Κώστας Παππής

8/29/2018

H δική μου Μεταμόρφωση: Τα Ταρσινά, τα χελιδόνια, οι ψυχές των τόπων



Για τη δική μου Μεταμόρφωση είπαμε, για την Ευαγγελίστρια είπαμε, όμως τόσες μέρες γύρω-γύρω ερχόμαστε από τα Ταρσινά και σχεδόν κουβέντα δεν είπαμε γι’ αυτά. Να σταθούμε κι εδώ, λίγο όμως, γιατί μας περιμένει ταξίδι για τα ορεινά! Κορινθιακά Μετέωρα, Ταρσός, Παναγία των Βράχων… Αρχίζω:





- Τα Ταρσινά ιδρύθηκαν από κάτοικους του Ταρσού, για την ακρίβεια του Άνω και του Κάτω Ταρσού, ορεινών χωριών του Φενεού Κορινθίας, που μετακόμισαν εδώ στα 1835-1836. Τα πρώτα χρόνια ο οικισμός ονομαζόταν Ταρσινά Καλύβια. Όπως είπαμε, μνημεία της περιοχής των Ταρσινών είναι…

- Γιατί «Ταρσινά Καλύβια»;  με κόβεις. Τι παναπεί «να σταθούμε κι εδώ στα Ταρσινά, λίγο όμως»; Γιατί «λίγο όμως»; Τουριστικό γκρουπ είμαστε; Και η ψυχή του τόπου; Δεν θα μου πεις για την ψυχή του τόπου;

- Πρώτα-πρώτα, ένας τόπος είναι ένας τόπος, σου απαντώ. Τα μνημεία, τα ενδιαφέροντα σημεία, αυτά έχουν σημασία.

- Ένας τόπος είναι οι ψυχές των ανθρώπων που τον έκαναν τόπο. Αλλιώς είναι τοπίο, δεν είναι τόπος, μου λες. Είναι ο μόχθος, το αίμα και τα δάκρυα των ανθρώπων, τα γέλια, τα παραμύθια και τα παιχνίδια, οι γάμοι κι οι κηδείες, τα ανταμώματα και οι αποχωρισμοί, είναι οι περιπέτειες και τα δράματα καθενός κι όλων μαζί σ’ όλο το μάκρος της ιστορίας.

- Καλά, καλά, σου λέω και χαμογελώ συμφιλιωτικά. Δεν θα τα χαλάσουμε.

- Λοιπόν;

- Λοιπόν, παρακολούθησε. Θα σου πω για τον πρώτο καιρό, πριν ο τόπος βαφτιστεί Ταρσινά. Πριν τον πουν Ταρσινά Καλύβια. Μιλάω για κάπου δυο αιώνες πριν. Καταλαβαίνεις ε; Εκείνο τον καιρό, για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο, λίγο πριν μπει ο χειμώνας και πλακώσει για τα καλά το κρύο και πέσουν τα πρώτα χιόνια στη Ζήρεια και στο Χελμό, κατέβαιναν εδώ από τον Ταρσό οι Ταρσινοί με τις οικογένειες και τα ζωντανά τους. Λίγο πριν, λίγο μετά του τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Ανάλογα με τον καιρό. Πολλές οικογένειες μαζί. Κανονική μετανάστευση. Σαν τα χελιδόνια. Φεύγανε από τον Ταρσό και στήνανε εδώ τα καλύβια τους. Γι’ αυτό τα είπανε μετά «Ταρσινά Καλύβια». Στις αρχές του χειμώνα τα στήνανε, στις αρχές της άνοιξης τα ξεστήνανε. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσαν στον Ταρσό. Καλά ως εδώ;




- Καλά.

- Να σου πω πώς έφταναν εδώ;

- Σε ακούω.

- Εδώ είναι το ζουμί. Δώσε βάση. Έρχεται ο Οκτώβρης, φτάνει και του Άη Δημήτρη, και πριν καλά-καλά περάσει η γιορτή του, μερικές φορές και πριν ακόμα έρθει, μια νύχτα ξαφνικά, πριν  το ξημέρωμα, όλος ο Ταρσός, Άνω και Κάτω, βουϊζει κι ανταριάζει. Όλοι στο πόδι, όλα ετοιμάζονται για το ταξίδι. Άνθρωποι, κοπάδια, σκυλιά, άλογα, φοράδες, γαϊδούρια, κότες, ρούχα, προμήθειες, συμπράγκαλα, τσουμπλέκια, κουβέρτες, σκηνές, όλα. Ο τόπος εδώ τους βαστάει με το ζόρι. Οι μέρες μίκρυναν, το κρύο, ιδίως τις νύχτες, έχει μεγαλώσει, τα βοσκοτόπια έχουν στερέψει από τροφή για τα ζωντανά. Αν μείνουν κι άλλο, μπορεί να τους κλείσει ο καιρός, και μετά τίποτα δεν σώζει τα ζωντανά. Στο ταξίδι! Τώρα!






- Υπολογίζοντας την απόσταση, το ταξίδι με το κοπάδι θα έπαιρνε αρκετές μέρες…

- Τουλάχιστον τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα, αν όλα πάνε καλά, μπορεί και περισσότερο. Στο δρόμο παραμονεύουν δυσκολίες και κακοτοπιές, ιδίως εκεί που πρέπει να κόψουν δρόμο παίρνοντας δύσβατα μονοπάτια. Κλέφτες, λύκοι, τσακάλια. Ευτυχώς υπάρχουν τα σκυλιά. Αλλά και ξαφνικές μπόρες, αλλαγές του καιρού, ατυχήματα. Τις μέρες πορεία μέσα από χωματόδρομους, λαγκαδιές, ανηφόρες, πού και πού χωριά. Στα χωριά θα βρουν ένα φιλικό σπίτι για να περάσουν το βράδυ, να σταλιάσουν σε μια μάντρα ή σ’ ένα χωράφι τα ζωντανά. Φροντίζουν να κρατάνε καλή σχέση μ’ ένα σπίτι τουλάχιστον σε κάθε χωριό. Στην επιστροφή θα ξεπληρώσουν τη φιλοξενία με τυρί, με κανένα αρνί. Περνώντας μέσα από το χωριό τα πρόβατα κοπρίζουν, λερώνουν τον τόπο. Να φεύγουμε μια ώρα αρχύτερα, αλλά πώς να τρέξει το κοπάδι; Οι γυναίκες ζαλωμένες με τα μωρά. Τα ζώα ζαλωμένα με τα πράγματα. Κι οι γέροι, κι αυτοί ζαλωμένοι. Το καραβάνι προχωράει αργά. Αλλά το χωριό είναι συνηθισμένο και δείχνει κατανόηση. Με εννοείς;

- Σ’ εννοώ.

- Κι έτσι το κοπάδι προχωράει. Μέχρι να φτάσουν όλοι σώοι στον προορισμό, με τις λιγότερες αβαρίες και με το κοπάδι ακέραιο. Εκεί θα στήσουν τα καλύβια τους, θα οργανώσουν το νοικοκυριό τους, θα φροντίσουν για τα ζωντανά, θα βρουν τόπους για βοσκή, θα τους μοιράσουν. Ο τόπος τότε καμία σχέση με τον σημερινό. Δύσκολος τόπος, βάλτοι, αρρώστιες… Όλοι, πάντως, μικροί-μεγάλοι, βοηθάνε. Και τα παιδιά. Αυτά μεγαλώνουν γρήγορα. Ας κάνουν κι αλλιώς. Η ανάγκη. Για σχολείο ούτε λόγος. Πού σχολεία στο πουθενά; Άσε που δεν περισσεύουν χέρια. Σε λίγο θ’ αρχίσουν τα γεννητούρια, το άρμεγμα, η τυροκόμηση. Και οι αρρώστιες.  Έτσι θα περάσει ο χειμώνας. Με κρύα και με βροχές, γιατί αυτά δεν λείπουν ούτε από δω. Να μπαίνει το κρύο από παντού στο καλύβι, να μπαίνει η βροχή, να στάζει η σκεπή σε δώδεκα μεριές. Κι όταν αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός, να έρθουν και καλά μαντάτα από τον Ταρσό, πως λειώσανε τα χιόνια και ξεκινάτε, τότε αντίο Ταρσινά Καλύβια. Ξεστήνουν τα κονάκια τους και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Τον ίδιο δρόμο. Με τις δυσκολίες και τις κακοτοπιές να παραμονεύουν ξανά. Αλλά εκεί ψηλά στα βουνά, στη Ζήρεια, στο Χελμό, τους περιμένει η άνοιξη, το καλοκαίρι! Άλλος αέρας. Πλούσιος, ελεύθερος!




- Δεν είπαμε για το δρομολόγιο, από Ταρσό μέχρι τα βοσκοτόπια του προορισμού, στα Ταρσινά, και πάλι πίσω.

- Εσύ από πού λες να περνούσε;

- Πού να ξέρω;

- Πράγματι, πού να ξέρεις; Ποιος θα μας το πει; Κανείς πια δεν ζει, ούτε τα παιδιά των παιδιών τους, πάνε τόσα χρόνια τώρα. Ποιο χέρι να το έγραψε, ποια μνήμη από γενιά σε γενιά να το φέρει ως εδώ;

- Να μη περνάει από Καρυά;

- Μπράβο, αυτό θα έλεγα κι εγώ. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πορεία από τις νότιες πλαγιές της Ζήρειας, από Φενεό, μετά Καστανιά και λοιπά. Αλλά αυτό θα σήμαινε μεγάλο κύκλο. Από Καρυά, λοιπόν. Ύστερα, από τις βόρειες πλαγιές της Ζήρειας, στα Τρίκαλα. Από κει πέρασμα, στα όρια της Φλαμπουρίτσας,  απέναντι, προς Μάρκασι, που σήμερα το λένε Μάννα. Από δω και κάτω, δυο δρόμοι. Είτε από τα Ισώματα της Ζήρειας της Ντουσαϊτικης, το κοπάδι θα βγει στη Ντούσα, σήμερα τη λένε Κεφαλάρι, και μετά θα πέσει  στον κάμπο του Καισαριού. Είτε, δεύτερος δρόμος, θα τραβήξει, ανηφορίζοντας πάνω από το Μάρκασι, προς Βελίνα.

- Υπάρχει και τρίτος δρόμος, πάλι ανηφορίζοντας, αλλά ανατολικότερα, να τραβήξει προς Κλημέντι, και μετά να πέσει  στον κάμπο του Καισαριού.

- Ωραία! Τρεις δρόμοι λοιπόν. Ποιος από τους τρεις είναι πιο σύντομος, εγώ δεν μπορώ να πω. Και οι τρεις, πάντως, είτε από Κεφαλάρι, είτε από Βελίνα, είτε από Κλημέντι, πέφτουν  μετά στη Χούνη. Το Χάνι του Κουτρουμπή δεν υπάρχει ακόμα, θα χρειαστεί καιρό για να φτιαχτεί. Από Χούνη Σούλι, κι από Σούλι Βασιλικό. Ή από Χούνη Μάτσανι, το λένε τώρα Κρυονέρι, και από κει πάλι Βασιλικό. Και να! Μετά από λίγα, 6-7, χιλιόμετρα δρόμο, η γη της επαγγελίας, τα Ταρσινά!

- Φτάσαμε λοιπόν!

- Θα είχα κι άλλα να σου πω…

- Αυτά που είπες φτάνουν και περισσεύουν! Ζωντάνεψες την ψυχή του τόπου!

- Μίλα πιο σιγά, άνθρωπέ μου, μη μας ακούσουν οι από πάνω! Ότι τάχα κάνω θαύματα και ζωντανεύω και νεκρούς! Τον Ασκληπιό  τον ξέχασες; Θέλεις να καταλήξω σαν κι αυτόν; Ο Πίνδαρος λέει ότι πήγε κακήν κακώς! Αν και Θεός της Ιατρικής! Τον κεραυνοβόλησε  ο Δίας γιατί επιχείρησε, λέει, να αναστήσει νεκρό! Γι αυτό μη λες μεγάλες κουβέντες! Ότι δήθεν ζωντάνεψα την ψυχή του τόπου! Ένα νεκρό δηλαδή!

- Έλα, μίλα σοβαρά.

- Μα μιλάω σοβαρά! Για ρίξε μια ματιά γύρω. Τι βλέπεις απ’ όσα σου είπα; Ποια ψυχή βλέπεις που ζωντάνεψε; Εγώ προσκλητήριο πνευμάτων έκανα, τίποτα άλλο. Ήρθαν για όσο μίλαγα, πάνε τώρα, φύγανε, γίνανε καπνός. Κοίταξε!  Όλα τρέχουν, όλα αλλάζουν, τίποτα δεν μένει το ίδιο. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Το σήμερα δεν θυμάται τίποτα σχεδόν από το χτες. Δεν φαίνεται αυτό που αλλάζει, το καινούργιο. Περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Σαν να έρχεται στη ζούλα, για να μη το πάρει ο άνθρωπος χαμπάρι, και το προγκήξει να φύγει. Αστειεύομαι. Έρχεται όμως μια μέρα κι έχεις ξεχάσει πώς έζησες. Τα έχεις ξεχάσει σχεδόν όλα. Σε νοιάζει μόνο ποιον είδες σήμερα, πού πήγες σήμερα, τι έφτιαξες, τι χάλασες, ποιον θα δεις και τι θα κάνεις μέχρι αύριο, μεθαύριο. Τα άλλα πετάξανε, φύγανε, έγιναν αέρας, σύννεφο, καπνός. Έρχονται στον ύπνο σου, αραιά και πού, κάποια από τα παλιά. Τα είδες; Δεν τα είδες; Τα ξεχνάς μόλις ανοίξεις τα μάτια σου. Τι έμεινε στον τόπο από την ψυχή του; Απ’ όσα σου διηγήθηκα για τα βάσανα των ανθρώπων στις τέσσερις μέρες «πήγαινε» και στις άλλες τόσες «έλα», Ταρσός – Ταρσινά, Ταρσινά – Ταρσός, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει. Τι έμεινε από τις χαρές και τις πίκρες των ανθρώπων που έζησαν εδώ; Τώρα οι ψυχές τους τριγυρνούν σαν σκιές σε τόπο μακρινό. Άλλοι άνθρωποι ήρθαν μ’ άλλα βάσανα, τα δικά τους βάσανα, τις δικές τους χαρές και πίκρες. Σε ρωτάω, τι έμεινε στον τόπο από την ψυχή του; Τριγυρνάει κι αυτή σ’ αυτό τον άλλο τόπο, το μακρινό, μαζί με τις ψυχές των ανθρώπων. Όχι εδώ. Γι αυτό σου λέω! Άσε τις ψυχές εκεί μακριά στα λημέρια τους, μακριά από τα Ταρσινά, κι άσε με εμένα να σε ξεναγώ στα μνημεία! Που σου τα είπα εξάλλου: οι δυο εκκλησιές, της Μεταμόρφωσης και της Ευαγγελίστριας. 

8/17/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση: η Ευαγγελίστρια και τα κυπαρίσσια της, ο ίσκιος τους και ο Σεφέρης, η Άρτεμις...

  

Νάμαι λοιπόν στην Ευαγγελίστρια. Βρίσκω την πόρτα ξεκλείδωτη. Την ανοίγω.





Στο κατώφλι με υποδέχεται ένας δράκος που φυλάει την εκκλησία, εικονισμένος σ' ένα μικρό, αρχαίο προφανώς, ψηφιδωτό. Ένας δράκος σκέτος; Όχι, ένας δράκος-φίδι που αγκαλιάζει ένα πουλί. Ελάχιστες ψηφίδες έχουν πια απομείνει, υπάρχει όμως ολοκάθαρο το περίγραμμα.




Απ’έξω από την πόρτα ένα άλλο ψηφιδωτό με το δικέφαλο.




Πώς έρχεσαι εδώ; 

Από το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης προχωράς ανατολικά, παράλληλα στην Εθνική, καμιά διακοσαριά μέτρα. Παίρνοντας τώρα την άσφαλτο που περνάει κάτω από την Εθνική, μέχρι τα Ταρσινά είναι συνολικά ούτε πέντε λεπτά δρόμος. Περνάς μπροστά από την εκκλησία του χωριού, Κωνσταντίνου και Ελένης, ένα μικρό ζιγκ-ζαγκ, κατευθύνεσαι αριστερά. Βγαίνεις από το χωριό, παίρνεις το δρόμο που πάει στα χτήματα και σε λίγο έχεις φτάσει στο μικρό λόφο όπου υπήρχε κάποτε ο ναός της θεάς Άρτεμης. Τώρα υπάρχει ο ναός της Ευαγγελίστριας (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου) κτισμένος πριν από δυο αιώνες περίπου. 

Μέσα στην εκκλησία, κάποια λίγα κομμάτια από τον αρχαίο ναό εδώ κι εκεί στο δάπεδο. Φωτογραφίζω και βγαίνω. Διακρίνω αρχαίο υλικό στους τοίχους. Ολόγυρα πεύκα κι ελαιόδενδρα, αλλά κυρίως κυπαρίσσια. Λίγα παγκάκια κάτω απ’ τα κυπαρίσσια. Παλιά κυπαρίσσια, ψηλά, βαθυπράσινα, όλο υγεία, μερικά στη γραμμή. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι και χαζεύω τους κορμούς τους. Είναι τόσο όμορφοι, να τους βλέπεις σα χορό στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου.






Ήταν, λέει,  ο Κυπάρισσος ένας όμορφος νέος από την Κέα. Γιος του Τήλεφου, του ήρωα της Τεγέας, εγγονός του Ηρακλή και της Αυγής, αγαπημένος του Απόλλωνα και του Ζέφυρου. Για σύντροφό του ο Απόλλωνας του είχε χαρίσει ένα εξημερωμένο ελάφι. Μια μέρα, όπως κοιμόταν το ελάφι σ’ έναν ίσκιο, ο Κυπάρισσος νομίζοντας πως είναι θήραμα κι όχι το αγαπημένο του ελάφι, το σκοτώνει. Απελπισμένος ο νέος θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ζητάει μόνο από τους Θεούς τη χάρη να κυλούν τα δάκρυά του αιώνια για να θρηνούν το σκοτωμένο ελάφι. Ο Απόλλωνας προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μάταια. Τέλος ο Θεός τον λυπάται και τον μεταμορφώνει σε κυπαρίσσι. Τώρα αιώνια θα κυλούν σαν σταγόνες από τα κυπαρίσσια τα δάκρυα του Κυπάρισσου. 




Χαίρομαι τη δροσιά, μα κάποιοι στίχοι απ’ το Σεφέρη μου έρχονται στο νου:

Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια…

Εδώ, όμως, φυσάει ένα αεράκι, και τόνα κυπαρίσσι με τ’ άλλο φτιάχνουν ίσκιο και χαρίζουν δροσιά. Αχ, Γιώργο Σεφέρη… Έφυγες τόσο νωρίς, όπως τόσοι δικοί μας άνθρωποι. Να ζούσες, να μας δίδασκες το πένθος σου για την πατρίδα με παραμύθια και παραβολές, για να τ' ακούμε γλυκότερα:

…Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες,
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν…
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα… 

Να ζούσες, λέει, να σ’ έφερνα εδώ, να δροσιστείς, να παρηγορηθείς, κι ας  μας έλεγες ξανά, με εκείνη τη φωνή σου που έμοιαζε με φωνή αναγνώστη σ’ εκκλησιά: 

Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν...

Τώρα, από τους δικούς μας φίλους, πολλοί έχουν κιόλας περάσει στην άλλη όχθη. Δεν μας βαραίνουν πια. Συνηθίσαμε σχεδόν…

Το βλέμμα μου ξεκουράζεται στο τοπίο που φτάνει ως τη θάλασσα. 

Εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό το μαγικό τόπο, λατρευόταν η Άρτεμη, η κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, η πανέμορφη θεά του κυνηγιού και της φύσης, η αιώνια αγνή και παρθένα, η γονιμοποιός και προστάτιδα των εφήβων και των νέων. 




Στη Σικυώνα, Πατρώα Άρτεμις (εικονιζόταν με τη μορφή πεσσού, δηλαδή κίονα με τετράγωνη διατομή) αλλά και Λιμναία. Στην Ολυμπία Αγοραία, στην Αθήνα Βουλαία, στη Μίλητο Βουληφόρος, στην Αμφίπολη Ταυροπόλος. Και ακόμα Κουροτρόφος, Αγροτέρα,  Αλφειαία, Ελεία, Καρυάτιδα, Ηγεμόνη, Θερμία, Ιμβρασία, Κορυφαία, Λουσία, Ορτυγία, Λιμνάτις, Ποταμία, Λευκοφρυήνη, Χυσία, Ορθία, Πυθία, Δελφινία, Δαφνία…

Αμέτρητα προσωνύμια. Όπως η Παναγία.

Δυο παρθένες με τόσα προσωνύμια. Αλλά πόσο διαφορετικές...










8/09/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση: το κοιμητήριο, τ’ όνειρο, το σύρμα, τα χρυσά



Συνέχεια στην αφήγηση για τη «δική μου Μεταμόρφωση», όπως είπα το πανέμορφο Βυζαντινό εκκλησάκι του 13ου αιώνα των Ταρσινών, που ήδη παρουσίασα (δες πρoηγούμενη ανάρτηση).




Η εκκλησία της Μεταμόρφωσης είναι κοιμητηριακός ναός, όπως λέγεται. Είναι δηλαδή νεκροταφείο.  Έγινε κοιμητηριακός ναός πολλά χρόνια, αιώνες ολόκληρους αφότου χτίστηκε, για να βρουν στέγη κοντά του, στα μνήματα του νεκροταφείου που ιδρύθηκε γύρω του, όσοι κάτοικοι του χωριού Ταρσινά αποδημούσαν. Αυτό έγινε μετά την ίδρυση του χωριού, όταν μετακόμισαν κάτοικοι του Ταρσού, ορεινού χωριού του Φενεού Κορινθίας στα 1835-1836. 

Ξαναπάω στην εκκλησία παραμονή της Αγιά-Σωτήρας, λίγο πριν το μεσημέρι. Πέφτω σε μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας. Ετοιμαζόταν να πλύνει ένα μνήμα. Της πιάνω κουβέντα.  

- Καλημέρα! Τι κάνετε;

- Καλημέρα! Ήρθα να καθαρίσω λίγο γιατί θα λειτουργήσει απόψε κι αύριο, μου λέει. Θα πλακώσει κόσμος. 

Δείχνει ένα καταυλισμό Ρομά που έχει δημιουργηθεί σε μικρή απόσταση από το κοιμητήριο. Μόνιμος καταυλισμός, άρα οικισμός. Λίγα σπίτια, πολλά παιδιά, δυο-τρία αυτοκίνητα, δυο τρία άλογα. Στην απέναντι μεριά της Εθνικής παρόμοιος οικισμός.   

- Όποτε έρχομαι, φέρνω το λάδι για το καντήλι. Μετά το παίρνω, δεν τ’ αφήνω. Τα κλέβουν όλα, δεν αφήνουν τίποτα, καμιά φορά και το καντήλι, μέχρι κομμάτια μάρμαρο.

- Είστε από τα Ταρσινά;

- Στα Ταρσινά γεννήθηκα κι εκεί μένω.

- Πολύ ωραία εκκλησία, λέω, και δείχνω τη Μεταμόρφωση.

- Πολύ παλιά.

- Πώς ήταν εδώ, θυμάστε τίποτα;

- Τι να θυμηθώ, έτσι τα βρήκα όπως είναι τώρα, δεν έχει αλλάξει τίποτα, μόνο τα μνήματα έχουν αλλάξει, τώρα τα φτιάχνουν μαρμαρένια. Παλιά μια αράδα χώμα, σαν κι αυτό εδώ, ένα φανάρι, κι αυτό ήταν. Μετά κι οι πιο φτωχοί, τι φτωχοί, όλοι φτιαχτήκανε, πέσανε λεφτά! Μετά, λοιπόν, κι οι πιο φτωχοί τα φτιάχνανε με μάρμαρο. Όσο υπήρχαν φράγκα δηλαδή. Γιατί τώρα ο κόσμος ζορίζεται, δεν ξέρω αύριο τι γίνεται, θα το γυρίσει ο κόσμος στα παλιά έθιμα, σκέτο χώμα, να μου το θυμηθείς. 

- Έχει δυο κολώνες μέσα, αρχαίες.

- Τις έχουν φέρει από την Ευαγγελίστρια, αυτό ξέρω. Υπήρχαν πολλά αρχαία εκεί, τάφοι, διάφορα. Ήρθε η Αρχαιολογική και τα μάζεψε. 

Χαμήλωσε τη φωνή της. Απόρησα γιατί άλλος άνθρωπος δεν υπήρχε γύρω να μας ακούσει.

- Κάτσε, μου λέει.

Και μου δείχνει να καθίσω δίπλα της, στο μάρμαρο του τάφου. Κάθομαι. 

- Ξένος είσαι, ε;

- Έρχομαι τα καλοκαίρια και ξεκαλοκαιριάζω.

- Λοιπόν, άκου να δεις, γιατί σε συμπάθησα. Εμένα που με βλέπεις, εγώ είδα όνειρο, ολοκάθαρο σαν το καθαρό νερό. Ήμουνα, λέει, στην Ευαγγελίστρια, στην εκκλησία, στα Ταρσινά. Στο όνειρο αυτό. Έχεις πάει στην Ευαγγελίστρια;




- Ναι.

- Τότε ήμουνα έγκυος στο τρίτο. Αχ, ήμουνα νια και γέρασα! Λοιπόν, άκου με προσεχτικά. Μέσα στ’ όνειρο ήμουνα, κατεβαίνει από το εικόνισμα η Παναγιά, με πλησιάζει, κάνω να σκύψω να προσκυνήσω, «σήκω απάνω, κοίτα δώ», μου λέει. Και μου δείχνει ανάμεσα σε δυο κυπαρίσσια έξω από την εκκλησία. Πολλά έχει στην Ευαγγελίστρια, αλλά εμένα μου έδειξε δυο, κοντά-κοντά, το ένα ούτε δυο μέτρα απ’ τ’ άλλο. Μπορώ να σου τα δείξω αυτή τη στιγμή αν πάμε, είναι απ’ τη μεριά του Ίερού, λίγο πιο πέρα, μαζί με τ’ άλλα, αλλά η Παναγιά μου δείχνει αυτά τα δυο. Κοιτάω, δε βλέπω τίποτα. «Εδώ, μου λέει, εδώ είναι θαμένα τα χρυσά». Κι ανεβαίνει πάλι στην εικόνα. Ξυπνάω και σταυροκοπιέμαι. Μήστητί μου, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί τα λέω στον άντρα μου και πάμε βρίσκουμε τον άνθρωπο, είναι ένας στο χωριό, συγγενής μας, πρώτος ξάδερφος του άντρα μου, τα βρίσκει όλα αυτός. Του διηγιέμαι τ’ όνειρο. Δεν του ξεκαθαρίζω πως η Παναγιά μου έδειξε δυο, μόνο του λέω μούδειξε ένα τόπο, παρ’ τα σύνεργα και πάμε να σου δείξω. Πάμε. Φτάνουμε, του δείχνω τον τόπο, μέσα και τα δυο, τα κυπαρίσσια λέω. Δεν του τα φανερώνω, μόνο του δείχνω τον τόπο, ήσαν καμιά δεκαριά φυτεμένα κοντά-κοντά. Δεν του τα φανέρωσα για να δω μη με γελάσει. Εγώ τα γνώριζα, βέβαια, αυτό τόπαμε. Ψάχνει με το σύρμα από δω, ψάχνει από κει, τίποτα. Αλλά όταν φτάνει εκεί, στα δυο τα κυπαρίσσια ανάμεσα που μου είπε η Παναγιά, το χέρι του αρχίζει να τρέμει, σα νάχε το σύρμα ηλεκτρισμό. Τότε γυρνάει και μας λέει «ωπ, εδώ είναι, από κάτω, πολύ πράμα».




- Και;

- «Κουβέντα, τσιμουδιά σε κανένα», του λέμε. «Μόνο εμείς κι εσύ». Έρχεται το βράδυ και τα βάζουμε κάτω, τι να κάνουμε. Ήτανε η εποχή στο βερύκοκο, όχι, στο ξεφύλλισμα, ή στο ξεφύλλισμα ή στον τρύγο, δε θυμάμαι, πάνε και τόσα χρόνια, περνάνε τα έρμα. Πάντως πέρναγε κόσμος με αγροτικά δίπλα από την Ευαγγελίστρια,  πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, συνέχεια, να πάει ο κόσμος στα χτήματά του. Θα μας βλέπανε. Είπαμε να τελειώσει το πηγαινέλα και μετά να πάμε. Τι; Να πάμε να σκάψουμε, τι άλλο! Ε, πριν προλάβουμε να το πούμε και να το συμφωνήσουμε, έρχονται οι αρχαιολόγοι, σκάβουν και τα σηκώνουνε όλα! Αγάλματα, χρυσά, λεφτά, κούπες, μάρμαρα, όλα! Αν είναι δυνατόν! Όλα τα μαζέψανε, δεν έμεινε τίποτα, μέχρι και το χώμα κοσκινίζανε. Τα έβλεπα και μαραινόμουνα.  Έτσι όπως σου τα λέω γίνανε. Άμα θες με πιστεύεις. Τώρα δε βλέπεις τίποτα, τα σκεπάσανε όλα και φύγανε, μόνο χώμα βλέπεις, σαν να μην έγινε τίποτα.

- Άκου να δεις, λέω, τάχα εντυπωσιασμένος, κρατώντας με τη βία τα γέλια!

- Ναι, σου λέω. Είναι θαυματουργή. Μεγάλη η Χάρη της. Αλλά τι τόθελε και μου τόλεγε; Για να τα θυμάμαι και να μαραζώνω;

- Απίστευτο… Απίστευτο… 

Σιωπή.

- Λέω να πηγαίνω. Θα πάω μέχρι την Ευαγγελίστρια. Έχω ξαναπάει, όπως σας  είπα. Είχα βγάλει φωτογραφίες αλλά τις έχασα, φαίνεται σβηστήκανε, δεν τις βρίσκω πουθενά. Πάω να ξαναβγάλω.

- Να πας!

- Πάω! Κι ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα. Άκου να δεις τι γίνεται! 

Δεν έφυγα αμέσως. Αν και είχα αρκετές φωτογραφίες από την προηγούμενη φορά που είχα έρθει, έβγαλα μερικές ακόμα, σαν να ήθελα να πάρω μαζί μου, αν ήταν δυνατόν, μαζί με τις φωτογραφίες όλη αυτή την ομορφιά της Μεταμόρφωσής μου. Ήταν τώρα πιο έντονο το φως, ήθελα και να τις συγκρίνω με τις προηγούμενες.

Αναχωρώ για την Ευαγγελίστρια. Φεύγοντας ακούω τη γυναίκα. Φωνάζει:

- Βοήθειά σας η Αγιά Σωτήρα!

Και μετά πάλι:

- Κι αύριο με υγεία!

Την αποχαιρετώ κουνώντας το χέρι. Σε λίγο φτάνω στην Ευαγγελίστρια. Η πόρτα της εκκλησίας ξεκλείδωτη. Μπαίνω. 




Στο κατώφλι με υποδέχεται ο δράκος.

Η συνέχεια σε λίγες μέρες. Ξεκουραστείτε τώρα. 

8/05/2018

Η δική μου Μεταμόρφωση



Στις 6 Αυγούστου, αύριο δηλαδή, γιορτάζει η εκκλησία της Αγιά-Σωτήρας, δηλαδή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο Κιάτο. Αλλά εγώ θα σας μιλήσω για μια άλλη εκκλησιά, και αυτή της Μεταμόρφωσης, πολύ πιο μικρή, πολύ πιο όμορφη, πολύ πιο σημαντική, που είναι πολύ κοντά, ούτε επτά χιλιόμετρα από την άλλη, τη μεγάλη.

Εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς ταξίδευα από Αθήνα προς Κιάτο, λίγο πριν φτάσω στο 100ο χιλιόμετρο, έβλεπα συχνά στα δεξιά μου ένα μικρό, κομψό τρούλο μόλις να ξεπροβάλλει από τα δέντρα. Άλλοτε τον έβλεπα, άλλοτε δεν τον έβλεπα. Κάποτε τον έχανα, ήταν ζήτημα λίγων δευτερολέπτων που μπορούσα να τον δω, άλλοτε θυμόμουν να κοιτάξω δεξιά όταν πια τον είχα προσπεράσει.

-      - Κάτι συμβαίνει εδώ, έλεγα, και υποσχόμουν κάποια στιγμή να ψάξω για τον τρουλάκο και ό,τι υπήρχε αποκάτω του.

Τα ίδια μου είχαν συμβεί με τη φρυκτωρία στο λόφο με τα χρυσοκίτρινα κρινάκια, αν θυμάστε. Αν δεν θυμάστε, μπείτε στο blog μου costaspappis.blogspot.com και ψάξτε, σας τα είχα πει πριν κανά χρόνο, τον Οκτώβρη του 2017 για την ακρίβεια.

Ήρθε η στιγμή να τον ψάξω, τον έψαξα και τον βρήκα. Και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ένας μικρός, πανέμορφος Βυζαντινός ναός, βασιλική μετά τρούλου, χτισμένος με αρχαίο υλικό, στη μέση ενός μικρού παλιού νεκροταφείου, παρουσιάστηκε μπροστά μου μέσα στο χαμηλό, χρυσό φως εκείνου του δειλινού. Σε ελάχιστη απόσταση από την Εθνική οδό, στα δυτικά της γέφυρας που περνάει  πάνω από την Εθνική και οδηγεί στα Ταρσινά. 








 Τρία μικρά Ιωνικά κιονόκρανα και δυο σπόνδυλοι φαίνονταν απέξω ενσωματωμένα στο δυτικό τοίχο του ναού. Τι ομορφιά, τι χάρη ήταν αυτή που αντίκριζαν τα μάτια μου! Γύριζα γύρω-γύρω, σαν να χόρευα, και φωτογράφιζα πριν μου χαθεί το φως του δειλινού.






Κάποια στιγμή μπήκα μέσα στο μικρό ναό, εύκολο ήταν.  Και τότε άλλο θαύμα αντίκρισαν τα μάτια μου. Ο τρούλος στηριζόταν σε δυο μοναδικούς ακέραιους μονόλιθους, σε δυο κίονες Ιωνικού ρυθμού με δυο υπέροχα κιονόκρανα! Στους τοίχους ίχνη από τοιχογραφίες. Το εσωτερικό ολόκληρο συμπλήρωνε αρμονικά σε ομορφιά την εξωτερική αρχιτεκτονική του ναού. Ένα θαύμα!










Όταν ολοκλήρωσα τη φωτογράφιση, μέσα κι έξω από το ναό, είχε λιγοστέψει πολύ το φως αλλά εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από το χώρο. Μέχρι και τους τάφους γύρισα έναν-έναν διαβάζοντας τα ονόματα των νεκρών, από όπου έβγαιναν μικρές λυπητερές ιστορίες - αλλά αυτό άστο γι άλλη φορά… 

Την άλλη μέρα αναζήτησα πληροφορίες, που τις βρήκα τελικά από κάποιον κύριο εργαζόμενο στη Μητρόπολη Κορίνθου - καλή του ώρα - καταγόμενο από τα Ταρσινά, που με εξαιρετική ευγένεια και εξυπηρετικότητα μου έδωσε ορισμένες πληροφορίες. Ότι ο ναός ήταν Βυζαντινός του 13ου αιώνα ή προγενέστερος. Ότι το αρχαίο υλικό, και συγκεκριμένα οι δυο Ιωνικοί κίονες, ήσαν φερμένοι από αλλού, γιατί στον τόπο του ναού δεν βρέθηκε αρχαίο υλικό, και πιθανώς να μεταφέρθηκαν εκεί από τον αρχαίο ναό της Άρτεμης που κάποια λείψανα βρέθηκαν έξω από τα Ταρσινά, σε ένα λόφο, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ευαγγελίστριας (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου) κτισμένος πριν από δυο αιώνες περίπου. Το 1940, λέει, εμφανίστηκε εκεί η Παναγία. Μόνο που εγώ αλλού είδα το θαύμα: στο ναό της Μεταμόρφωσης φυσικά!

Πήγα και επισκέφτηκα, την επόμενη, την Ευαγγελίστρια. Μια όμορφη εκκλησία, σε καταπληκτική τοποθεσία, ανάμεσα σε κυπαρίσσια και πεύκα (θα ανεβάσω φωτογραφίες προσεχώς). Μπήκα μέσα και στην είσοδο είδα στο δάπεδο ένα μικρό πανέμορφο ψηφιδωτό. Έξω με υποδέχτηκε ένας τυφλίτης, ξάδερφος μάλλον του αλλουνού που είχα συναντήσει στο λόφο με τις κατσουλιέρες, κοντά στο Μπουντρούμι, αν θυμάστε… στο Βασιλικό… Δεν θυμάστε; Δεν πειράζει. Τα λέω, και με φωτογραφίες, στο blog μου – ψάξτε το.  

Ανέτρεξα και στο σύγγραμμα του αρχαιολόγου Γ.Λώλου Land of Sikyon όπου βρήκα μια σύντομη αναφορά στο ναό που συνοδεύεται από φωτογραφίες. Όπως σημειώνει ο Γ.Λώλος, τα αρχαία κομμάτια που είδα ενσωματωμένα στο δυτικό τοίχο, κιονόκρανα και λοιπά, μπορεί να ανήκαν αρχικά σε κάποια ταφικά ναόσχημα μνημεία.









Ξαναγυρίζω στο μικρό μου ναό. Ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσω. Θα τα ξαναπούμε σύντομα, του λέω. Φεύγω πλημμυρισμένος από την ομορφιά του. Με κατέχει μια αγαλλίαση, ένα αίσθημα πληρότητας. Διαπιστώνω πως ένας νεότερος ναός, χριστιανικός, που για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε και αρχαίο υλικό, μπορεί να είναι εφάμιλλος σε ομορφιά με το ναό από όπου έχει προέλθει το υλικό αυτό. Ίσως να μη δικαιούμαι να το λέω αφού δεν μπορώ να έχω την εικόνα του αρχαίου ναού της Άρτεμης - αν το υλικό για το χτίσιμο του νεότερου ναού προήλθε από εκεί. Όμως η ομορφιά του νεότερου ναού μου φωνάζει: «Δικαιούσαι»!