ένας Σικυώνιος. Πες μου εσύ, ω αγαθέ άνδρα, τι να έκανα εδώ, στη γενέτειρά μας; Δηλαδή εσύ τι θα έκανες; Ο τόπος που μας γέννησε με έχει καταχωρήσει στα αχρείαστα. Οι κάτοικοί του, νέοι και γέροι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία αγνοούν κι εμένα και το έργο μου. Οι άρχοντές του τόπου, φτυστά αντίγραφα του μέσου βεληνεκούς των κατοίκων του, χαρακτηρίζονται γενικώς από βαθιά ... εγγραμματοσύνη, και γι αυτό περί άλλα τυρβάζουν. Αντίγραφο έργου μου δεν υπάρχει, αν πρόσεξα καλά, ούτε για δείγμα στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο, ούτε πουθενά στην πόλη. Καμιά αναφορά στην ύπαρξή μου.  Μια κουβέντα που είχε γίνει πριν από χρόνια να στεγαστούν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στη πόλη του Κιάτου αντίγραφα των έργων μου ξεχάστηκε και κανείς δεν τη θυμάται πια. Και, όχι να το παινευτώ, αλλά ξέρεις εσύ πολλές πόλεις στον κόσμο ολόκληρο να περηφανεύονται για ένα Λύσιππο, για τέτοια έργα;

Από την άλλη μεριά, μια μικρή πόλη στην άλλη άκρη των Βαλκανίων, έχοντας βρει τυχαία ένα κάποιο αντίγραφο ενός μόνο έργου δικού μου, εκτιμάει τόσο πολύ την ομορφιά του, αντιλαμβάνεται τη βαθιά του σημασία, το υιοθετεί σαν έμβλημά της και το προβάλλει σε κάθε έκφανση της κοινωνικής, πολιτιστικής αλλά και οικονομικής και εμπορικής ζωής της.

Αποφάσισα λοιπόν κι εγώ να αποδράσω. Και είπα να πάω σε τόπο που με αγαπούν, με καταλαβαίνουν, διαθέτουν ευαισθησία και νόηση. Διότι, τι να κάνω εδώ; Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Παζάρι τον κατάντησαν τον τόπο μας (με τη χειρίστη έννοια της λέξης), αδερφέ μου... Κι όχι πως έχω τίποτα με τους εμπόρους και τα παζάρια. Θεό λατρεύουν κι αυτοί, και τι όμορφο, τον Κερδώο Ερμή, και κάνουν χρήσιμο έργο στην κοινωνία. Όμως εκείνοι εκεί στην ξένη πόλη, το κάνουν με τι έμπνευση, με τι στυλ, με τι ευρηματικότητα, με τι εξυπνάδα! Α, με την ευκαιρία: πρόσεξες ότι εκεί στο Trogir υπάρχει μια ταβέρνα με την επωνυμία TRAGOS, που στην πινακίδα της έχει τη ζωγραφιά ενός τράγου να θυμίζει την καταγωγή του αρχαίου ονόματος της πόλης – Τραγούριον...».



Αυτά μου είπε ο Λύσιππος και δεν έχω προσθέσει ούτε κεραία. Κι εγώ, αφού τον βεβαίωσα ότι είδα την πινακίδα με τον τράγο (πήρα και φωτογραφία), θέλησα να τον παρηγορήσω λιγάκι. Του λέω, λοιπόν:

«Έλα τώρα, αδελφέ Λύσιππε, μη στενοχωριέσαι. Για το χώρο που θα στεγάσει αντίγραφα των έργων σου είμαι βέβαιος πως ο δήμαρχος και οι άλλοι του σιναφιού (που με γράφουνε κανονικά κι εμένα όπως και σένα) δεν μπορούν να κοιμηθούν μήνες τώρα από την έννοια σου και θα σπεύσουν αύριο κιόλας, μόλις δημοσιευτεί  το κείμενο που θα γράψω για τη συνομιλία μας, να (ξανα)αναγγείλουν το έργο (όλο και θα ξεγελαστεί κάποιος στις επόμενες δημοτικές εκλογές να τους ξαναψηφίσει). Και το πιο σημαντικό: ήδη έχουν, από την πρώτη μέρα που διάβασαν το προηγούμενο άρθρο μου, καταστρώσει κατεπείγον σχέδιο για να μεταλάβουμε κι εμείς εδώ στην έρμη σύγχρονη Σικυώνα κάτι από τον πολιτισμό των κατοίκων του Τρογκίρ. Προχωρούν λοιπόν στην αδελφοποίηση των δυο πόλεων (το είδα με τα μάτια μου στο φλυτζάνι), και γι αυτό ανταλλάσσουν με φρενήρη ρυθμό εδώ και 2-3 μήνες που δημοσιεύτηκε το κείμενό μου γράμματα, τηλεγραφήματα και emails με τους άρχοντες του Τρογκίρ. Ακόμα και ταχυδρομικά περιστέρια χρησιμοποιούν αφού το κανονικό ταχυδρομείο έχει φρακάρει από την αλληλογραφία τους. Το ίδιο φρακαρισμένο είναι και το διαδίκτυο...».

O Λύσιππος με άκουσε, με κοίταξε περίεργα χωρίς να πει τίποτα, κούνησε το κεφάλι του και τον ήπιε το σκοτάδι...