Κώστας Παππής

10/28/2018

O Πλάτων για τη "Λέσβος" του


Από τον φίλο και συμπατριώτη Πλάτωνα Τσουλούφα πήρα πριν λίγες μέρες μιαν επιστολή ηλεκτρονική που ξεχειλίζει από ευαισθησία και νόημα. Αφορμή στάθηκαν κάποιες δημοσιεύσεις στο blog μου, ύστερα από το πρόσφατο πέρασμά μου από τη Λέσβο. Αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σας, αφού ζήτησα την άδειά του, που μου την έδωσε πρόθυμα. Θα συμφωνήσετε, είμαι βέβαιος, με την απόφασή μου αυτή αφού τη διαβάσετε. Τη δημοσίευση συνοδεύουν φωτογραφίες του Πλάτωνα από τα μέρη της «Λέσβος» του.




Φίλε Κώστα καλησπέρα.

Πόσο χαίρομαι που επικοινωνούμε, έστω και ηλεκτρονικά!

Πιότερο θάθελα να τα πούμε από κοντά. Ποτέ όμως δεν είναι αργά.

Το καλοκαίρι που πέρασε δεν τα καταφέραμε να βρεθούμε στο Κιάτο, τη μικρή μας πόλη. Δεν ήταν τυχερό να βρεθούμε ούτε στη Λέσβο, τη γενέτειρα της συντρόφου και μούσας μου, της Κλειούς. Χάρη στην οποία, τα τελευταία συναπτά τριάντα επτά (37!) χρόνια ανελλιπώς και σε κάθε ευκαιρία εκεί παίρνω ζωή.

Είδα στο blog σου το φετινό διάβα σου από τη Συκαμιά και το προσκύνημά σου στο μουσείο του Θεόφιλου στη Βαρειά, δίπλα στο μουσείο του Terriade, του Μυτιληνιού, του Έλληνα, του Ευρωπαίου, του Παγκόσμιου, εκείνου που διέσωσε το έργο του Θεόφιλου και το άφησε παγκόσμια κληρονομιά, όπως και τα δικά του τα Τετράδια που κοσμούν το κληροδότημά του.

Στην αγαπημένη μου Λέσβο και στο χωριό της Κλειούς, την Αγιά Παρασκευή και τους αγνούς φίλους μου, τους ξωμάχους, τους ψαράδες στο Μιρσιτζίκ, στη Σκάλα Καλλονής, την Αγιάννενα, στον Ποδαρά του Μεσότοπου, στο Πλωμάρι, στο Γαβαθά, στο Τάρτι, στον Άγιο Φωκά, στα Βατερά...

"Ας είναι", όπως λένε θυμόσοφα.

Όλο τον Αύγουστο είμουν κοντά τους. Είθε το επόμενο προσκύνημά σου στο νησί της Σαπφούς και του Αλκαίου, αλλά και της Αιολικής Άνοιξης που συνεχίζει να θάλλει, να μην είναι μετά από άλλα είκοσι χρόνια.




Και πόση χαρά θα μου δώσεις να βρεθούμε μαζί εκεί!

Να κουβεντιάσουμε με τους δικούς μας ανάμεσα σε μια ρακή και ένα Μυτιληνιό μεζέ όπως μόνο εκεί ξέρουν να φτιάχνουν, να παστώσουμε τις σαρδέλες το ξημέρωμα στο ξεψάρισμα και να τις γλεντήσουμε τ' απομεσήμερο!




Και να μιλήσουμε και για τα "Σύρματα" στο φόρτε του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, με αυτούς που τα έζησαν.

Κι' ας μην είναι κάποιοι απ' αυτούς κοντά μας, τύχη αγαθή μ' ευνόησε να μου εμπιστευτούν τις στιγμές τους τις μοναδικές από το Κάιρο, το Ελ Αλαμέιν, τις μάχες στην Καζέρτα, στο Ρίμινι και στο Ριτσιόνε…

Και που μετά τη λήξη της λαίλαπας γύρισαν πίσω, αγνώριστοι από τους δικούς τους (όμοια ήρωες κι' εκείνοι με τους ήρωες του Έπους της Αλβανίας…). 

Και που σε κατοπινά δίσεχτα χρόνια απειλήθηκαν με εξορία, ναί, οι ήρωες εκείνοι, που κλήθηκαν να απολογηθούν, έχοντας μαζί τους παρμένα τα ίδια σακίδια που είχαν φυλάξει, φυλαχτά τους από τον πόλεμο, όπου είπαν στο στρατιωτικό διοικητή της Λέσβος που τους ανέκρινε, σαν είδαν το διακριτικό του, την Αθηνά, που ήταν στη στολή του μαζί με τ' άλλα παράσημα: Γειά σου Ριμινίτη!

Κι' ένας απ' αυτούς που πιότερο τον θυμήθηκε, του είπε του στρατηγού: θυμάσαι λοχαγέ το καμπαναριό στο Ρίμινι και τον ελεύθερο σκοπευτή τον Γερμανό που μας πολυβολούσε? Ποιός τον κατέβασε κυρ-λοχαγέ; 

Δε λογιάζουμε την εξορία, περάσαμε τα δύσκολα, καθημερινά παλεύουμε, τι έχουμε να χάσουμε; Να: το βλέπεις το κιλίμι αυτό; Τόχα προσκεφάλι μου στα Σίδερα, στο Ελ Αλαμέιν, στη Καζέρτα, στο Ρίμινι, στο Ριτσιόνε, στην Ικαριά...

Και ήταν που ο στρατηγός, ο παλιός κυρ-λοχαγός, αγκαλιάστηκε με τους συμπολεμιστές του και που, μετά την αποστρατεία του, μέχρι που έφυγε σ' άλλους τόπους, έμεινε εκεί, μαζί τους, για πάντα, δίπλα-δίπλα τον έβαλαν στον παλιό του λοχία στο κοιμητήρι ενός χωριού ταπεινού, στη βόρεια Λέσβος, λίγο πριν το Σίγρι...

Σκόνη πολλή έπεσε, φίλε Κώστα, στα χρόνια που πέρασαν...

Ποιόν θα ενδιέφερε μια τέτοια ιστορία; Ίσως κάποιον σαν σενάριο - πολύ αληθινό όμως για να μπορέσει να γίνει.

Ν' αλλάξουμε λίγο μοτίβο Κώστα, να μιλήσουμε για τα ταξιδιάρικα πουλιά, τους τσικνιάδες της αλυκής στην Καλλονή, τους αργυροπελεκάνους, αλλά και τα κυκλάμινα που είναι η εποχή τους τώρα...




Κουράστηκα, φίλε Κώστα, πέρασε και η ώρα...

Καλό σου βράδυ, νάσαι πάντα γερός.

Με αγάπη,

Πλάτων

Αυτή ήταν η επιστολή του. 




«Πλάτωνα», του απάντησα, «με συγκίνησαν τα όσα με τόση ευαισθησία μου γράφεις... Και μου πέρασε από το μυαλό να σου ζητήσω να μου επιτρέψεις να τα μοιραστώ με φίλους και με όσους - λίγους, θα συμφωνήσω μαζί σου - συγκινούνται όπως εμείς μέσα από τέτοιας λογής πράγματα. Σε ρωτάω λοιπόν: θα συμφωνούσες να αναρτήσω το μήνυμά σου στο blog μου;».

Άμεσα ήρθε η απάντησή του:


Φίλε από τα παλιά κι’ εσύ, καλή σου μέρα Κώστα.

Από μένα δε χρειάζεσαι καμιά άδεια, την έχεις έτσι κι' αλλιώς.

Ας είναι ένα μνημόσυνο σ' όλους τους αφανείς ήρωες που τάδωσαν όλα για την Πατρίδα, κι' εκείνους που επέζησαν και αναπαύτηκαν ήσυχα στα κατοπινά χρόνια, όπως οι δικοί μου φίλοι που είναι και όσο θα υπάρχω θα ζουν ολοζώντανοι δίπλα μου και που μια χάρη μόνο μου ζήτησαν: να παστώνω σαρδέλες και να πίνω μια "μάννα" στη μνήμη τους στα μέρη που μαζί για δεκαετίες βρισκόμαστε, στην Βατούσα, στο Γαββαθά, αλλά και στην Παναγιά τη Γοργόνα που τελευταία πήγες κι' εσύ και προσκύνησες...

10/25/2018

Ο Θεόφιλος μου βάζει αινίγματα


 
Κάτι τρέχει με την περίπτωσή μου. Κάθε τρεις και λίγο εκπλήσσομαι. Με το παραμικρό. Ακόμα και πράγματα που έχω ανταμώσει ξανά και ξανά στη ζωή μου,  μου συμβαίνει να με καταπλήσσουν όταν τα ξανανταμώσω. Ανοίγω κάτι μάτια να! κι ένα στόμα να! και αναφωνώ έμπλεως απορίας ή θαυμασμού:

- Ααααα!!

Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε μοτίβο, γιατί σκοπός μου δεν είναι να σας ταλαιπωρήσω σήμερα με την εντελώς ιδιόμορφη, παθολογική θα έλεγα, περίπτωσή μου. Σκοπός μου είναι να σας θέσω το αίνιγμα που μου έβαλε ο Θεόφιλος και να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού (υμών δηλαδή), που λένε σε κάποια τηλεοπτικά παιχνίδια.

Συνέβη στη Βαρειά της Μυτιλήνης, μέσα στο Μουσείο Θεόφιλου, τον περασμένο Σεπτέμβρη. 

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο Μουσείο και ιδού μπροστά μου ο πίνακάς του «Σκάλα Συκαμίας», όπως τον τιτλοφορεί ο ίδιος. Από τη Σκάλα της Συκαμνιάς έχω περάσει με την παρέα μου. Εκεί είδαμε, στην άκρη του μόλου, πάνω σ’ ένα μεγάλο βράχο που οι παλιοί τον λένε «της Παναγιάς τα ράχτα», ολόλευκο, το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Μιλάει γι αυτό ο Μυριβήλης στο ομώνυμο μυθιστόρημά του που βγήκε σε βιβλίο το 1948. Λέει ανάμεσα στ’ άλλα:

«Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια».




Ο πίνακας δείχνει τη Σκάλα όπως την αντικρίζει κανείς από τη μεριά της θάλασσας: μπροστά ένα βαπόρι και μια βάρκα με πανί να σαλπάρουν, πιο πίσω ο μόλος με ένα καΐκι αραγμένο, γύρω στο μόλο τα σπίτια του χωριού, στο βάθος, στην πλαγιά, η Συκαμνιά, δέντρα πολλά, και, τέλος, βουνά, ο Λεπέτυμνος. Α! Κι ένα αεροπλάνο που πετάει πάνω από το βουνό.

Αλλά!

Αλλά λείπει το λιμάνι. Και κυρίως λείπει το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας! Δεν υπάρχει ξωκλήσι. Μόνο ο μεγάλος βράχος, «της Παναγιάς τα ράχτα». Γυμνός.



Εδώ μπαίνει το «Ααααα!!» που σας έλεγα πιο πάνω!

Κι όμως! Τον πίνακα ο Θεόφιλος τον ζωγράφισε στη Μυτιλήνη το 1933. «Εν Μυτιλήνη Έργον Θεοφίλου Γ. Χ΄΄μιχαήλ 1933», γράφει στο κάτω μέρος του πίνακα. Αλλά το ξωκλήσι είχε φτιαχτεί πάνω από πενήντα χρόνια πριν το 1933 σύμφωνα με όσα γράφει ο Μυριβήλης στο απόσπασμα από την Παναγιά τη Γοργόνα. Άρα θα έπρεπε κανονικά να φαίνεται στον πίνακα, να υψώνεται πάνω στο βράχο! Ιδού το αίνιγμα: Γιατί ο Θεόφιλος άφησε το ξωκλήσι, το πιο χαρακτηριστικό κτίσμα της Σκάλας, έξω από τον πίνακα;



Το ερώτημα με βασάνισε πολύ. Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα απάντηση σε αυτό το παράδοξο. Αλλά βρήκα δικές μου απαντήσεις! Τις αναφέρω μία-μία αναλυτικά στη νουβέλα που έχω γράψει, που, θεού θέλοντος, θα κυκλοφορήσει μαζί με άλλες σε βιβλίο κάποτε. Δεν θα προστρέξω, λοιπόν, στη βοήθεια του κοινού, σε σας δηλαδή!

Από όλες τις πιθανές απαντήσεις που σκέφτηκα θα παραθέσω μόνο μια. Ίσως την πιο ριψοκίνδυνη! Αλλά πριν σας την πω, θα παραθέσω μιαν έξοχη διήγηση από τις Δοκιμές του Σεφέρη, που αναφέρεται στο Θεόφιλο αλλά και στον άλλο μεγάλο μας, το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Γράφει ο Σεφέρης:

«Μια φορά κι έναν καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος· έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί, έτσι που τόβαλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου, μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκουνται. Όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!».

Και συνεχίζει ο Σεφέρης παρακάτω: 

«Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει έναν πολύ μεγάλο τεχνίτη, που επειδή ακριβώς «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά», ιστορίζοντας την άποψη του Τολέδου, έβγαλε από τη μέση με το δικαίωμα της τέχνης του, το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα και το τοποθέτησε σ᾿ ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης, το ξέρετε, είναι ο Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος…».

Εδώ τα έχει μπερδέψει λίγο ο Σεφέρης, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Στην πραγματικότητα, αν δείτε τον πίνακα του Θεοτοκόπουλου με θέμα το Τολέδο (υπάρχει και δεύτερος), το νοσοκομείο φαίνεται στην αριστερή πλευρά, λίγο πιο κάτω από τη μέση, και μάλιστα πάνω σε ένα λευκό σύννεφο. Όχι σε χάρτη, όπως λέει ο Σεφέρης! Ο Θεοτοκόπουλος έγραψε σε μια επιγραφή στον πίνακα ότι μετακίνησε το νοσοκομείο και το έβαλε πάνω σε ένα σύννεφο προκειμένου να φαίνεται καλύτερα! Αλλά ας μη συνεχίσω (τα άλλα, σχετικά με το δεύτερο πίνακα, θα τα διαβάσετε, αν σας αξιώσει ο θεός, στη νουβέλα μου!), για να μη χάσουμε το νήμα της δικής μας ιστορίας!




Επανερχόμαστε: γιατί ο Θεόφιλος, δεν έβαλε το ξωκλήσι στον πίνακα;

Απάντηση δική μου (μία από τις πιθανές απαντήσεις, η πιο ριψοκίνδυνη, όπως σας είπα): έκανε περίπου όπως ο Θεοτοκόπουλος στους πίνακές του για το Τολέδο! Ο Θεοτοκόπουλος δεν εξαφάνισε το νοσοκομείο, βέβαια. Απλώς το μετέφερε σε άλλη θέση γιατί τον εμπόδιζε ή για να φαίνεται καλύτερα. Ο Θεόφιλος πάει παραπέρα. Εξαφανίζει το ξωκλήσι, αν και «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά», όπως είχε πει ο ίδιος για τον πίνακα με τα ψωμιά! Βάζει ένα αεροπλάνο στον πίνακα αλλά εξαφανίζει το ξωκλήσι! Γιατί;

Γιατί έτσι! Ή μάλλον γιατί έτσι θέλησε η ελευθερία του, η ελευθερία του καλλιτέχνη! Πρώτον, το αεροπλάνο. Ο Θεόφιλος είπε «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά». Σωστό. Αλλά δεν απαγόρευσε να μπουν στη ζωγραφιά και πράγματα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα! Βάζει ένα αεροπλάνο στον πίνακα γιατί του άρεσαν τ’ αεροπλάνα, έδιναν κυριολεκτικά φτερά στη φαντασία του. Γιατί να μη βάλει ένα στον πίνακα; Εντάξει με το αεροπλάνο;

-       Ας πούμε πως ναι. Αλλά το εξαφανισμένο ξωκλήσι; μου λες. «Όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά»!

-       Και λοιπόν; Τι νομίζεις; Θα το έβαζε αυτό ποτέ πάνω από την ελευθερία του καλλιτέχνη; Ο Θεόφιλος δεν ήθελε το ξωκλήσι στον πίνακά του. Να τάχε με τους παπάδες; Με το Θεό; Ή να υποθέσουμε κάτι πιο απλό; Ότι, για τη δική του αισθητική, πίνακας για τη Σκάλα και ξωκλήσι δεν πηγαίνανε μαζί; Πώς να σου το πω; Ήθελε το βράχο όπως ήταν, γυμνός, υπέροχος, φοβερός, άγριος, παρθένος από κάθε ανθρώπινη επέμβαση, μεγαλόπρεπος, μοναχικός όπως ήταν ο ίδιος στη ζωή. Χωρίς ξωκλήσια, στολίδια και μπιχλιμπίδια. Κι έτσι τον ζωγράφισε, χωρίς Παναγιά. Μπορεί να μην  του άρεσε το ξωκλήσι, η φόρμα του. Αυτό το άσπρο, άτεχνο οικοδόμημα, που είναι το ξωκλήσι (καμία σχέση με τα πανέμορφα βυζαντινά ξωκλήσια που τόσο θα άρεσαν στο Θεόφιλο), δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα του πίνακα: ένα γραφικό χωριουδάκι, πάνω στη θάλασσα, με ένα μικρό μόλο, ένα τεράστιο, εντυπωσιακό βράχο στην άκρη του μόλου, στο βάθος το χωριό, η Συκαμνιά, ξαπλωμένη στην πλαγιά, και τέλος το βουνό. Ούτε του Μυριβήλη του πολυάρεσε το ξωκλήσι. Τον συγκίνησε για την ιστορία του, αλλά δεν το αξιολογούσε σαν κάτι καλλιτεχνικά σημαντικό.   

-        Εμένα, όπως την έχω δει σε φωτογραφίες, η Παναγιά η Γοργόνα μου αρέσει, μου λες.      

-     Δικαίωμά σου! Αλλά ο Θεόφιλος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Ένας από τους αγίους της τέχνης. Έβαζε την τέχνη του πάνω απ’ όλα. Αλλιώς δεν θα είχε κάνει τη ζωή που έκανε! Ήταν καλλιτέχνης και δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Για την τέχνη του, αλλά και τη ζωή του, έδινε λογαριασμό μόνο στον εαυτό του. Κράταγε ό,τι ήθελε, φόραγε τη φουστανέλα και την περικεφαλαία, γύρναγε στους δρόμους με τα χαμίνια, τους «Μακεδόνους» του, ζωγράφιζε το φοβερό βράχο στη Σκάλα γυμνό. Και όσα δεν του άρεσαν τα πέταγε! Μαζί και το ξωκλήσι. Την Παναγιά τη Γοργόνα!
 
 
-      ΥΓ. Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μου έβαλε αινίγματα! Δείτε:

10/21/2018

Θεόφιλος



Στη Λέσβο που βρέθηκα τον περασμένο Σεπτέμβρη, στο πρόγραμμα της παρέας μου ήταν να επισκεφθούμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Η Βαρειά ήταν η γενέτειρά του.

Τι ήταν, τι είναι για την ιστορία της τέχνης ο ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ή σκέτο Θεόφιλος, όπως τον ξέρουμε όλοι; Σπεύδω ν’ απαντήσω: Ένα φωτεινό μετέωρο που καταυγάζει τον ουρανό της τέχνης και της δημιουργίας στην Ελλάδα έναν αιώνα τώρα! Ένας άγιος της τέχνης!




Πολλοί τον ύμνησαν. Για το Γιώργο Σεφέρη, ο Θεόφιλος είναι «ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας». Και συνεχίζει: «Ο Θεόφιλος ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος. Ένας τρελός στα μάτια του κόσμου, που τον άκουε να λέει παράδοξα πράγματα για τις ζωγραφικές του, ή τον έβλεπε να ροβολά τους δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζί μ᾿ ένα κοπάδι χαμίνια που είχε ντύσει «Μακεδόνους». Τον περιγελούσαν, του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία· μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για τη δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν. Όμως, ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του. Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα...» (Γ.Σεφέρη, Δοκιμές).



Ο Ελύτης θα πει, μιλώντας για το Θεόφιλο: «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι' αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα». Κι ακόμα: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο». (Πηγή: www.lifo.gr).



Για τον μεγάλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ, ο Θεόφιλος «είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». (Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/166).

Το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά δεν είναι μεγάλο, αλλά έχει κάμποσα έργα, αρκετά από την τελευταία περίοδο, μετά το 1927, μέχρι που πέθανε, το 1934. Τότε έγινε και η ανακάλυψη του Θεόφιλου από τον Μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη, σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι γνωστό με το όνομα Τεριάντ. Τα άλλα έργα του Θεόφιλου είναι  σκορπισμένα σε άλλα μουσεία και συλλογές, στο Βόλο, στην Αθήνα, στο Παρίσι κι αλλού. Πολλά βρίσκονται στην κατοχή όσων του είχαν δώσει παραγγελία να ζωγραφίσει γι αυτούς, ενώ αρκετά ήσαν τοιχογραφίες σκόρπιες σε μαγαζιά και σπίτια. 


Ο παραμυθένιος κόσμος του Θεόφιλου, λουσμένος στο φώς και στα χρώματα της Ελλάδας, περιμένει τον επισκέπτη του μουσείου στη Βαρειά. Το σχέδιο στους πίνακές του λιτό, αδρό, δωρικό σχεδόν, και μαζί λυρικό, σχεδόν τρυφερό. Σαν να είναι ερωτευμένος με κάθε τι που ζωγραφίζει. Τίποτα περιττό. Μόνο η ουσία των πραγμάτων βαφτισμένη μέσα στη χαρά της ζωής, ίσως για να ισορροπεί έτσι τη δύσκολη, στα όρια της εξαθλίωσης, ζωή που έζησε ο ίδιος. 

Δανείζομαι μερικά στοιχεία από τη βιογραφία του: 

Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του… Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική. 

Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη… Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.





Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ τις Απόκριες του αρέσει να ντύνεται Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως.

Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του '21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.

Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη… Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον Τεριάντ (Ελευθεριάδη), τον άνθρωπο που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.



Μόλις άρχισε να του χαμογελά η τύχη, ο Θεόφιλος βρέθηκε νεκρός στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου 1934. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή καρδιάς.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι… Στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση. 
(Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/166)

Αυτά τα βασικά για τη βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου.

Στη Βαρειά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα αίνιγμα σχετικά με ένα πίνακα του Θεόφιλου. Μας πήρε πολλές συζητήσεις για να το λύσουμε – αν τελικά το λύσαμε. Αλλά γι αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο.

10/09/2018

Άγγελοι και Διάβολοι στη Συκαμνιά






Οι Άγγελοι


Αν ακούσεις φτερουγίσματα στη Σκάλα της Συκαμνιάς είναι από τους αγγέλους της που, αόρατοι οι πιο πολλοί, φτεροκοπούν στον ουρανό της. Κάποτε αφήνουν τα φτερά τους πάνω σ’ ένα σύννεφο και κυκλοφορούν με σάρκα και οστά πάνω στη γη. Ένας τέτοιος άγγελος, με μορφή γιαγιάς, φέρει το όνομα Αιμιλία Καμβύση.  Το όνομα αυτό το έμαθαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης από τότε που η ίδια, μαζί και άλλοι άγγελοι από το χωριό, άρχισαν να κατεβαίνουν καθημερινά στην ακτή για να προσφέρουν βοήθεια στους χιλιάδες πρόσφυγες που έφταναν θαλασσοπνιγμένοι από τις ακτές της Τουρκίας απέναντι.

«Μουλιασμένοι άνθρωποι στη θάλασσα, στην παραλία, άλλοι κλαίγανε, τα μωρά κλαίγανε, μεγάλη ταλαιπωρία. Οι καρδιές μας ακόμα είναι μαύρες. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, προσφέραμε ό,τι είχαμε, τους μιλούσαμε, καθόμασταν κοντά τους και αυτό τους έδινε μια παρηγοριά. Οι άνθρωποι γελούσαν, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν…». 

«…Τους βάζαμε μια μπέρτα (κουβέρτα) και χαίρονταν που μας έβλεπαν. Καθόμουν σε μια πέτρα και όταν μας έβλεπαν, ξεχνούσαν τον πόνο τους. Τους δίναμε μια χαρά, μια παρηγοριά, τίποτε άλλο. Κάποιες γυναίκες που ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης τις πήρα στο σπίτι, είχαν κίτρινα πρόσωπα και ήθελαν να πάνε τουαλέτα. Σε μία από αυτές που έδωσα τυροπιτάκια, δεν τα έφαγε για να τα πάει στον άντρα της, ακόμα το θυμάμαι, της έβαλα σε αλουμινόχαρτο 2-3 ακόμα, τα πήρε και τα πήγε στη θάλασσα...».



«… Αισθάνομαι περήφανη, αλλά έκανα αυτό που έπρεπε. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις εικόνες, όποτε θυμάμαι τι είδα, δακρύζω και κλαίω. Δακρύζω με αυτά που είδαν τα μάτια μας σε ένα τόσο μικρό μέρος…».

«Η μαμά μου ήταν πρόσφυγας από την Τουρκία και μας έχει πει όλη την ιστορία, γι αυτό και τρέξαμε και εμείς και προσφέραμε ότι μπορούσαμε. Όχι μόνο εγώ, όλο το χωριό. Όλο το χωριό βοήθησε. Γιατί όλοι είναι πρόσφυγες από τις μάνες τους…». 
http://www.real.gr/archive_time/arthro/h_gynaika_pou_edose_mathima_zois_kai_anthropias-460833/

***

Οι Διάβολοι


Όταν έφτασα στο ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας στη Σκάλα της Συκαμνιάς γίνονταν βαφτίσια. Καλοντυμένοι οι συγγενείς κι οι φίλοι των γονιών, κάποιοι, όσοι χωρούσαν, μέσα στο ξωκλήσι, οι περισσότεροι εκτός, στην είσοδο, μαζί με τον παπά, τους γονείς, το βρέφος και το νονό. 




Δύσκολο να μπω στο ξωκλήσι. Ακούω τον παπά να  ξεφυσάει και να ιδρώνει στην προσπάθειά του να εξοβελίσει τα δαιμόνια της αμαρτίας που άλλη δουλειά δεν είχαν κι έσπευσαν να κατοικήσουν στην ψυχούλα του βρέφους πριν καλά-καλά γεννηθεί. Απευθύνεται προσωπικώς στο Διάβολο:

- «Φοβήθητι, έξελθε, και υπαναχώρησον από του πλάσματος τούτου», του ξεφωνίζει. «Μη υποστρέψεις, μηδέ υποκρυβείς εν αυτώ, μηδέ συναντήσεις αυτώ ή ενεργήσεις, μη εν νυκτί, μη εν ημέρᾳ ή ώρᾳ ή εν μεσημβρία, αλλ’ άπελθε εις τον ίδιον τάρταρον…»

Τίποτα ο Διάβολος. Δοκιμάζει άλλο ο παπάς, ενώ το μωρό παρακολουθεί απορημένο:

- «Ορκίζω σε ουν, παμπόνηρον και ακάθαρτον και μιαρόν και εβδελυγμένον και αλλότριον πνεύμα…».

Πάλι τίποτα. Ο Διάβολος έχει βολευτεί μέσα στην ψυχούλα του μωρού και δεν το έχει σκοπό να βγει. Το μωρό βλέποντας τον παπά αγριεμένο αρχίζει να αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Κάνει και μια ζέστη έξω…  Ωρύεται ο παπάς, που τα έχει πάρει κανονικά:

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Ο Διάβολος χαμπάρι. Το μωρό μη βλέποντας δράση το σκέφτεται: να ενδιαφερθώ πιο ενεργά ή να πάρω έναν υπνάκο; Ξανά ο παπάς αγριεμένος: 

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Τίποτα και πάλι. Το μωρό γέρνει προς τη λύση «υπνάκος». Ο παπάς βλέπει ότι ο Διάβολος δεν εννοεί να βγει με το άγριο. Αλλάζει τακτική. Με τα ίδια λόγια, αλλά σχεδόν παρακαλεστά τώρα:

- «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τη καρδία!».

Το μωρό χασμουριέται. Το βλέπει ο παπάς και αναθαρρεί. Κάτι γίνεται! Μάλλον ο Διάβολος πάει για έξοδο – από πού θα βγει; Μα από το στόμα!  Ο παπάς τα παίζει τώρα όλα για όλα. Σέρνει στο Διάβολο τα εξ αμάξης:

- «Πνεύμα πλάνης, πνεύμα πονηρίας, πνεύμα ειδωλολατρίας και πάσης πλεονεξίας, πνεύμα ψεύδους και πάσης ακαθαρσίας...».

Η μάχη με το Διάβολο δείχνει να παίρνει τέλος. Δεν κάθισα να δω αν συνεχίστηκε κι άλλο και για πόσην ώρα. Δεν γνωρίζω την τελική έκβαση, μπορεί και να έληξε με ισοπαλία, μετά από έντιμο συμβιβασμό. Προχώρησα προς την πλατειούλα με τις ταβέρνες. Μόνο περνώντας μέσα από το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο για τη βάπτιση σιγομουρμούρισα: «πότε μωρέ πρόλαβαν να κατοικήσουν στην ψυχούλα του τόσες αμαρτίες;». Αλλά μάλλον δεν με άκουσαν. 

Στην  πλατειούλα, μια ταβέρνα είχε ήδη ετοιμαστεί για να υποδεχτεί το πλήθος από τη βάπτιση για το καθιερωμένο φαγοπότι μετά το ιερό μυστήριο και την επίσημη –δεν θα έλεγα όμως και τόσο συνειδητή… – ένταξη του βρέφους στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. 



Στην άλλη άκρη του χωριού, περίπου ενάμιση χιλιόμετρο από την πλατεία της Σκάλας, βρίσκεται η παραλία της Κάγιας. Με άμμο και μικρά βοτσαλάκια και όλα τα λοιπά χρειαζούμενα, μεταξύ τους και δύο πολύ συμπαθητικά ταβερνάκια. Εκεί θα καταλήξουμε με την παρέα.


10/02/2018

Σκάλα Συκαμνιάς και Παναγιά Γοργόνα






Κατηφορίζω από τη Συκαμνιά για τη Σκάλα της από μιαν άσφαλτο που ελίσσεται ανάμεσα σε λιόδεντρα και πεύκα. Όλο το νησί είναι κατάφυτο από λιόδεντρα, κυρίως, και πεύκα. Μόνο το δυτικό κομμάτι διαφέρει. Εκεί το τοπίο αγριεύει. Τόσο γυμνό που, αν βρεθείς στα μέρη εκείνα χωρίς να ξέρεις, στην Ερεσό ας πούμε, ή στο Σίγρι ή στο Μεσότοπο, δεν θα μπορείς να πεις αν βρίσκεσαι στη Λέσβο ή στις εκτάσεις όλο πέτρα και βράχο των Κυκλάδων.

Η Σκάλα της Συκαμνιάς δεν είναι μακριά, ούτε 10 λεπτά οδήγημα. Ένα ψαροχώρι με λίγα σπίτια και μερικές ταβέρνες γύρω από το λιμανάκι, όπου αράζουν ψαροκάικα και τρεχαντήρια. 






Δεσπόζουν δυο μεγάλα κτίρια: ένα παλιό ελαιουργείο, και το μοναδικό αρχοντόσπιτο του χωριού, πάνω στον παραλιακό δρόμο. Αυτόν που οδηγεί στο Συνοικισμό που χτίστηκε για να στεγάσει όσους ήρθαν εδώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. 




Στο κέντρο του μικρού χωριού, πλάι στο λιμάνι, μια αιωνόβια μουριά. Μια πινακίδα μας πληροφορεί πως πρόκειται για τη «μουριά του Μυριβήλη», επειδή δροσιζόταν στη σκιά της.






Το στολίδι του χωριού, που έχει ταυτιστεί με το χωριό και τραβάει τους επισκέπτες, είναι ένα ξωκλήσι, η Παναγιά η Γοργόνα. Είναι χτισμένο πάνω στον μεγάλο βράχο στο λιμανάκι, το βράχο (ράχτα στο ιδίωμα της περιοχής) που οι παλιοί τον λένε «της Παναγιάς τα ράχτα». Το ξωκλήσι έχει πάρει το όνομά του από μια τοιχογραφία άγνωστου λαϊκού ζωγράφου που απεικόνιζε την Παναγία με ουρά γοργόνας. 




Αλλά ας διαβάσουμε τι λέει για το ξωκλήσι ο Μυριβήλης:

Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του πουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεώρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγροκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούβες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.
Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ’ ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι’ αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.
Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα», που πήρε τον τίτλο του από το όνομα που έδωσαν οι ντόπιοι στο ξωκλήσι. Είναι το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε και δημοσίευσε σε βιβλίο το Δεκέμβρη του 1949 ο Μυριβήλης, μετά τη «Ζωή εν τάφω» και τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Τα τρία αυτά μυθιστορήματα απαρτίζουν την «Τριλογία του Πολέμου», που αναφέρεται στους πολέμους του ελληνικού λαού, στις αρχές του 20ου αιώνα, και τις συνέπειές τους.

Στην Παναγία τη Γοργόνα ο Μυριβήλης περιγράφει το ξερίζωμα του Mικρασιατικού ελληνισμού και τον αγώνα των προσφύγων, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή, να ριζώσουν στην καινούρια πατρίδα τους στην ελεύθερη Ελλάδα.

Στα άλλα δυο μυθιστορήματα που προηγήθηκαν, πιάνει το νήμα από την αρχή. Στο πρώτο της τριλογίας, τη «Ζωή εν τάφω» (1924), ο Μυριβήλης, βασισμένος στις προσωπικές εντυπώσεις του, εξιστορεί  με συγκλονιστικό τρόπο τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου που έμεινε στην ιστορία ως «πόλεμος των χαρακωμάτων» και κόστισε 9 εκατομμύρια στρατευμένους και άλλους τόσους αμάχους νεκρούς. Στον πόλεμο αυτό ο Μυριβήλης συμμετείχε ως λοχίας πολεμώντας στα χαρακώματα του Μακεδονικού Μετώπου το 1917.  

Το δεύτερο μυθιστόρημα, η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), αναφέρεται στην περίοδο 1917–1922 και στις συνέπειες του πολέμου στη Μικρά Ασία για τους Μυτιληνιούς ήρωές του. Είναι μια ερωτική ιστορία, όπου παράλληλα αναδεικνύονται τα δράματα των ανθρώπων που υπήρξαν θύματα του πολέμου αυτού.

Ξαναγυρίζω στη Συκαμνιά. Αχνοφαίνεται από το λιμάνι, στο βάθος απέναντι, στη ράχη του Λεπέτυμνου.





Καιρός τώρα να μιλήσω για τους αγγέλους και τους διαβόλους της. 

Αλλά να μη σας εξαντλήσω σήμερα. 

Υπομονή ως το επόμενο.