Κώστας Παππής

2/17/2013

Η Ελληνική Γραμμή



Έγραφα στην προηγούμενη ανάρτηση σε αυτό το ιστολόγιο με τίτλο «Καλή σας μέρα και όνειρα γλυκά» για την ομορφιά και την ευλογία της Ελληνικής φύσης: «Αν είναι αλήθεια ότι ονείρου σκιά είναι ο άνθρωπος, τότε πρέπει να είναι αλήθεια και πως ζούμε κολυμπώντας σε έναν ωκεανό ονείρων. Όνειρα στον ύπνο και όνειρα στο ξύπνιο. Δεν είναι όνειρο, τόσο γλυκό, η φύση γύρω μας (αρκεί να έχουμε μάτια να τη δούμε);...».

Και κατέληγα: «Μακάρι τα ευτυχισμένα όνειρα που μας χαρίζουν η φύση κι όλα τ’ άλλα να μας παρηγορούν σκεπάζοντας με την ομορφιά τους όσο γίνεται τα κακά όνειρα της ζωής, να δίνουν δύναμη και αντοχή σε όλους μας και προπάντων σε όσους το έχουν περισσότερο ανάγκη».

Σκέφτηκα πως θα είχε νόημα να παραθέσω για τους νεότερους ένα απόσπασμα από την «Ελληνική Γραμμή», το κλασσικό βιβλίο του Περικλή Γιαννόπουλου που συντρόφευσε τη νεότητά μας.  Ο Περικλῆς Γιαννόπουλος (1869-1910), πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος από την Πάτρα, ύμνησε με αυτό το βιβλίο την τελειότητα της ομορφιάς του Ελληνικού τοπίου. Τον θυμήθηκα σε μια πρόσφατη επίσκεψη στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου ξεναγηθήκαμε από την Διευθύντριά της κ.Πλάκα-Λαμπράκη. Ήταν εκείνος που, αν και όχι ζωγράφος ο ίδιος, εισήγαγε την ελληνική γραμμή στη ζωγραφική, σε αντίθεση με τη γραμμή (τελικά το φως και το τοπίο) της Κεντρικής Ευρώπης, που χρησιμοποιήθηκε σαν πρότυπο από τους Έλληνες ζωγράφους του 19ο αιώνα, που φοίτησαν στη Σχολή του Μονάχου. Με το έργο του αυτό ο Γιαννόπουλος παρακινούσε τους Έλληνες ζωγράφους να εγκαταλείψουν τη Βαυαρική γραμμή και να υμνήσουν με τη ζωγραφική τους το φως και το τοπίο το Ελληνικό.

Γράφει ο Περικλής Γιαννόπουλος:

«...Τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί φωνάζει ὅλη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ὕλη [του Ελληνικού τοπίου]; Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.

Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ.

Ὅλοι οἱ βράχοι, οἱ λόφοι, τὰ βουνά, κάθονται ἕνα ἕνα, σὰν ὡραῖαι γυναῖκες τοῦ λαοῦ σεμνὰ ρεμβάζουσαι, σὰν μητέρες κρατοῦσαι εἰς τὴν ἀγκαλιά των ὡραῖα παιδιά, σὰν Βυζαντιναὶ Παναγίαι γέρνουσαι ὀλίγον τὸ κεφάλι των μὲ σοβαρὰν ἀγάπην· οἱ μικροὶ κάθονται εἰς τὰ πόδια τῶν μεγάλων σὰν νέαι πλαγιάζουσαι τὸ κεφάλι των εἰς τὰ γόνατα τοῦ ἐραστοῦ των καὶ θωπευόμεναι καὶ ρεμβάζουσαι...».