Κώστας Παππής

9/29/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ IV Μαρτυρίες για την εξορία


Συνέχεια στο αφήγημα που προέκυψε από το πρόσφατο ταξίδι μου στο Άη Στράτη. Την καταθέτω σαν μικρή συμβολή στην πατριδογνωσία...




Μικρή (και πικρή) γεύση για όσα συνέβησαν στο νησί τα χρόνια της εξορίας προσπάθησα να δώσω με τις προηγούμενες αναφορές μου. Στα δυο συγκλονιστικά ποιήματα που αναδημοσίευσα, του Λουντέμη και του Βάρναλη, νομίζω πως αποτυπώνεται ένα μικρό μόνο μέρος από τα βάσανα που τράβηξαν οι εξόριστοι.


Για να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο θα ήθελα να παραθέσω αποσπάσματα από δυο προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στην εξορία του Άη Στράτη. Τις ανασύρω από την εξαιρετική έκδοση με τίτλο «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΧΝΗ [1940-1970] ΑΡΧΕΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΝΙΚΑΚΗ» του Υπουργείου Αιγαίου. Πρόκειται κυρίως για ένα έξοχο φωτογραφικό λεύκωμα που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε φωτογραφίες που τράβηξε για πολλές δεκαετίες ο Βασίλης Μανικάκης. 


Στις φωτογραφίες του ο Μανικάκης, που είχε γεννηθεί και ζούσε στον Άη Στράτη αποτύπωσε στιγμές από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων του τόπου στο λιμάνι, στη χώρα, στην αγροτική παραγωγή, στη σχόλη και στις γιορτές. Επίσης φωτογράφισε τη ζωή των εξόριστων που πέρασαν από εκεί τα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, καθώς και γεγονότα όπως ο καταστροφικός σεισμός και οι δραματικές αλλαγές στη ζωή και την οργάνωση του οικισμού που τον διαδέχθηκαν. 

Η εξαιρετική αυτή έκδοση, και μάλιστα από το Δημόσιο - το Υπουργείο Αιγαίου εν προκειμένω  πριν μερικά χρόνια (συμβαίνουν και τέτοια θαύματα στον τόπο μας), εκτός από το φωτογραφικό υλικό του Μανικάκη, περιέχει και μερικές πολύ σημαντικές μαρτυρίες για το νησί και ιδιαίτερα για τα χρόνια που χρησιμοποιήθηκε  ως τόπος εξορίας. Να πώς περιγράφουν το σκληρό και αδυσώπητο νησιωτικό τοπίο που υποδέχτηκε τους πρώτους εξόριστους ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κι ο Παναγιώτης Αρώνης στο βιβλίο τους «Οι μισοί στα σίδερα»:


«Απομονωμένο, στην άγονη γραμμή του Βορείου Αιγαίου, δεν μπορεί να ζήσει τους λιγοστούς κατοίκους του που συνέχεια ξενιτεύονται. Μια γη που της λείπει το νερό, όμως μόνιμα η ατμόσφαιρά της είναι κορεσμένη από υγρασία. Οι γυμνές πλαγιές που τις δέρνουν ολοχρονίς οι άνεμοι οδηγούν στη χαράδρα. Εκεί στήνονται τα τσαντίρια των εξόριστων και με τις πρώτες δυνατές βροχές πλημμυρίζουν μέσα σ’ ένα ορμητικό ποτάμι που παρασύρει τα πάντα στη θάλασσα. Εδώ στέλνουν κατά χιλιάδες στους αγωνιστές... κάθε χρόνο οι επιτροπές δημόσιας ασφάλειας συνεδριάζουν και υπογράφουν τις στερεότυπες παρατάσεις της εκτόπισης που συνέχεια ανανεώνονται... Η επιβίωση στον Άη Στράτη προϋποθέτει έναν συνεχή και σκληρό αγώνα με τα στοιχεία της φύσης, η θαλασσοταραχή εμποδίζει πολύ συχνά το καράβι να πλησιάσει. Οι αγέρηδες σκουριάζουν και γκρεμίζουν τα τσαντίρια... πρέπει ν’ αγωνιστούμε για ν’ αυξηθεί το επίδομα πείνας, να μας επιτραπεί να ψωνίζουμε με δικό μας αντιπρόσωπο, να σταματήσει η λογοκρισία, να σπάσει η απομόνωσή μας από το χωριό και τους κατοίκους του, να επιτραπεί το επισκεπτήριο, να γίνονται παρακλινικές εξετάσεις των αρρώστων, να δίνονται φάρμακα, να σταματήσουν οι ψυχολογικές πιέσεις, οι απειλές και οι «υποσχέσεις». Πρέπει να οργανώνουμε την «επ’ αόριστον» ζωή μας εδώ. Ανοίγουμε πηγάδια και προσπαθούμε με το γλυφό νερό να εξασφαλίσουμε μια μικρή παραγωγή σε λαχανικά. Οργανώνουμε τη μόρφωση σε σχολικούς κύκλους με διαλέξεις, με τη λειτουργία της βιβλιοθήκης και την αυτομόρφωση. Οργανώνουμε την ψυχαγωγία μας με κεντρικές και παροικιακές γιορτές, με θεατρικές παραστάσεις. Τα προβλήματα είναι πολλά. Και μέσα στο πλέγμα των δυσκολιών της «πειθαρχημένης διαβίωσης» του Αναγκαστικού Νόμου 511 φυτρώνουν και τα εσωτερικά προβλήματα…».


Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τον Τάσο Τσουκνίδα, παλιό εξόριστο στον Άη Στράτη. Περιγράφει τις απρόβλεπτες θεομηνίες και ιδιαίτερα τις ξαφνικές νεροποντές του φθινοπώρου και άλλων εποχών που απροειδοποίητα πλημμύριζαν και κατέστρεφαν το στρατόπεδο βάζοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των εκτοπισμένων:


«Το 1947 το φθινόπωρο έφεραν πολιτικούς κρατούμενους από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι δύο χαράδρες ήταν γεμάτες από παλαιότερους εξόριστους. Έτσι τους νεοφερμένους Μακεδόνες τους εγκατέστησαν σε μία τρίτη χαράδρα που τη λέγαμε Σαχάρα. Ήταν γεμάτη άμμο που κατέβαζε ο ξεροπόταμος και το κύμα της θάλασσας. Εκεί στρατοπέδευσαν γυναίκες και άντρες κάτω από κουρελιασμένες σκηνές. Άρχισε απότομα ο ουρανός να συννεφιάζει. Οι εξόριστοι που βρίσκονταν στο χωριό ειδοποιήθηκαν να φύγουν και να πάνε στο στρατόπεδο επειδή, άμα έπιανε βροχή δεν θα μπορούσαν να περάσουν από τα βράχια, γιατί ξεσπάγανε πάνω τους τα μανιασμένα κύματα. Βροχή, κατακλυσμός, βροντές κι αστραπές, νύχτα τρομερή. Οι σκηνές να τρίζουν, οι γυναίκες να φωνάζουν «βοήθεια», το νερό της βροχής περνούσε μέσα στις σκηνές… όλοι πήραν τα στρώματα και τα ελάχιστα πράγματά τους στους ώμους για να τα κρατήσουν όσο γίνεται στεγνά... τα αντίσκηνα τρίζαν, οι πάσσαλοι που κρατούσαν τις σκηνές ξεπαλουκώθηκαν. «Μην πιάνετε στο στύλο της σκηνής, πέφτουν κεραυνοί»... 500 εξόριστοι άνδρες και γυναίκες καθισμένοι πάνω στις λάσπες περιμέναμε να ξημερώσει. Η μπόρα πέρασε αλλά το κακό έγινε... Στην πιο πάνω σκηνή τέσσερα παλικάρια τα σκότωσε κεραυνός… Την άλλη μέρα το απόγευμα όλοι οι εξόριστοι και από τις τρεις χαράδρες συνοδεύσαμε τους συντρόφους μας στην τελευταία τους κατοικία ψηλά στον Άγιο Μηνά...».


Κλείνουμε εδώ το κεφάλαιο της εξορίας στον Άη Στράτη παραθέτοντας μια τελευταία μαρτυρία. 

Την ηλικιωμένη κυρία τη συνάντησα βαδίζοντας στο δρόμο δίπλα στο ποτάμι, από την αριστερή μεριά όπως κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Αφορμή μια ερώτηση που της απηύθυνα, στα καλά καθούμενα, όπως το συνηθίζω, για το λόγο που οι κάτοικοι του νησιού αποφάσισαν κι έφτιαξαν το κοιμητήριο στην κορυφή του λόφου, που στη νότια πλαγιά του απλωνόταν όλος ο οικισμός πριν το σεισμό του 1968. 



Η κουβέντα ήρθε στην περίοδο της εξορίας:

- Εκείνοι οι άνθρωποι, οι εξόριστοι, ήσαν άλλοι άνθρωποι, σπουδαίοι, πολιτισμένοι. Ήρθανε εδώ, στην εξορία, όχι μόνο νέοι άντρες, αλλά και γυναίκες, και γέροντες, και μικρά παιδιά με τις μανάδες τους. Δεν πείραξαν ποτέ τίποτα, ούτε κοπέλα οι άντρες ούτε πράγμα στο νησί. Μόνο πρόσφεραν. Πολλά πρόσφεραν στο νησί. Όπως, όμως, μας σεβάστηκαν, τους σεβαστήκαμε κι εμείς. Κακό λόγο για τους εξόριστους, από όσους τους ζήσαμε, δεν θ’ ακούσεις στον Άη Στράτη… 

Τελευταία φωτογραφία: Το Μουσείο Δημοκρατίας. Μη το χάσετε, όσοι πάτε στο νησί.


9/25/2019

Ο αρχαίος νεκρός και τα σανδάλια του


Στο νέο τεύχος Σεπτεμβρίου της εφημερίδας «Σικυωνίων Πολιτεία» (κυκλοφορεί σε 2-3 μέρες), το κύριο άρθρο αφιερώνεται στα σπουδαία νέα που κομίζει η αρχαιολογική έρευνα για την αρχαία (προ-ελληνιστική) Σικυώνα. 




Το άρθρο ξεκινάει λέγοντας πως τα νέα έρχονται από τον Άγιο Κωνσταντίνο, ένα ξωκλήσι μέσα στην κοιλάδα του Ασωπού, πολύ κοντά στο Βασιλικό, στα ανατολικά του χωριού, κοντά στην Τουρκογέφυρα, εκεί που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια ένας μικρός οικισμός από Ρομά. Τα νέα για την ακρίβεια έρχονται από ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και αναφέρονται στα αποτελέσματα του διεπιστημονικού ερευνητικού προγράμματος «Αρχαία Σικυώνα» (2015-2019).



Η ανακοίνωση λέει, μεταξύ πολλών άλλων, πως οικιστικά κατάλοιπα της Κλασικής και Ύστερης Κλασικής περιόδου, αποτελούμενα από εσωτερικά δωμάτια οικιών και τμήματα οικιακών εργαστηρίων ήρθαν στο φως στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, που ενδυναμώνουν το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας σε αυτή την περιοχή.



Δεν ήξερα το εκκλησάκι και έψαξα να το βρω, μήπως ίσως δω και κάποια στοιχεία από τις ανασκαφές, αλλά κυρίως για να βρεθώ στον τόπο που, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι πολύ πιθανό να ταυτίζεται με τη θέση της αρχαίας πόλης-κράτους της Σικυώνας. 

Απογοήτευση! Τίποτα από όσα δείχνουν οι φωτογραφίες από τα ευρήματα δεν ήταν πια ορατό. Όλα είχαν σκεπαστεί κάτω από το χώμα. Τα σημεία των ανασκαφών τα μαρτυράει το χώμα που καλύπτει το νάϋλον σεντόνι, αυτό που σκεπάζει τα ανασκαμμένα, όπως δείχνεται στη φωτογραφία. 




Στην περιοχή, πολλά τα όστρακα (σπασμένα κομμάτια αρχαίας κεραμικής). Κι από πάνω, σε μικρή απόσταση από το ξωκλήσι, ο λόφος με τις κατσουλιέρες (τους κορυδαλλούς), όπου και το «Μπουντρούμι», που γράφω στις «Ψυχές των τόπων», στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε πρόσφατα.





Ένα από τα μοναδικά ευρήματα των ανασκαφών ήταν ένα ταφικό μνημείο στη θέση Ζόγερι. Βρίσκεται όχι μακριά από τον Άγιο Κωνσταντίνο, πλάι στο δρόμο που κατεβαίνει από το Βασιλικό στην Πέρα Τραγάνα. Είναι μια ταφή με ένα μοναδικό νεκρό που ο σκελετός του βρέθηκε μέσα στο μνήμα μαζί με τα σανδάλια του («κτερισμένος» με αυτά, όπως λέει η σχετική ανακοίνωση). Από τα σανδάλια διασώθηκε το σιδερένιο περίγραμμα της σόλας!



Και αναλογίζομαι την «τύχη» του κατόχου των σανδαλιών να «ξαναδεί» για λίγο, με ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, το φως του ήλιου που είχε στερηθεί για κάπου 2500 χρόνια… 

Τα «οστά τα γεγυμνωμένα» του κατόχου των σανδαλιών, θα βρουν μια θέση σ’ ένα κιβώτιο, στο υπόγειο κάποιου μουσείου, σκέφτομαι.  Όσο για τα σανδάλια, αυτά θα βρουν σίγουρα μια θέση πιο περιφανή, στο ίδιο μάλλον μουσείο, ανάμεσα στα κύρια εκθέματα. Ενώ μια επιγραφή θα πληροφορεί τους επισκέπτες για το πρωτόφαντο του πράγματος: «εδώ τα σανδάλια ενός αρχαίου νεκρού, που ήταν θαμμένα μαζί του, προ κάπου 2500 ετών! Για την ακρίβεια, ιδού διασωσμένο το σιδερένιο περίγραμμα της σόλας τους»!

9/18/2019

«Τ’ Αγκάθι του Χριστού» με δυο λόγια


Εκδόθηκε και κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το νέο βιβλίο μου «Τ’ Αγκάθι του Χριστού – Δέκα διηγήματα». 


Σε ένα εισαγωγικό κείμενο στο βιβλίο γράφω για τη σχέση του νέου βιβλίου με το προηγούμενο, «Οι ψυχές των τόπων»: 

«Τ’ Αγκάθι του Χριστού» συνεχίζει το δρόμο που άνοιξαν πριν λίγους μήνες «Οι ψυχές των τόπων», αλλά σε νέα τοπία και με άλλο τρόπο. Στο προηγούμενο βιβλίο, «Οι ψυχές των τόπων», ο συγγραφέας αναζήτησε εικόνες, αισθήματα, οράματα, σε μονοπάτια που πάτησε, σε ένα οδοιπορικό σε ανοιχτούς χώρους, έξω από τις βασικές διαδρομές που ακολουθεί ο συνήθης ταξιδευτής. Άφησε την άσφαλτο, για ν’ ανηφορήσει σε χαμηλούς λόφους και πλαγιές, σε απόμερες γωνιές της φύσης, σε απομεινάρια αρχαίων χρόνων. Ακολούθησε το σινιάλο που του έγνεφε το ένστιχτό του, μια τυχαία παρατήρηση, μια σημείωση στο περιθώριο ενός βιβλίου, μια ανάμνηση από χρόνια παλιά. Περπάτησε μόνος ή σχεδόν μόνος, αναζητώντας τις ψυχές που κατοικούν στους τόπους που επισκέφτηκε.   

Στο «Αγκάθι του Χριστού» τα τοπία είναι κυρίως εσωτερικά, της ψυχής. Οι εξωτερικοί χώροι είναι κι αυτοί μέρος των αφηγημάτων. Αλλάζουν σε μια διαρκή ροή, παράλληλα με τη ροή του χρόνου. Η αφήγηση όμως δεν ακολουθεί τον τρόπο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Αναπτύσσεται με τον τρόπο του διηγήματος. Ο αφηγητής σπάνια μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Υπάρχουν ήρωες, άνθρωποι που πρωταγωνιστούν, που ζουν ανάμεσα κι απέναντι σε άλλους ανθρώπους, υποτάσσονται θέλοντας και μη στη μοίρα τους, συγκρούονται με το τυχαίο, χαίρονται, πάσχουν, αναζητούν, αγωνίζονται, πεθαίνουν. Ή μήπως δεν είναι οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν; Μήπως τελικά πρωταγωνιστής είναι  το τυχαίο (ή ίσως η ανάγκη, μεταμφιεσμένη σε τυχαιότητα); Το όνειρο (ή ίσως η αναπόδραστη καταφυγή στο όνειρο); Η προσδοκία (ή ίσως η διάψευσή της, αφού στο τέλος τα σχέδια θα διαψευστούν, θα βγούνε όλα πλάνες); Τελικά, η φάρσα που σκηνοθετεί η ζωή σε βάρος των ανθρώπων; 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου δίνω νύξεις για το περιεχόμενο του βιβλίου, τα «Δέκα διηγήματα»:

Δέκα ιστορίες για το τυχαίο, το όνειρο, την προσδοκία, την προδοσία, το παράλογο και τις φάρσες που σκαρώνει η ζωή:

–Εκεί που φουντάρει τους κιούρτους του, στη Μήλο, θα φουντάρει κι ο ίδιος ο Φλώρος, μπλεγμένος στο δίχτυ ενός λάθους και μιας ευαίσθητης ψυχής.

–Το πνεύμα του Αντώνη Βασιλάκη, αναγεννησιακού ζωγράφου, στοιχειώνει μιαν εικόνα σ’ ένα ξωκλήσι κάποιου νησιού.  Ή μήπως στοιχειωμένο είναι το μυαλό του αφηγητή; 

–Μια ζωή αρνιόταν να φορέσει στεφάνι γάμου. Και είχε σπουδαία επιχειρήματα. Τελικά θα το φορέσει, αλλά όχι ακριβώς αυτό που αρνήθηκε.

–Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερες οι σχέσεις του Καθηγητή με τους παλιούς του φοιτητές. Τι συνέβη κι η εμπιστοσύνη, το πουλάκι, άνοιξε φτερά και χάθηκε;

–Ένα σπίτι δικό του, αυτό ήταν τ’ όνειρο του Αντώνη. Θα το αποκτήσει και θα είναι κατάδικό του. Όμως δεν θα είναι εκείνο που ονειρεύτηκε.

–Ο Λαπόρδας επιστρέφει ύστερα από χρόνια. Φέρνει μαζί του μια κιθάρα κι ο Αργύρης τον μπάζει στην παρέα. Φέρνει μαζί του, όμως, και παλιές πληγές. 

–Spyros το όνομα στον πεταμένο φάκελο, ο Άη Σπυρίδωνας στ’ όνειρο της, κι αύριο ξημερώνει η χάρη του. Τρεις συμπτώσεις αρκούν. Η Βασούλα μπαρκάρει για την Αμέρικα.

–Στο μόλο της Συκαμνιάς, πάνω σ’ ένα θεόρατο βράχο, είναι χτισμένη η Παναγιά Γοργόνα. Όμως στη ζωγραφιά του Θεόφιλου το ξωκλήσι είναι άφαντο. Υπάρχει λύση στο μυστήριο;

–Ένα σημείωμα, τέσσερες λέξεις: «Φεύγω, μη με περιμένεις». Κι η Αρετή εξαφανίζεται. «Ζούσαμε μια ζωή τόσο αρμονική, τόσο τέλεια», λέει σπαράζοντας ο Φαίδων. Τέλεια;

–Αγριεμένοι κλάδοι από αγκάθια του Χριστού συστρέφονται σαν φίδια και φτιάχνουν αδιαπέραστο τείχος, που μπλοκάρει την έξοδό του. Θα βρει διαφυγή;



9/16/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ ΙΙΙ Τα σημάδια της εξορίας


Το πέρασμα των εξόριστων από τον Άη Στράτη έχει αφήσει τα σημάδια του, που κάποια – λίγα - φαίνονται και σήμερα, αν και έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Τα υπόλοιπα μένουν σαν ονομασίες που είχαν δώσει οι εξόριστοι σε κάποιες τοποθεσίες. Τα σημάδια αυτά αποτυπώνονται στον πολύ κατατοπιστικό χάρτη που παίρνει ο επισκέπτης του παλιού διδακτήριου, που χρησιμοποιήθηκε ως αναρρωτήριο των πολιτικών εξόριστων, και που είναι σήμερα το μοναδικό στην Ελλάδα «Μουσείο Δημοκρατίας».

Στο χάρτη φαίνονται  οι τέσσερις τομείς του στρατοπέδου των πολιτικών εξόριστων, που διατάσσονταν παράπλευρα στις κοίτες των δυο χειμάρρων, του Παραδείση και του Τενεδιώτη. Εκεί έζησαν δύσκολες έως τραγικές μέρες τα θύματα των διώξεων, ανάμεσά τους υπερήλικες, ανάπηροι του Αλβανικού Μετώπου, γυναίκες, μάνες με παιδιά…


Οι χείμαρροι, πριν ενωθούν για να καταλήξουν στη θάλασσα, αγκαλιάζουν το λόφο όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη του νησιού. Εκεί, παράπλευρα στις κοίτες των δυο χειμάρρων, έζησαν οι εξόριστοι, μέσα σε σκηνές, εκτεθειμένοι στα κρύα του χειμώνα που είναι βαρύς σ’ αυτό το μικρό νησί, καταμεσής στο πέλαγος, και στο λιοπύρι του καλοκαιριού.




Το πιο επιβλητικό κτήριο στο χωριό είναι η Μαράσλειος-Λογοθέτειος Σχολή. Εκεί ήσαν οι κοιτώνες των ανδρών της Χωροφυλακής κατά την περίοδο της λειτουργίας του στρατοπέδου των εξόριστων. 





Εκτός από αυτό το κτήριο, το αναρρωτήριο, ο Άγιος Μηνάς, και το κοινό οστεοφυλάκιο των νεκρών του χειμώνα 1941-42, σχεδόν κανένα άλλο ενθύμημα της εξορίας δεν έχει απομείνει όρθιο. Φρόντισε γι αυτό και ο πολύ μεγάλος σεισμός που έπληξε το νησί το 1968, ισοπεδώνοντάς το σχεδόν.


Όμως υπήρξαν κι άλλα κτίσματα που τότε στέγαζαν λειτουργίες απαραίτητες για τη ζωή του στρατοπέδου και τώρα δεν υπάρχουν πια: φούρνος, λευκοσιδηρουργείο, συνεργεία επισκευής και κατασκευής υποδημάτων και άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης των εξόριστων, μαγειρεία, καμίνι και σιδηρουργείο. Κι ακόμα σανατόριο και χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων. Και, τέλος, θέατρο στεγασμένο κάτω από μια τεράστια σκηνή! Εδώ έδωσαν θεατρικές παραστάσεις σπουδαίοι εξόριστοι ηθοποιοί, όπως ο Κατράκης και ο Καρούζος, με Αντιγόνη, Οιδίποδα Τύραννο, Πέρσες, Οθέλο, Δωδεκάτη Νύχτα, Καλό Στρατιώτη Σβέικ… Μικρά παιδιά του Άη Στράτη πρωτοείδαν εκεί λαθραία παραστάσεις που φύλαξαν στη μνήμη τους σαν θησαυρό…

Γύρω από το στρατόπεδο υπήρχαν οι εννέα σκοπιές της Χωροφυλακής. Κάτω στην παραλία, στα δυο άκρα της, οι εξόριστοι είχαν βαφτίσει δυο βράχους με οικεία ονόματα. Ήταν ο «Βράχος του Λένιν» και ο «Βράχος του Τρότσκυ»! Ενώ ο δρόμος κατά μήκος του ποταμού είχε κι αυτός το δικό του όνομα: ήταν η «Λεωφόρος των Μπολσεβίκων»! Περπατώντας στη «Λεωφόρο» στεκόμαστε σε ένα μνημείο στη μνήμη του Προέδρου του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας Γ. Γαβριηλίδη που πέθανε στην εξορία, κι ένα άλλο, που έχει στήσει στη μνήμη των νεκρών εξόριστων το ΚΚΕ. Εκεί διαβάζει κανείς ένα συγκλονιστικό ποίημα, γραμμένο από τον Κώστα Βάρναλη, που υπήρξε κι αυτός εξόριστος στο νησί.


Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα, 

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη  μια μεριά να πολεμάει την άλλη.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533).







9/12/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ ΙΙ Γρηούλες μυγδαλιές



«Δεν έχω πάει, μα στη φαντασία μου έχω εκπληκτικές εικόνες από το ποίημα ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ του Λουντέμη» μου έγραψε ο φίλος μου Τάσος Πάππας, σχολιάζοντας μια πρόσφατη δημοσίευσή μου για το νησί του Άη Στράτη.



Παραθέτω το ποίημα, με συνοδεία φωτογραφίες. Όχι άσχετες. Γιατί είχα περπατήσει κι εγώ στο μεταξύ «στο ρέμα για το πλάτωμα», που λέει ο ποιητής. Στη χαράδρα, που γράφει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης στο βιβλίο «Οι µισοί στα σίδερα», µε τις αναµνήσεις του από την εξορία του στον Άη Στράτη: «Αποµονωµένο στην άγονη γραµµή του Βορείου Αιγαίου, το νησί δεν µπορεί να ζήσει τους λιγοστούς κατοίκους του, που συνέχεια ξενιτεύονται. Μια γη που της λείπει το νερό, όµως µόνιµα η ατµόσφαιρά της είναι κορεσµένη από υγρασία. Οι γυµνές πλαγιές, που τις δέρνουν ολοχρονίς οι άνεµοι, οδηγούν στη χαράδρα. Εκεί στήνονται τα τσαντίρια των εξόριστων...» (Φιλίστωρ, 1996).



Τα τσαντίρια των εξόριστων στήνονταν στις δυο ποταμιές (χείμαρρους), τον Παραδείση και τον Τενεδιότη που ενώνονται λίγο πριν εκβάλλουν στο λιμάνι.  


Περπάτησα στον τόπο των τσαντιριών την τελευταία μέρα πριν αφήσω το νησί. Το επισκέφτηκα πρόσφατα σαν ταξιδευτής. Κι όχι, όπως ο Λουντέμης κι οι σύντροφοί του τότε, τα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τον καιρό της χολέρας, όταν οι «νικητές» επιφύλασσαν στους νικημένους όσα ο Λουντέμης περιγράφει.




Το ποίημα έχει τίτλο «Ταξίδι στον Άη Στράτη». Αναφέρεται στη μεταφορά των πολιτικών εξορίστων από τη Μακρόνησο στον Άη στράτη. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 31 του Μάη 1953 (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας).






Να το ποίημα:


***

Ταξίδι στον Άη Στράτη

Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.

Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
-Μεταλλικό κιβούρι-
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.

Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
Φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.

… Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεφούσκωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…

Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κόσμο μας,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).

Μα ο κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)

Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας προσμέναν
κάτι γρηούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδελφή.
Και μας θυμιάτισε με τη μοσκοβολιά της…

Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθειά. Βαθειά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και προσκύνησε.
Ήταν η πρώτη φορά…

***

Εδώ τελειώνει το ποίημα.





Στον Τάσο απάντησα με καθυστέρηση λίγων ημερών:

«Τάσο μου, το ξαναδιαβάζω και ριγώ. Το έζησα «παίρνοντας το ρέμα για το πλάτωμα». Και είδα τις ίδιες γρηούλες μυγδαλιές.Και μου φαίνεται πως φωτογράφησα την ίδια λυγαριά…. Πώς ξεχνάμε…».



Αλήθεια, πώς ξεχνάμε τα όσα τράβηξε αυτός ο τόπος, αυτός ο λαός…

9/09/2019

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ Ι Της εξορίας


Άη Στράτης, νησί ανεμοδαρμένο, μια κουκκίδα στη μέση του πελάγους.
Άη Στράτης, ανελέητα χτυπημένος από τη μανία του Εγκέλαδου 50 χρόνια πριν (1968).
Άη Στράτης, νησί δοκιμασμένο στον πόνο από τα πανάρχαια χρόνια του Φιλοκτήτη.
Άη Στράτης, τόπος εξορίας για αγωνιστές για πολλές δεκαετίες μέσα στον 20ό αιώνα.
Σε αυτό το τελευταίο θα σταθώ.

Πέρασαν από δω κάποτε εξορισμένοι άνθρωποι από τα μέρη μας, που από καιρό δεν βρίσκονται ανάμεσά μας: ο συντοπίτης από το Κιάτο Χριστόφορος Λέκκος (τον είχα γνωρίσει παιδί), όπως με πληροφόρησε ο γιος του, φίλος και συμμαθητής μου, Αλέκος. Αλλά κι ο αξέχαστος φίλος μου Γιώργος Γιαννόπουλος, ο παιδίατρος και δήμαρχος Κιάτου.
Έπεσα απρόσμενα πάνω του, στο «Μουσείο Δημοκρατίας». Ένα μουσείο για να μας θυμίζει τα πάθη της δημοκρατίας στον τόπο που τη γέννησε. Ένα μοναδικό μουσείο, που στα χρόνια του εκτοπισμού πολιτικών εξόριστων χρησιμοποιήθηκε ως αναρρωτήριο – στην αρχική του χρήση ήταν διδακτήριο. Εκεί είδα τ’ όνομα του Γιώργου, ανάμεσα στα άλλα των γιατρών και φοιτητών ιατρικής που εξορίστηκαν στον Άη Στράτη: «Γιώργος Γιαννόπουλος, παιδίατρος, Κιάτο». Ήταν τότε φοιτητής.






Ο Άη Στράτης χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας για τους αντιφρονούντες από λογής-λογής καθεστώτα που πέρασαν από την Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Του κακού τη σκάλα κατέβηκε για πρώτη φορά η κυβέρνηση του Βενιζέλου, που εκτόπισε το 1929 κομμουνιστές, με βάση το νόμο του 1929 «περί Ιδιώνυμου αδικήματος», δηλαδή το νόμο για τη δίωξη των κομμουνιστών.






Τη σκυτάλη πήραν οι επόμενες κυβερνήσεις, μέχρι που ήρθε η δικτατορία του Μεταξά (1936-41). Τότε εκτοπίστηκαν στο νησί εκατοντάδες αντίπαλοι του καθεστώτος, κομμουνιστές, αριστεροί, δημοκρατικοί.
Λίγο πριν οι Γερμανοί καταλάβουν το νησί, στις 26 Απριλίου 1941, κι ενώ διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των εξόριστων μεταξύ αντιπροσωπείας τους και του διοικητή της φρουράς του νησιού, αυτός, από φόβο μήπως αποδράσουν οι εξόριστοι, παρέταξε απέναντί τους 12 χωροφύλακες κι αυτοί άρχισαν να πυροβολούν τους εξόριστους. Αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρία και να τραυματιστούν δυο άτομα. Στην συνέχεια ο «Έλληνας» διοικητής παρέδωσε τους εξόριστους στους Γερμανούς κατακτητές (πάντα υπήρχαν τέτοιοι «Έλληνες» - Εφιάλτες, για να εξηγούμαστε…).
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής οι εξόριστοι υπέφεραν τα πάνδεινα από έλλειψη τροφίμων, εφοδίων, περίθαλψης και πέθαναν από την πείνα 33 κομμουνιστές κρατούμενοι. Θάφτηκαν από τους συντρόφους τους στον περίβολο του Άη Μηνά, στο εκκλησάκι στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στην περιοχή που έστησαν τις σκηνές τους οι εξόριστοι, στο στρατόπεδο που ορίστηκε να περάσουν τα χρόνια των παθών τους.



Τα θύματα, όλα τα χρόνια που έζησαν στο νησί εξόριστοι των διαφόρων καθεστώτων, θα ήσαν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε η αυτο-οργάνωση και η μεταξύ τους αλληλεγγύη.






Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Οκτώβριο του 1944, το στρατόπεδο εξορίας του Άη Στράτη έκλεισε, οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, αλλά τα βάσανα δεν τέλειωσαν. Την άνοιξη του 1947 το στρατόπεδο άνοιξε πάλι ως τόπος εξορίας Αριστερών με το όνομα «Στρατόπεδον Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Εκτοπισμένων».




Μετά το κλείσιμο της Μακρονήσου (κι από δω είχε περάσει ο Γιώργος Γιαννόπουλος), ο Άη Στράτης αποτέλεσε τον μαζικότερο τόπο εξορίας.




Ανάμεσα στους εξόριστους του Άη Στράτη, υπήρξαν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι της διανόησης και της τέχνης: ανάμεσα στους πιο γνωστούς, ο εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός Δ.Γληνός, οι ποιητές Βάρναλης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, οι λογοτέχνες Λουντέμης, Κορνάρος, Φωτιάδης, οι ηθοποιοί Κατράκης και Καρούσος, και πολλοί άλλοι. Επίσης, πολλοί Αριστεροί πολιτικοί, όπως ο Ηλίας Ηλιού, ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Κώστας Γαβριηλίδης (που πέθανε εκεί), ο Στέφανος Σαράφης κι άλλοι. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, από το 1947 μέχρι και το 1962 πέρασαν από το νησί περίπου 9.000 Αριστεροί εξόριστοι. Το στρατόπεδο κράτησης του Άη Στράτη έκλεισε οριστικά το 1962. Την περίοδο της δικτατορίας το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εκτόπισης για μικρό αριθμό εξόριστων, ανάμεσα τους και ο μετέπειτα Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς.






Πολλοί κάτοικοι του νησιού που τους έζησαν θυμούνται σήμερα και αναφέρονται με απέραντο σεβασμό στους πολιτικούς εξόριστους. Θυμούνται το ήθος τους, τον πολιτισμό τους, την προσφορά τους, πνευματική και άλλη, στο νησί.

Στις φωτογραφίες, ο κατάλογος των γιατρών εξόριστων (δεύτερος στον κατάλογο των φοιτητών ιατρικής ο Γιώργος Γιαννόπουλος), απόψεις του στρατόπεδου των εξόριστων (τότε ήταν καλυμμένο με σκηνές), το εκκλησάκι του Άη Μηνά και το κοινό οστεοφυλάκιο των νεκρών του χειμώνα 1941-42, ένα απομεινάρι από τις εννιά σκοπιές της Χωροφυλακής που περιέβαλλαν το στρατόπεδο των εξόριστων και δυο σύγχρονες "στιγμές" του Γιάννη Ρίτσου από ζωγραφική πάνω στο λιμενοβραχίονα, στο λιμάνι του Άη Στράτη.