Κώστας Παππής

1/22/2010

Τι «παίχτηκε» στην Κοπεγχάγη

Τα φώτα της δημοσιότητας έχουν πια απομακρυνθεί από τη σύνοδο κορυφής για την κλιματική αλλαγή, που έγινε στην Κοπεγχάγη τον περασμένο Δεκέμβρη. Το αντικείμενο της συνόδου, οι προσδοκίες αλλά και οι φόβοι που προηγήθηκαν και η απογοήτευση που ακολούθησε, κυριάρχησαν στα μέσα ενημέρωσης και στο ενδιαφέρον του κόσμου για αρκετούς μήνες. Τώρα το ενδιαφέρον έχει εστιαστεί σε άλλα θέματα, μεγάλα και αυτά (στην οικονομική κρίση, που συγκλονίζει τις κοινωνίες των χωρών του κόσμου, στο σεισμό στην Αϊτή…). Το κλίμα και η μεγάλη απειλή που συνδέεται με την αλλαγή του πέρασαν σε δεύτερο επίπεδο ενδιαφέροντος. Όμως η απειλή αυτή μέρα με τη μέρα μεγαλώνει και όσα προμηνύει είναι χειρότερα από όσα κυριαρχούν σήμερα στην επικαιρότητα.

Τι «παίχτηκε» στην Κοπεγχάγη; Ας δούμε πρώτα ποια ήταν η επιδίωξη της συνόδου.

Σύμφωνα με τον «οδικό χάρτη» του 2007, η σύνοδος θα εστίαζε τις εργασίες της στην επίτευξη μιας συμφωνίας, που θα αντικαταστήσει το Πρωτόκολλο του Κιότο μετά τη λήξη του, το 2012. Το Πρωτόκολλο του Κιότο, που υπογράφτηκε ως «συμφωνία πλαίσιο» το 1997 και εγκρίθηκε από 183 κράτη και από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αποτέλεσε την πρώτη διεθνή συμφωνία για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και των επιπτώσεών της. Περιλάμβανε δεσμευτικά όρια εκπομπών των έξι καυσαερίων που βαρύνονται περισσότερο για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και την υπερθέρμανση της Γης. Ο στόχος ήταν η μείωση των εκπομπών αυτών των καυσαερίων σε ποσοστό 5% μεταξύ 2008 και 2012. Σε αυτό τον στόχο θα συνέβαλλαν 37 βιομηχανικά κράτη. Μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε αναπτυσσόμενες και ανεπτυγμένες οικονομίες χαρακτήρισε τη βάση του Πρωτοκόλλου: οι πρώτες δεν ανέλαβαν δεσμεύσεις, σε αντίθεσή με τις δεύτερες. Ας σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος τότε και μέχρι πρόσφατα ρυπαντής αρνήθηκαν να προσυπογράψουν το Πρωτόκολλο, πράγμα που έβλαψε σημαντικά την αξιοπιστία του. Ας σημειωθεί ακόμα ότι σήμερα η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ότι ο μέσος Αμερικανός εκπέμπει διπλάσιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου από τον μέσο Ευρωπαίο, τρεισήμισι φορές περισσότερο από τον μέσο Κινέζο και δέκα φορές πιο πολύ από τον μέσο Ινδό και ότι, αν όλη η ανθρωπότητα ζούσε σύμφωνα με τον αμερικανικό τρόπο ζωής, τότε πέντε πλανήτες Γη δεν θα έφταναν για να συντηρήσουν μία περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη.

Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία λήξης της ισχύος του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η σύνοδος της Κοπεγχάγης, που ορίστηκε για τις 7-18 Δεκεμβρίου 2009, είχε ως κύρια αποστολή της τα κράτη της Γης να καταλήξουν σε μια συμφωνία μακροπρόθεσμης συνεργασίας, που θα περιλάμβανε συγκεκριμένο στόχο μείωσης των εκπομπών καυσαερίων. Ο περιορισμός των εκπομπών των καυσαερίων θα μπορούσε να πιστοποιηθεί, δηλαδή η συμφωνία θα πρόβλεπε τρόπο και μηχανισμούς με βάση τους οποίους θα μπορούσε να μετρηθεί η μείωση. Στόχος της συνόδου της Κοπεγχάγης ήταν επίσης η συμφωνία για παροχή οικονομικής βοήθειας στις φτωχές χώρες, ώστε να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η ενθάρρυνση της ανάπτυξης τεχνογνωσίας «καθαρής ενέργειας» (ενέργειας που να μην επιβαρύνει τη Γη με εκπομπές καυσαερίων του θερμοκηπίου) και, τέλος, ο περιορισμός των εκπομπών των καυσαερίων του θερμοκηπίου που συνεπάγεται η αποψίλωση των δασών. Στη σύνοδο κατατέθηκαν διάφορα σχέδια και προτάσεις, ανάμεσα σε αυτές και η πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια «συμφωνία 20-20-20», δηλαδή 20% μείωση, σε σχέση με το 1990, των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2020 και ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ποσοστό 20%. Η Ε.Ε. ήταν αρχικά διατεθειμένη να προχωρήσει σε μεγαλύτερη μείωση εκπομπών της τάξης του 30% με την προϋπόθεση διεθνούς παγκόσμιας συμφωνίας. Επίσης ήταν διατεθειμένη για περαιτέρω μείωση από την Ε.Ε. σε ποσοστό 80-95% έως το 2050, δηλαδή πρακτικά τη δημιουργία μιας οικονομίας καθαρής από εκπομπές άνθρακα.

Η σύνοδος έγινε και κατέληξε, αν όχι σε ναυάγιο που πολύ φοβήθηκαν, πάντως σε αποτελέσματα που χαρακτηρίστηκαν από πολύ φτωχά έως απογοητευτικά σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος και τους στόχους που είχαν τεθεί. Η μη δεσμευτική συμφωνία που επιτεύχθηκε, αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας, Ινδίας, Νότιας Αφρικής, Βραζιλίας και είκοσι περίπου ακόμη κρατών, υπό τη σκιά των έντονων διαμαρτυριών του αναπτυσσόμενου κόσμου, που απαιτούσε τη λήψη άμεσων και αποτελεσματικών μέτρων, αναγνωρίζει την ανάγκη περιορισμού της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας της Γης σε επίπεδα που δεν θα ξεπερνούν τους δύο βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με την προ-βιομηχανική εποχή, ενώ υπόσχεται ετήσιες χρηματοδοτήσεις της τάξης των 100 δισ. δολαρίων μέχρι το 2020 προς τα αναπτυσσόμενα κράτη. Μέρος του ποσού αυτού θα διατεθεί για την αποζημίωση των χωρών εκείνων που θα διατηρούν άθικτα τα τροπικά δάση τους, ανθιστάμενα στις πιέσεις των πολιτών τους για περισσότερη καλλιεργήσιμη γη (ας σημειωθεί ότι το 2008 το δάσος του Αμαζονίου συρρικνώθηκε κατά 7.000 τ.χλμ., μια έκταση που είναι διπλάσια από αυτή του νομού Αττικής).

Η συμφωνία, που έφερε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια τη διάσταση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και τις ευκαιριακές συμμαχίες μεταξύ «μεγάλων» ή και «μικρών», δεν δίνει απαντήσεις σε ορισμένα από τα κρισιμότερα ζητήματα, όπως αυτό των μηχανισμών εποπτείας, τη θεσμοθέτηση των οποίων αρνείται επίμονα η Κίνα, υποστηρίζοντας ότι αμφισβητούν την εθνική της κυριαρχία. Στον αέρα έμεινε η καταληκτική χρονολογία για την υποκατάσταση «δεσμευτικής βάσει του διεθνούς δικαίου» Συνθήκης για το Κλίμα που θα αντικαταστήσει τη συμφωνία του Κιότο.

Τα παραπάνω δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο ερώτημα «τι παίχτηκε στην Κοπεγχάγη» που θέσαμε στην αρχή. Σε σχετικό editorial ξένης εφημερίδας (The Guardian, 6-12-2009) που δημοσιεύτηκε την παραμονή της συνόδου, τα προβλήματά της εντάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες:

«Πρώτα είναι τα λεφτά. Βάσει μιας απλής ανάλυσης κόστους-οφέλους, αυτό που θα είχε τη μεγαλύτερη αξία είναι η ουσιαστική και άμεση δράση… Το κόστος της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών και της μετακίνησης πληθυσμών που θα επιφέρει η θέρμανση του πλανήτη στο μέλλον είναι μεγαλύτερο από το κόστος της περικοπής των εκπομπών σήμερα… Στην Κοπεγχάγη το ζήτημα του κόστους μπλέκεται με ευαίσθητες γραμμές της διπλωματίας. Αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, που ήδη έχουν φορτώσει την ατμόσφαιρα με δισεκατομμύρια τόνους άνθρακα, θα έπρεπε να χρηματοδοτήσουν άλλες χώρες (τις αναπτυσσόμενες) για μια πιο πράσινη ενέργεια. Όμως δεν υπάρχει συμφωνία για το μέγεθος της χρηματοδότησης ή για το πώς θα γίνει η διαχείρισή της. Για παράδειγμα, η ιδέα να βοηθηθούν οι Κινέζοι για να αναπτύξουν νέα πράσινη τεχνολογία δεν «πουλιέται» εύκολα στο αμερικανικό Κογκρέσο».

Έπειτα εμφανίζεται το δεύτερο πρόβλημα, η πολιτική. «Μια διεθνής συμφωνία για περιορισμό των εκπομπών θα απαιτούσε ένα διεθνές καθεστώς επιβολής της εφαρμογής της, που θα εγγυάται ότι η συμφωνία εφαρμόζεται. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις θα υποβάλλονταν στην επιτήρηση διεθνών αρχών, που θα προέβαιναν σε κάποιου είδους ελέγχους και θα επέβαλλαν κυρώσεις. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους σε κάθε τέτοια «υποταγή» τους. Όμως χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ μια συμφωνία για το κλίμα θα ήταν πρακτικά άχρηστη». Όπως σημειώθηκε παραπάνω, την ίδια αντίθεση εξέφρασε και η Κίνα.

Η άρνηση της επιστήμης αποτελούσε το τρίτο πρόβλημα στη σύνοδο της Κοπεγχάγης, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση. Αυτό έχει τις ρίζες του στην προοπτική τους καθεστώτος διεθνούς διαχείρισης του κλίματος που θα επέβαλλε μια διεθνή συμφωνία, θα καθιέρωνε τους απαιτούμενους μηχανισμός ελέγχου και θα επέβαλλε κυρώσεις. Αυτή η προοπτική θα ενίσχυε ένα αναπτυσσόμενο κίνημα που στρέφεται κατά του υποστηρικτών της προστασίας του περιβάλλοντος. Η επίκληση από αυτό το κίνημα της παραποίησης στοιχείων, προβληματικότητας ή υπερβολής στα τεκμήρια και προθέσεων να εμποδιστεί η έκφραση αντίθετων απόψεων σχετικά με την πραγματική φύση και την έκταση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να οδηγήσει, κατά την εφημερίδα, σε «νέες εξάρσεις παράνοιας».

Επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και είναι ανάγκη να μην εγκαταλείψουμε τις ελπίδες και τον αγώνα για μια ουσιαστική και άμεση αντιμετώπιση της μεγάλης απειλής που συνιστά η κλιματική αλλαγή για τις ανθρώπινες κοινωνίες και όλο τον πλανήτη, ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε το 2010 να φέρει κάτι σημαντικά καλύτερο από την περσινή χρονιά.

Σημείωση: Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό το κείμενο έχουν αντληθεί από τον καθημερινό Ελληνικό (ιδιαίτερα από ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή της 20-12-2009) και διεθνή τύπο.