Κώστας Παππής

1/29/2019

Λύσιππος


Όσα γράφω παρακάτω έχουν ως πηγή τους, μεταξύ άλλων, ένα πολύ ενημερωμένο άρθρο για το Λύσιππο, δημοσιευμένο στο σπουδαίο περιοδικό «Αίπυτος, το περιοδικό της Στυμφαλίας και του Φενεού» που δυστυχώς έχει πάψει να εκδίδεται. Ο τίτλος του άρθρου είναι «Λύσιππος», με χαρακτηριστικό υπότιτλο «O περιώνυμος άγνωστος», και συγγραφέας του είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός πνευματικός άνθρωπος γεννημένος στη περιοχή, ο Σπύρος Κ.Μιχόπουλος. 

Λίγα στοιχεία προκαταρκτικά για το μεγάλο δημιουργό. Ο Λύσιππος ήταν περίφημος γλύπτης, ένας από τους πέντε-έξι επιφανέστερους της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στη Σικυώνα στις αρχές του 4ου αιώνα και πέθανε σε βαθιά γεράματα, αφού πρόλαβε να δημιουργήσει ένα τεράστιο αριθμό έργων. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Ρωμαίος συγγραφέας, φυσιοδίφης και φυσικός φιλόσοφος, καθώς και στρατιωτικός και ναυτικός διοικητής των πρώτων χρόνων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αναφέρει ότι είχε κατασκευάσει 1500 έργα, τα 600 ο ίδιος και τα υπόλοιπα οι μαθητές του στο πολυμελές εργαστήριό του. Φιλοτεχνούσε σχεδόν αποκλειστικά μπρούτζινα γλυπτά και θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής της Σικυώνας, του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Αθήνα.



Apoxyomenos Pio-Clementino Inv1185.jpg
Αποξυόμενος


Για να συνεχίσουμε, διαλέγω τον υπότιτλο («O περιώνυμος άγνωστος») του άρθρου του Σ.Κ.Μιχόπουλου και θα έρθω μετά στον τίτλο. Ο συγγραφέας, λοιπόν,  εξηγεί τον υπότιτλο ως εξής:

«Ο Λύσιππος, που ως γλύπτης στέκεται μεταξύ δύο εποχών, της κλασικής ελληνικής και της ελληνιστικής, υπήρξε ο παραγωγικότερος από όλους τους αρχαίους γλύπτες… Η ειρωνεία είναι, και εδώ οφείλω να εξηγήσω το οξύμωρο «περιώνυμος άγνωστος», ότι παρά το τεράστιο έργο του, σπάνια μνημονεύθηκε από τους συγχρόνους του. Ίσως γιατί με τις καινοτομίες και τους νεοτερισμούς που εισήγαγε άλλαξε την τέχνη, και με το νέο σύστημα των αναλογιών που επινόησε έσπασε τους κανόνες των προηγουμένων του, έδωσε ελαφρότητα και ευκινησία στο ανθρώπινο σώμα, δημιούργησε νέο σταθμό στη γλυπτική και, όπως ήταν επόμενο, ήλθε σε σύγκρουση με το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής του. Γι' αυτό και αγνοήθηκε, όπως άλλωστε κατά κανόνα  συμβαίνει με τους πρωτοπόρους»

Και συνεχίζει ο Σ.Κ.Μιχόπουλος:

«Να παρατηρήσουμε εδώ ότι και από τους συγχρόνους μας δεν έχει ιδιαίτερα μελετηθεί, γιατί κατά τη γνώμη των ειδικών στην ελληνιστική γλυπτική, της οποίας θεωρείται ο πατέρας, πέφτει ακόμη καταλυτική η λάμψη της τέχνης του χρυσού αιώνα και βαριά η σκιά των δημιουργών της και η σημερινή ελληνική μέση καλλιτεχνική αντίληψη εξακολουθεί να επηρεάζεται από τα πρωτότυπα μαρμάρινα και βεβαίως επώνυμα έργα του Φειδία και των άλλων μεγάλων που προβάλλονται στα μουσεία και σ' αυτά εξαντλείται σχεδόν η ελληνική καλλιτεχνική παιδεία. Αυτός είναι και ο λόγος που η ελληνιστική γλυπτική άρχισε να μελετάται συστηματικά μόλις πριν από μερικές δεκαετίες».

Για τη φήμη του την αδικημένη, παρά την τεράστια αξία του έργου του, αφού από τους ειδικούς τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με του Φειδία, του Πραξιτέλη και του Πολύκλειτου, υπάρχει και ένας ακόμα λόγος. Ο Σ.Κ.Μιχόπουλος τον εξηγεί :

«Ο Λύσιππος αδικήθηκε και από το ότι τα έργα του χάθηκαν από διάφορες αιτίες, ιδιαίτερα δε επειδή ήσαν χάλκινα και το πολύτιμο μέταλλο τους στους κατοπινούς χρόνους των πολέμων, των επιδρομών και των λεηλασιών μεταλλάχθηκε σε όπλα, νομίσματα, σκεύη και διάφορα άλλα χρηστικά αντικείμενα. "Ειρήσθω εν παρόδω" ότι οι Ρωμαίοι μετέφεραν στη Ρώμη από τους τόπους που κατέκτησαν τόσα πολλά αγάλματα που λέγεται ότι ήταν ισάριθμα με τους κατοίκους της Ρώμης εκείνης της εποχής. Ο Γάλλος στοχαστής, ιστορικός και κριτικός της Τέχνης Ιππόλυτος Ταιν στο έργο του "Φιλοσοφία της Τέχνης"… αναφέρει επί λέξει: «Όταν η Ρώμη σύλησε τον Ελληνικό κόσμο, η τεράστια πόλη είχε ολόκληρο λαό αγαλμάτων, σχεδόν ισάριθμο με τον ζώντα πληθυσμό της. Σήμερα, ύστερα από τόσες καταστροφές και τόσους αιώνες, υπολογίζουν ότι ξέθαψαν από τη Ρώμη και τα περίχωρά της απάνω από 60 χιλιάδες αγάλματα». Η πληροφορία αυτή, όσο κι αν εμπεριέχει το στοιχείο της υπερβολής, φανερώνει την τραγική αλήθεια».

Περιώνυμος, λοιπόν, ο Λύσιππος αλλά «άγνωστος». Τα παραπάνω εξηγούν και το γιατί θέλησα να εντάξω εδώ, με την ευκαιρία της «ανακάλυψης» αντίγραφου έργου του στη μακρινή Κροατία που έκανα, κάποια στοιχεία γι’ αυτό το μεγάλο Σικυώνιο δημιουργό. 

Όπως αναφέρθηκε, σχεδόν όλα, μπορεί και όλα, τα αγάλματα που φιλοτεχνήθηκαν από τον ίδιο και τους μαθητές του εργαστηρίου του ήταν μπρούτζινα. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν διασώθηκε. Διασώθηκαν μόνο αρκετά, ρωμαϊκά κυρίως, γλυπτά που αναγνωρίζονται ως αντίγραφα έργων του, αν και λίγα από αυτά με βεβαιότητα και κυρίως με βάση αρχαίες περιγραφές γλυπτών του. Ο Πλίνιος γράφει ότι η τέχνη του Λύσιππου  διακρίθηκε για την ανάγλυφη απόδοση των μαλλιών, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της ήταν συνολικά η λεπτότητα των έργων, ακόμα και στη μικρότερη λεπτομέρειά τους. Τα έργα του περιλαμβάνουν κυρίως αγάλματα αθλητών, θεοτήτων και ηρώων, καθώς και προσωπογραφίες, όπως αυτές του Αλεξάνδρου ή ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Είναι γνωστό ότι, περίπου από το 340 π.Χ. ο Λύσιππος ήταν ένας από τους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλεξάνδρου, γεγονός που αποδεικνύει πως εκείνη την περίοδο η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί. Τον ακολούθησε μάλιστα στην εκστρατεία του στην Ασία με την ιδιότητα του αποκλειστικού ανδριαντοποιού του Αλέξανδρου.

Το έργο του Λύσιππου που θεωρείται πως ενσωματώνει τα κυρίαρχα στοιχεία της τεχνοτροπίας του είναι ο Αποξυόμενος, που ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφό του σώζεται στο μουσείο Pio-Clementino του Βατικανού. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν το μικρό κεφάλι, το λεπτό σώμα, τα μακριά πόδια, και την προσεγμένη απόδοση των μαλλιών και, γενικά, όλων των λεπτομερειών του σώματος που αναπαριστά το γλυπτό.

Για περισσότερα παραπέμπω στο άρθρο του Σ.Κ.Μιχόπουλου από τον Αίπυτο, που μπορεί να βρεθεί και στο διαδίκτυο: 

http://www.korinthorama.gr/new/article.php?articleID=29&page=1&keyword=

Για να κλείσω το μικρό αυτό αφιέρωμα, διάλεξα μια μικρή ιστορία για ένα έργο που αποδίδεται στο Λύσιππο, τα περίφημα τέσσερα  μπρούτζινα άλογα που αποτελούσαν σύνολο με ένα τέθριππο και ήσαν γνωστά και ως Τέθριππο Θριάμβου. Γιατί τη διάλεξα, ειδικά αυτή την, κατά τα άλλα, ενδιαφέρουσα ιστορία; Δεν ξέρω, και άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Μάλλον επειδή ο δαίμονάς μου ήθελε να μου αποδείξει ότι άγομαι και φέρομαι από ενστικτώδεις παρορμήσεις. Ή μήπως όχι τελικά; Παρακολουθήστε! 


File:Horses of Basilica San Marco bright.jpg
Τα άλογα του Λύσιππου



Πηγή: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=15229898

Πρώτα μια τεχνική λεπτομέρεια (μπορείτε και να παραλείψετε αυτή την παράγραφο, εκτός κι αν είστε τοοοοοσο φιλομαθής). Τα άλογα δεν ήσαν ακριβώς μπρούτζινα. Ο μπρούτζος είναι ένα κράμα χαλκού 88%, και κασσίτερου 12%. Σε ειδικές περιπτώσεις περιέχει μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, όπως αρσενικό, αντιμόνιο ή μόλυβδο. Ειδικά ο μόλυβδος διευκολύνει την χύτευσή του, πράγμα απαραίτητο στην παραγωγή των γλυπτών του Λύσιππου. Το χρώμα του μπρούτζου μοιάζει με τον χρυσό και οξειδώνεται ελάχιστα. Η οξείδωση του μπρούτζου έχει πράσινη απόχρωση, όπως ο χαλκός. Η ανάλυση του κράματος στα άλογα έχει δείξει ότι έχει πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό, και έτσι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι για την κατασκευή τους επιλέχθηκε χαλκός υψηλής καθαρότητας και όχι μπρούτζος, και αυτό για να επιτευχθεί πιο ικανοποιητική επιχρύσωση.

Τα άλογα στόλιζαν την πρόσοψη στην λότζια (περιστήλια στοά) πάνω από τα προπύλαια  της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τότε αντικαταστάθηκαν με ακριβή αντίγραφα για να αποφευχθεί η παραπέρα φθορά τους λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Από τότε, τα αυθεντικά άλογα εκτίθενται μέσα στη Βασιλική.
Αλλά πώς βρέθηκαν στη Βενετία; 

Για πολύ καιρό τα άλογα μαζί με το τέθριππο βρίσκονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Για πολλούς αιώνες νωρίτερα κατά μια εκδοχή κοσμούσαν το νησί της Χίου  και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Θεοδόσιο Β’ ενώ, κατά μια άλλη εκδοχή, μεταφέρθηκαν εκεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος τα έφερε στη νέα πρωτεύουσά του για να κοσμήσουν την πύλη του θριάμβου, που οδηγούσε στον Ιππόδρομο.

Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν ακόμα το 1204, όταν η Βασιλεύουσα λεηλατήθηκε από τις Βενετικές δυνάμεις κατά την Τέταρτη Σταυροφορία. Τότε ήταν που τα άλογα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Το 1797, ο Ναπολέων αφαίρεσε τα άλογα από τη Βασιλική και τα μετάφερε στο Παρίσι, όπου ενσωματώθηκαν στο σχεδιασμό της Αψίδας του Θριάμβου του Καρουζέλ μαζί με ένα τέθριππο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και, μετά τη Μάχη του Βατερλό το 1815, τα άλογα επιστράφηκαν στη Βενετία. Εκεί πλέον σταυλίζονται, μέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.

Γιατί σας διηγήθηκα την ιστορία; Είπα: δεν ξέρω. Το μυαλό μου πάει στην οργή που έχει καταχωνιαστεί μέσα μου για τους λογής-λογής κλέφτες που έγδυσαν την Ελλάδα από τους θησαυρούς της. Ήταν αυτό; 

Όταν τα άλογα μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία τους έκοψαν τα κεφάλια. Γιατί; Δεν γνωρίζω. Ίσως για να διευκολυνθεί η μεταφορά τους, αν και δεν με ικανοποιεί αυτή η εξήγηση. Έφτασαν τέλος πάντων τα άλογα στη Βενετία το 1204. Αλλά δείτε αυτή τη μικρή, την ασήμαντη εκ πρώτης όψεως, λεπτομέρεια: για να καλύψουν τα μέρη όπου είχε κοπεί σε κάθε άλογο το κεφάλι, πρόσθεσαν κολάρα. Ακριβώς έτσι.  Πρόσθεσαν στα άλογα, στη θέση του κομμένου λαιμού για να καλύπτουν την τομή, για να καλύπτουν την αισχρή πράξη, κολάρα. 

«Και λοιπόν;», θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος.  

Τι θα λέγατε εσείς; Πρακτικό πνεύμα (κάλυψη μιας πρακτικής ανάγκης); Ή βεβήλωση; Το ιερό (το έργο τέχνης) απέναντι στο κυνικό (ο διαμελισμός του); Η τελειότητα της αναπαράστασης με τη διαμεσολάβηση της τέχνης απέναντι στην αποδόμηση του έργου (η εικόνα όπου κάποιος κόβει με πριόνι τα κεφάλια των αγαλμάτων των αλόγων, όπως ένας χασάπης κατακρεουργεί σφάγια); 

Θυμηθήκατε, υποθέτω, την αντίστοιχη σφαγή των «Ελγινείων» με πριόνι για να φυγαδευτούν στην Αγγλία...    


1/20/2019

Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό


Τη χρονιά που πέρασε, ο κατάλογος των βιβλίων που διάβασα ήταν αρκετά «ελληνοκεντρικός». Ανάμεσα στα ελληνικής έμπνευσης και γραφής βιβλία ήσαν και δυο σπουδαίων λογοτεχνών μας, που η λατρεία τους για την Ελλάδα ουδέποτε αμφισβητήθηκε: του Στρατή Μυριβήλη και της Πηνελόπης Δέλτα. Θα ήταν πολλαπλά ωφέλιμο να τους διαβάσουν οι σύγχρονοι Έλληνες… 

Οι Έλληνες που, στην πλειοψηφία τους, πιστεύουν τούτο ή εκείνο, το προβάλλουν με πάθος πολλές φορές, αλλά αρνούνται το στοιχειώδες: να ψάξουν, να μελετήσουν, να γνωρίσουν, προτού αποφασίσουν τι πιστεύουν. Κι έτσι εμφανίζονται να δικαιώνονται με έναν απρόσμενο τρόπο όσοι κατηγορούν τους πολίτες αυτής της πολύπαθης χώρας ότι είναι τεμπέληδες! Μιλάμε φυσικά για διανοητική οκνηρία και όχι για σωματικό μόχθο και ωράρια εργασίας.  

Μέσα στα θολά νερά της άγνοιας, της ακρισίας, της ευπιστίας, βρίσκουν την ευκαιρία οι πονηροί, οι επιτήδειοι, οι έχοντες συμφέρον, να ψαρέψουν οπαδούς , ψήφους, επιρροή. Είναι οι πατριδοκάπηλοι, οι δειλοί, οι ψεύτες, οι ανέντιμοι, αυτοί που το προϊόν που πουλάνε το λένε «πατρίδα». Αλλά και οι άλλοι, εκείνοι που το προϊόν που πουλάνε το λένε «θεό», «πίστη», «παράδεισο». 

Ειδικά στο ζήτημα του Μακεδονικού, πολλοί από αυτούς, τους πονηρούς, τους επιτήδειους, τους έχοντες συμφέρον, φαίνεται ότι έβγαλαν καλή ψαριά, γέμισαν τα γαλανόλευκα και με πολλούς σταυρούς διακοσμημένα πανέρια τους με ευκολόπιστα, πατριδολάγνα αλλά ανελλήνιστα ψάρια. 

Όμως στο φως του μέλλοντος, του χρόνου που έχει το ελάττωμα να διαλύει τα σκοτάδια, η ψαριά θα αναλωθεί σε ελάχιστο χρόνο. Ο Καιάδας της ιστορίας θα καταπιεί όλους αυτούς που σηκώνουν σήμερα κάλπικα λάβαρα. Και θα μείνουν τελικά στη μνήμη των επιγενόμενων  μόνον αυτοί που τόλμησαν, με θάρρος, γενναιότητα, και οδηγό σκέψης και πράξης το Ελληνικό Μέτρο, να προχωρήσουν στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτούς θα μνημονεύει, αποδίδοντάς τους τα εύσημα που τους αξίζουν, η ιστορία και η Ελληνική πατρίδα. Επειδή αιώνια αντηχεί και θα κατισχύει η ρήση του εθνικού μας ποιητή: «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».  

Τι είναι αληθινό στο ζήτημα του Μακεδονικού; Ποια υπήρξε και ποια είναι η Μακεδονία, ποιοι υπήρξαν και ποιοι είναι οι Μακεδόνες, ποια είναι η Μακεδονική γλώσσα, η Μακεδονική «εθνότητα»;

Ο χώρος επιτρέπει να αναφερθούμε σε όλα αυτά μόνον ακροθιγώς. Γράφει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της “Στα Μυστικά του Βάλτου”, αναφερόμενη στις αρχές του 1900:

“Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην-μίγδην κάτω από τον βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες.

Όπως και στα Βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο - τις δύο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν την μακεδονική μονάχα. Όταν όμως οι Βούλγαροι κήρυξαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία, και αναγνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχηγός της βουλγάρικης εκκλησίας ο Έξαρχος αντί του Πατριάρχη, και όταν η σύνοδος του 1872 κήρυξε σχισματικούς τους Βούλγαρους, χωρίστηκε η Μακεδονία σε Πατριαρχικούς Έλληνες κι Εξαρχικούς Βούλγαρους, χωρίστηκαν και οι συντοπίτες, οι συγχωρίτες - ακόμα και οι οικογένειες.”

Γράφει ο Στρατής Μυριβήλης στο βιβλίο του “Η ζωή εν τάφω”, αναφερόμενος στα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όπου πήρε μέρος μαχόμενος στα χαρακώματα, στην περιοχή της Μακεδονίας:

“Είναι μία βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά μέσα σε τούτο το σπίτι της ειρήνης ήμερα, σα μια κορδέλλα νερό ανάμεσα στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη ανάγκη να συναγροικηθώ όσο είναι βολετό με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ’ έκανε απ’ την πρώτη κιόλας μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μες στο νόημα του γλωσσικού των ιδιώματος. Έκανα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω και το τελειοποιώ μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα που ‘ναι παρακλάδι σλαβικό με μπόλικα τούρκικα και ρωμέικα στοιχεία. Η αντρίκια της φτογγολογία μου δίνει ένα τονωτικό συναίστημα. Τα φωνήεντά της είναι σπάνια. Η μαλακιά γλυκάδα τους πνίγεται μέσα σ’ ένα κατρακύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σα μιλάνε, ακούς να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα μες στ’ ορμητικό ρέμα του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πουν πως το πουλί “πέταξε” λένε “πρρλιτς”. Σε καμμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.[...]

Τούτοι εδώ οι χωριάτες μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βουργάροι. Τους πρώτους τους μισούν γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και τους Βουργάρους τους μισούν γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχουνται με κάποια συμπαθητικιά περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σε τούτον τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους που ‘ναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα πάνου στα παλιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω απ’ τ’ άγρια ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα στα κιτρινισμένα Βαγγέλια. Μολαταύτα δε θέλουν να ‘ναι μήτε Μπουλγκάρ μήτε Σρρπ (= Σέρβοι) μήτε Γκρρτς (= Έλληνες). Μονάχα Μακεντών ορτοντόξ”.

Κλείνω αυτό το σημείωμα εδώ. Λίγα ακόμα καθαρά λόγια (αντιγράφω από το http://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2008/09/): «Η Μακεδονία είναι σήμερα όρος καθαρά γεωγραφικός και όχι εθνολογικός. Έθνος μακεδονικό ιδιαίτερο ούτε υπήρξε ποτέ, αφότου οι αρχαίοι Μακεδόνες, μαζί με τις άλλες ελληνικές φυλές, ενσωματώθηκαν μέσα στον μεγάλο Ελληνισμό των αλεξανδρινών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων, ούτε σήμερα είναι δυνατό να νοηθεί. Η θέληση της Ιστορίας ήταν να βρεθεί σήμερα το έδαφος της μεγάλης αρχαίας Μακεδονίας μοιρασμένο σε τρεις λαούς, τούς Έλληνες, Σλαβομακεδόνες και Βουλγάρους, και προσαρτημένο με σειρά διεθνών συνθηκών στα τρία αντίστοιχα βαλκανικά κράτη…».