Κώστας Παππής

9/29/2017

Γιατί αγαπούμε ποιήματα και ποιητές που δεν καταλαβαίνουμε;



Γιατί αγαπούμε ποιήματα και ποιητές που δεν καταλαβαίνουμε; Ή ποιήματα που καταλαβαίνουμε κάποιους, λίγους, στίχους μόνο αλλά όχι το σύνολό τους; Ποιήματα που προσπαθούμε να μαντεύσουμε το νόημά τους, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι, αυτό που εμείς εν τέλει καταλαβαίνουμε, είναι αυτό που είχε στο νου του ο ποιητής; Ποιήματα που μας αγγίζουν σαν εικόνες, ή μας μπάζουν σε ένα κλίμα, όπου συντονίζεται το αίσθημά μας με αυτά, όχι όμως και η γνωστική μας λειτουργία, η νόησή μας, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη της συνείδησης; Και όμως (ή ίσως ακριβώς γι αυτό) αγαπούμε τέτοια ποιήματα και τους δημιουργούς τους…

Λέει κάπου στο «Άξιον Εστί» ο Οδυσσέας Ελύτης (στο «Της αγάπης αίματα», μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη, που τόσο πολύ έχει αγαπηθεί):

«Οξειδώθηκα μεσ’ στη νοτιά των ανθρώπων
Μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο...».


Δηλαδή; Τι παναπεί «Οξειδώθηκα μεσ’ στη νοτιά των ανθρώπων»; Ίσως «ήμουν καθαρό μέταλλο, ανέγγιχτο, και σκούριασα, έχασα την αγνότητά μου μέσα στην καθημερινή τριβή με τους ανθρώπους». Αλλά αυτό να εννοούσε πράγματι ο ποιητής; Και το άλλο: «Μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο...»; Ποια να είναι η μακρινή μητέρα; Και γιατί «ρόδο μου αμάραντο»; Οι στίχοι αυτοί ίσως είναι ένα ήπιο παράδειγμα δυσπρόσιτης ποίησης.

«Τι άραγε εννοεί ο ποιητής;». Λέγεται τόσο συχνά ώστε κατέληξε να γίνει παροιμιώδης έκφραση. Κατά κανόνα οι ποιητές δεν ερμηνεύουν τα ποιήματά τους. Αφήνουν τους άλλους να τα ερμηνεύσουν.

Είχα από πολύ νέος τέτοιες απορίες. Και αντιμετώπιζα καχύποπτα τους άλλους, τον πολύ κόσμο, που αγκάλιαζε σχεδόν με λατρεία ποιήματα δύσκολα, ακαταλαβίστικα σε μια πρώτη τουλάχιστον προσέγγιση, και ποιητές συχνά απρόσιτους, που θεωρούμε – και είναι – μεγάλοι και καταξιωμένοι με τη βούλα ακόμα και θεσμών όπως το βραβείο Νόμπελ (παρόλο που συνέβαινε και σε μένα να αγαπάω ποιήματα χωρίς να τα καταλαβαίνω). Ποιήματα όπως των δικών μας Γιώργου Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη ή του Πάμπλο Νερούδα και τόσων άλλων, δικών μας και ξένων. Στον αντίποδα η ποίηση όπως αυτή του Γιάννη Ρίτσου (θυμίζω τον «Επιτάφιο» και τη «Ρωμιοσύνη»), μολονότι και αυτός έχει γράψει δυσνόητα έργα. Ειδικά για τους δικούς μας, να είναι άραγε η μουσική με την οποία «έντυσαν» τα «δύσκολα» ποιήματά τους μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος και τόσοι άλλοι, που τα έκανε «δικά μας» και που τα αγαπήσαμε;

Με απορίες σαν τις παραπάνω συμφιλιώνεται κανείς διαβάζοντας ένα  κείμενο του Γιώργου Σεφέρη με τίτλο «Η «Ιερά Οδός» του Σικελιανού» (Δοκιμές, Τρίτος τόμος, Παραλειπόμενα (1932-1971), Εκδόσεις Ίκαρος 2002). Γράφει:

«Αγαπούμε τόσα ποιήματα που δεν καταλαβαίνουμε» είχα σημειώσει κάποτε και φοβούμαι πως παρεξηγήθηκα. Κι ωστόσο γράφοντας τώρα, δεν ξέρω από μια αφορμή, για ένα ποίημα του Σικελιανού, έχω όρεξη να προσθέσω: αγαπούμε τόσους ποιητές που δεν είμαστε διόλου σίγουροι πως τους καταλαβαίνουμε απόλυτα…».

Ο Γ.Σ. συνεχίζει:

«Μου έτυχε πολλές φορές να διαβάσω ποιήματα σε γλώσσες που πρωτογνώριζα ή άλλες φορές πάλι σε γλώσσες που ήξερα καλά αλλά που ήταν γραμμένα έτσι που έμεναν απόμακρα και κλειστά. Ένας στίχος, ή δυο  ή τρεις, έμενε ωστόσο στη μνήμη μου και ήταν αδύνατο να αποκοιμηθεί και δεν με άφηνε σε ησυχία, ώσπου να ξαναγυρίσω και να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το ποίημα από το οποίο δεν εννοούσε να ξεχωριστεί. Πολλές φορές ακόμη μου έτυχε από την αφορμή ενός στίχου να ξαναδιαβάσω το ποίημα τόσες φορές όσο να το μάθω απ’ έξω, όσο που να μου γίνει μια ύπαρξη γνώριμη και οικεία που μπορούσε επιτέλους να σιωπήσει. Και τότε την εγνώρισε, λέει η Γραφή. Μ’ αρέσει αυτή η έκφραση με την έννοια που είναι παρμένη, μ’ αρέσει και με φωτίζει. Όπως λοιπόν εγνώρισα ένα ολόκληρο ποίημα από έναν ή λιγοστούς στίχους, έτσι μου έτυχε να γνωρίσω ολόκληρο το έργο ενός ποιητή από ένα του ποίημα, ενώ τα άλλα του – σε οριακές περιπτώσεις – μου ήταν αδιάφορα».

Ο Γ.Σ. εξηγεί παρακάτω ότι το ποίημα του Σικελιανού στο οποίο αναφέρεται ήταν η «Ιερά Οδός», που ξεκινάει έτσι:

«Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει…».


Και ο Γ.Σ. τελειώνει έτσι:

«Μ’ αυτό το ποίημα, που υποκειμενικά το θεωρώ εξαιρετικό, και, αφού πολλές  φορές το σκέφτηκα, νομίζω πως και αντικειμενικά πρέπει να είναι ένα σημαντικό ποίημα για την Ελλάδα, … βρήκα το δρόμο μου στο έργο του Σικελιανού…».

Τι μένει από αυτή τη συζήτηση; Μα να διαβάζουμε ποίηση!