Κώστας Παππής

12/23/2018

Σίγρι


Από τη Λέσβο τη θαλασσοφίλητη πάλι. 

Καινούργια στάση, τώρα στη δυτική ακτή του νησιού: Σίγρι! Για να σου φέρει το θέρος μέσα στο χειμώνα... 

Παίρνουμε την άσφαλτο από την Ερεσό. Παντού βράχια, παράξενοι πέτρινοι σχηματισμοί, θυμίζουν Κυκλάδες μα το τοπίο έχει τη δική του φυσιογνωμία. Σε μια παράκαμψη ο δρόμος ανεβαίνει στο βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Iωάννη του Θεολόγου. Έχει φρουριακή αρχιτεκτονική με πολεμίστρες και πυργοειδή κελιά. Στο δρόμο μας και η Άντισσα, μια από τις πέντε αρχαίες πόλεις της Λέσβου.




Συνεχίζουμε. Κάποια στιγμή, κατηφορίζουμε στο μικρό οικισμό με το λιμάνι σ’ ένα μεγάλο κόλπο κι ένα νησάκι να τον κλείνει. Σπίτια, λίγα ταβερνάκια, μια μεγάλη εκκλησία που χτίστηκε από Μουσουλμάνους για να γίνει Τζαμί, το απομεινάρι ενός χαμάμ, αρχαίες πέτρινες βρύσες, μεγάλη παραλία ρηχή.




Σίγρι. Γνωστό σε όλο τον κόσμο για το απολιθωμένο δάσος, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο, με άφθονα εκθέματα στο καλοφτιαγμένο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του οικισμού και απομεινάρια στο πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους. Η δημιουργία του συνδέεται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα στο χώρο του Βορείου Αιγαίου πριν από 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Η μεγάλη συχνότητα των απολιθωμένων κορμών που διατηρούνται όρθιοι, και με το ριζικό τους σύστημα σε πλήρη ανάπτυξη, αποδεικνύει ότι τα δέντρα απολιθώθηκαν στη φυσική τους θέση και δεν έχουν μεταφερθεί στη θέση που τα βρίσκουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για ένα αυτόχθονο απολιθωμένο δάσος.





Τα υπόλοιπα για την ιστορία αυτού του πανέμορφου χωριού εύκολα θα τα βρείτε κάνοντας μια περιήγηση στο διαδίκτυο. Όμως εγώ βιάζομαι να σας πάω στο σπουδαίο Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο Albert Camus, νομπελίστα, και θα καταλάβετε αμέσως γιατί.





Τον Καμύ τον είχαν συνεπάρει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά τόσο που να δηλώσει στη Λέσβο στο φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό: «Άγγελε, είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου, ποιος ξέρει, ίσως και για πάντα».



Τις λεπτομέρειες για την εικόνα και τα αισθήματα που είχε ο Καμύ για το Σίγρι τις έχει περιγράψει στο βιβλίο της η Λητώ Κατακουζηνού (αντιγράφουμε από το http://www.lesvosnews.net):

Στο Σίγρι , το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τελείωνε ένα έργο του για το θέατρο…




«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ‘ρθω να ζήσω και να εργαστώ» είπα σε κάποια στιγμή. «Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι». «Τι λέει ο ξένος» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε: «Πάρτο στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του.  «Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Camus  «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουνε».

Κι όλα τούτα την ώρα που σπούσανε τα τηλέφωνα στο σπίτι μας με τους δημοσιογράφους απ’ όλες τις εφημερίδες να μας ρωτάνε συνέχεια να πούμε εμείς πού βρισκόταν ο Camus. «Κάτι ακούστηκε, από κάπου πέρασε, κάποιος τον είδε ν’ αρμένιζε στο Αιγαίο ή να βρίσκεται στην Αθήνα; Εσείς είσαστε φίλοι του, δε γίνεται, κάτι θα ξέρετε». Εμείς βέβαια πολύ θα θέλαμε να ευχαριστήσομε τους δημοσιογράφους, αλλά έπρεπε να σεβαστούμε την επιθυμία του φίλου μας. Γι’ αυτό και τους είπαμε: «Δεν έχουμε ιδέα. Μόλις γυρίσαμε απ’ την Αμερική». 





Κι ήταν αλήθεια, μόνο που σα φτάσαμε στο σπίτι μας, λίγες ώρες πρωτύτερα, βρήκαμε το μήνυμα του Camus. Έτσι, κατεβάσαμε τ’ ακουστικά και συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα το ποτό μας. Με ύφος συνωμοτικό, γιατί έπρεπε να κρατηθεί μυστικό, κάναμε σχέδια για την άνοιξη. Ίσως πηγαίναμε κι εμείς για λίγο στη Λέσβο να τον ανταμώσουμε. «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Άγγελε, ωραίο και αρρενωπό», συνέχισε ο Camus. «Ωστόσο οι ελαιώνες, καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον Αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια του. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας… 






Κι όμως, φίλοι μου, η μεγάλη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον Dostoievski κι ύστερα αγνοεί το τοπίο, γυρίζει την πλάτη στην αθάνατη ομορφιά της φύσης και περιορίζεται στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας. Αλλά πέρα από τη μεγάλη ιστορία φύση του νησιού, μ’ εντυπωσιάζουν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ’ ασήμια απ’ τις ελιές τους. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα…».





Ο Camus, συνεπαρμένος από την ιδέα, έλεγε, έλεγε όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δαχτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Camus με την τωρινή μας Ελλάδα. Κι εμείς, χωμένοι στις πολυθρόνες μας, η ψυχή μας να ευφραίνεται, ακούγαμε το παραμιλητό του φίλου μας, το πρόσωπό του να ξεχωρίζει στο σούρουπο, χλωμό κι απόκοσμο. «Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα… τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Tipassa, αρώματα της πατρίδας μου… Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη… Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό… το θάνατο… Να συλλογιέμαι… Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός… Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ’ αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα…». 





Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Camus χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σίγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. «Καρδιά μου, ποτέ πιστή…».

«Ήταν η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα», συνεχίζει κατόπιν την αφήγησή της η Λητώ Κατακουζηνού. "Δεν γύρισε ποτέ στην Ελλάδα, δεν ξανάρθε στο Σίγρι… Πριν έρθει η άνοιξη που τόσο περίμενε, τον Ιανουάριο του 1960, ο Αλμπέρ Καμί πεθαίνει ακαριαία σε αυτοκινητικό δυστύχημα…".

(πηγή:http://www.lesvosnews.net/articles/news-categories/afieromata-lesvos/otan-o-albert-camus-akoympise-tin-kardia-toy-sto)


Πριν κλείσω, να παραθέσω μια προσωπική μου εμπειρία από την πρώτη μου επίσκεψη στη Λέσβο (στην Ερεσό), πάνε τώρα 36 ολόκληρα χρόνια. Είναι βράδυ και βρίσκομαι στη μικρή πλατεία της Σκάλας Ερεσού. Υπήρχε εκεί ένα περίπτερο και πήγα ν΄αγοράσω τσιγάρα - κάπνιζα ακόμα τότε.      Ο άνθρωπος που το έχει παίζει με ένα κομπολόϊ από ελεφαντόδοτο. Το κοιτάζω με θαυμασμό. "Σου αρέσει;" με ρωτάει. "Υπέροχο" του λέω. "Πάρτο" μου λέει και μου το δίνει! 

Θυμήθηκα το περιστατικό διαβάζοντας το αντίστοιχο επεισόδιο που διηγείται ο Καμύ...

12/19/2018

Η βόμβα στο ΣΚΑΪ και η ζάχαρη του Παπαδόπουλου


Τα ξημερώματα της Δευτέρας, 17 Δεκεμβρίου, συνέβη ένα γεγονός που συντάραξε την Ελληνική κοινωνία. Τρομοκρατική επίθεση σημειώνεται στον ΣΚΑΪ. Ούτε ένα, ούτε δυο, αλλά συνολικά επτά ήταν τα άτομα που έλαβαν μέρος στην επίθεση. Οι άνδρες της αντιτρομοκρατικής έκαναν λόγο για «τέλεια έκρηξη» καθώς τα υλικά έχουν εξαϋλωθεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό υποδηλώνει έμπειρους τρομοκράτες.

Ποιοι ήσαν οι δράστες; Γιατί το έκαναν; Ποιοι ήσαν οι στόχοι; Ποιος επιχειρεί να ωφεληθεί από τη συγκεκριμένη επίθεση και ποιον προσπαθεί να βλάψει; 

Μεγάλα ερωτήματα, κρίσιμα, αφού από την απάντηση θα κριθούν πολλά. Θα επιχειρήσω να δώσω τη δική μου απάντηση, βασισμένος κυρίως σε γνωστά πράγματα από το παρελθόν.

Προηγουμένως ένας χρήσιμος ορισμός.

Προβοκάτσια: Γενικά προβοκάτσια χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε προκλητική δόλια ενέργεια που διεγείρει ή αποσκοπεί είτε σε πράξεις βίας και εκδίκησης, είτε σε δημιουργία γενικότερης σύγχυσης σε πρόσωπα, ή ομάδες ατόμων, ή και σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο.

Στις προβοκάτσιες, ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως δεν είναι υποχρεωτικά η αλήθεια. Όμως ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως μπορεί να δείξει προς πού πρέπει να αναζητηθεί η αλήθεια! Που μπορεί να είναι τελείως αντίθετη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως!

Η βομβιστική ενέργεια στο ΣΚΑΪ, με βάση τον παραπάνω ορισμό, ήταν καθαρή προβοκάτσια. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά της: ήταν προκλητική δόλια ενέργεια που διεγείρει ή αποσκοπεί σε πράξεις βίας και εκδίκησης εναντίον των θεωρούμενων ως αυτουργών της ενέργειας. Οπωσδήποτε αποσκοπεί σε δημιουργία γενικότερης σύγχυσης σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο: την Ελληνική κοινωνία.

Ας δούμε τι λένε για το γεγονός διάφορες πλευρές που προέβησαν σε σχετικές δηλώσεις:

Ηθικός αυτουργός η κυβέρνηση, λέει ο ιδιοκτήτης του Σκάϊ Αλαφούζος. Δημοσιογράφοι του συγκροτήματος κι άλλοι γνωστοί πολέμιοι της κυβέρνησης  από το χώρο της πολιτικής εκδηλώνονται στην ίδια γραμμή με τον ιδιοκτήτη. Απαντώντας ο ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωσή του αναφέρει: «Η βομβιστική επίθεση στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ είναι μια εγκληματική ενέργεια, που καταδικάστηκε απερίφραστα από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους τόνους. Φαίνεται, όμως, ότι ο κ. Αλαφούζος άδραξε την ευκαιρία της επίθεσης για να εντείνει αυτό που κάνει τρία χρόνια τώρα από τα μέσα ενημέρωσης των οποίων είναι ιδιοκτήτης. Τη συκοφαντία, που ξεπερνά τα όρια της αθλιότητας».


                                                         
Σε αυτό το σημείο σας καλώ να πάμε 53 χρόνια πίσω, στον Ιούνιο του 1965. Τότε που, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία Λαμπράκη και δυο πριν από το πραξικόπημα της χούντας, οργανώθηκε και εκτελέστηκε από το μετέπειτα δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο μια απίστευτη σκευωρία. Μια προβοκάτσια, προπαρασκευαστική ενέργεια της δικτατορίας.

Η προβοκάτσια εκδηλώθηκε στον Έβρο. Τι συνέβη ακριβώς; Ο αντισυνταγματάρχης Παπαδόπουλος, διοικητής τότε της 117 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού στην Ορεστιάδα με αναφορά του στις 8 Ιουνίου 1965 προς το 2ο Επιτελικό Γραφείο του Σώματος Στρατού και προς το 2ο ΕΓ του ΓΕΣ, καταγγέλλει … «κομμουνιστική δολιοφθορά και διείσδυση εις ενόπλους δυνάμεις». Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι είχε εντοπίσει δολιοφθορά σε οχήματα της μονάδας του, ότι οι δράστες απέβλεπαν ακόμα και στη δολοφονία του και ότι εξάρθρωσε ομάδα αριστερών στρατιωτών, που προκαλούσαν δολιοφθορές ρίχνοντας … ζάχαρη στα ρεζερβουάρ των στρατιωτικών φορτηγών της μονάδας του.

Αφορμή για να στηθεί η προβοκάτσια ήταν ένα πραγματικό γεγονός. Σε μια μετακίνηση φάλαγγας στρατιωτικών οχημάτων από τη μονάδα του προς το Κιλκίς,  19 οχήματα ακινητοποιήθηκαν καθ’ οδόν από βλάβες που οφείλονταν κυρίως σε κακή συντήρηση. Όπως ήταν φυσικό, διατάχθηκε έρευνα απ’ όλα τα προϊστάμενα κλιμάκια.

Η υπόθεση, πάντως, δεν άργησε να πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι δεξιές εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για «κομμουνιστική συνωμοσία» αναπαράγοντας τα σενάρια του Παπαδόπουλου για ρίψη ζάχαρης στα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων. Παρόλο που οι αξιωματικοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης, που διενέργησαν τη διοικητική εξέταση, τόνισαν στα πορίσματά τους ότι το σαμποτάζ ήταν ανύπαρκτο και ότι επρόκειτο για σκηνοθεσία με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων, η δεξιά προπαγάνδα δεν έδωσε σημασία σε τέτοιες «λεπτομέρειες». Για την ιστορία, ο Παπαδόπουλος, ενώ αποκαλύφθηκε ότι ήταν δικής του έμπνευσης η προβοκάτσια, αντί να πάει στρατοδικείο, τιμωρήθηκε μόνο με 15 μέρες φυλακή....» *.

                                                                             
Η παραπάνω ιστορία, που δείχνει ένα από τα πολλά πρόσωπα που μπορεί να πάρει   και υπενθυμίζει ως πού μπορεί να φτάσει μια προβοκάτσια. Στην περίπτωση της … ζάχαρης του Παπαδόπουλου έφτασε μέχρι το αιματοβαμμένο πραξικόπημα της χούντας, την επτάχρονη δικτατορία και την ανείπωτη εθνική τραγωδία της Κύπρου. Αλλά υπάρχουν και πιο λάϊτ εκδοχές στόχων: παράδειγμα, να πέσει μια κυβέρνηση για να τη διαδεχθεί μια κυβέρνηση πιο αρεστή και συμφέρουσα...

Ας επανέλθουμε στην τρομοκρατική επίθεση στον ΣΚΑΪ και στα ερωτήματα που θέτει. Και πρώτα-πρώτα, ποιοι ήσαν οι δράστες; Απάντηση: κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μόνο υποθέσεις, λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε.

Στα υπόλοιπα ερωτήματα (γιατί το έκαναν, ποιοι ήσαν οι στόχοι, ποιος επιχειρεί να ωφεληθεί από τη συγκεκριμένη επίθεση και ποιον προσπαθεί να βλάψει), η απάντηση που μπορεί να πιθανολογηθεί δεν μπορεί παρά να είναι κυρίως πολιτική ή να εκμαιευθεί με τη μέθοδο μιας στοιχειώδους λογικής ανάλυσης. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι στόχος ΔΕΝ ήσαν οι εργαζόμενοι του συγκροτήματος. Θα ήταν αστείο να ισχυριστεί κανείς ότι η έκρηξη της βόμβας θα είχε ως αποτέλεσμα να τρομοκρατηθούν και να αλλάξουν πλεύση οι συντάκτες και οι άλλοι εργαζόμενοι, ούτε, βέβαια, συνολικά το συγκρότημα του ΣΚΑΪ και ο ιδιοκτήτης του. Άλλωστε η δημοσιότητα, που δόθηκε στο γεγονός, μόνο την προβολή του συγκροτήματος προάγει. 

Πολύ πιο εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι στόχος ήταν να τρωθεί η πολιτική σταθερότητα και η κυβέρνηση, που μετά την τρομοκρατική επίθεση θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι είναι ανίκανη για να εγγυηθεί την ασφάλεια και την ομαλότητα της χώρας. Βέβαια, η απάντηση εδώ θα ήταν «ποια δημοκρατική κυβέρνηση μπορεί να αποτρέψει μια τρομοκρατική ενέργεια από μιαν αδίστακτη σκοτεινή δύναμη που θα επένδυε σε αυτήν;». 

Ποιος θα ωφελούνταν από την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου (πολιτική αποσταθεροποίηση και πτώση της κυβέρνησης); Αντικειμενικά, οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. Είναι, λοιπόν, αυτές οι δυνάμεις οι δράστες του εγκλήματος; Αλλά το φάσμα των δυνάμεων αυτών είναι τόσο ευρύ που μια καταφατική απάντηση στερείται νοήματος. Δεν είναι δυνατόν να έχουν συνωμοτήσει όλες αυτές οι δυνάμεις να διαπράξουν από κοινού ένα τέτοιο, άριστα οργανωμένο, έγκλημα. Εκτός από ύβρη, τουλάχιστον για δυνάμεις που ομνύουν στη δημοκρατία και τάσσονται στο πλευρό της, αυτό συνιστά ισχυρισμό παράλογο, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το φάσμα αυτών των δυνάμεων είναι κατακερματισμένο. 

Θα μπορούσε δράστης να είναι μια από τις άλλες, μη δημοκρατικές, δυνάμεις, οικονομικές και πολιτικές; Η απάντηση είναι ότι ναι, θα μπορούσε. Στην Ευρώπη ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί βάλλονται ευθέως και οι δυνάμεις της αντίδρασης ογκώνονται και βυσσοδομούν κατά των λαών και της ειρήνης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. 

Είπαμε: η όποια απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι μόνο ζήτημα λογικής ανάλυσης, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ρίσκο. Είναι, κυρίως, πολιτική.
_________________________
* Τα σχετικά με τη σκευωρία του Παπαδόπουλου έχουν βασιστεί στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «ΜΕΛΑΝΕΣ ΚΗΛΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», Εκδόσεις: IANOS. Δείτε την ιστοσελίδα της γνωστής εκπομπής «Η Μηχανή του Χρόνου»:
https://www.mixanitouxronou.gr/pos-o-papadopoulos-estise-to-sabotaz-ton-evro-kai-katigorise-stratiotes-oti-eriksan-zaxari-sti-venzini-kai-katestrepsan-19-stratiotika-oximata-ti-apeginan-oi-anakrites-pou-apedeiksan-oti-itan-ske/

12/10/2018

Με αφορμή ένα σχόλιο για το «φονικό της Ελένης»

Ο τίτλος της προηγούμενης ανάρτησής μου ήταν «Το φονικό της Ελένης». Θα μπορούσε να είναι «Ο Ιερέας και το τσεκούρι». Ή, ακόμα πιο σωστά, «Ο Ιερέας, το τσεκούρι κι εμείς». Εναλλακτικά, «Η Ουρά και το Κεφάλι». Γιατί στόχος μου ήταν να στρέψω τον προβολέα από το «τσεκούρι», δηλαδή από εκεί που είναι σταθερά στραμμένος όλες αυτές τις μέρες, στον «Ιερέα» και πιο πέρα, στην κοινότητα. Να φωτιστεί όλο το σκηνικό της «θυσίας».

Τελικά πόσοι ήσαν οι δολοφόνοι της Ελένης; Ποιος εκτέλεσε τη σφαγή;

Το τσεκούρι, λέμε όλοι. Κοιτάμε με αποτροπιασμό και καταδικάζουμε τους δυο δολοφόνους. Και πολλοί στεκόμαστε εκεί. Ξεχνώντας ότι οι  δυο άμεσοι θύτες, ηλικίας 19 και 21 χρονών, είναι με τη σειρά τους θύματα του «Ιερέα», και τελικά της κοινότητας.

Ξεχνώντας επίσης πως η Ελένη δεν δολοφονήθηκε μόνο μια φορά, αλλά πολλές, μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης («τα ήθελε…», «τι γύρευε με τον αλβανό και με το δικό μας κάθαρμα;»…), μέσα στις καθημερινές μας συζητήσεις, μέσα στην υπεροψία του βλέμματός μας («αυτά τα μιάσματα έπραξαν το φονικό, όχι εμείς, ευτυχώς!».

Αλλά πριν από την Ελένη είχαν ήδη δολοφονηθεί οι δυο νεαροί, για την ακρίβεια η ηθική τους προσωπικότητα, το αξιακό τους σύστημα, η σχέση τους με την ανθρωπιά, το έλεος, το σεβασμό του άλλου, την αξιοπρέπεια. Φρόντισαν γι αυτό οι κυρίαρχες απόψεις της κοινότητας: σεξισμός, ρατσισμός, μαγκιά, φαλλοκρατία, μισογυνισμός.

«Φταίει το τσεκούρι, εγώ ήμουν αλλού» λέει ο Ιερέας. Δηλαδή όλοι εκείνοι που προβάλλουν, διαπαιδαγωγούν, επιβάλλουν τις κυρίαρχες απόψεις: τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης, τα μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης, οι ιστότοποι με το άκρως βίαιο και αισχρό περιεχόμενο, διαθέσιμο στους πάντες, ακόμα και στα μικρά παιδιά.

«Φταίει το τσεκούρι, εγώ ήμουν αλλού» λέει η κοινότητα. Δηλαδή όλοι εμείς που έχουμε αναγάγει τα παραπάνω άκριτα σε υπέρτατο κριτή, σε θεσμούς που μας δίνουν την πληροφορία, διαμορφώνουν τα κριτήριά μας,  επιβάλλουν το ρυθμό του βηματισμού μας.

Την επόμενη φορά ίσως να μη την λένε «Ελένη». Όμως θα είναι ίδιο το τυπικό της «θυσίας». Με το τσεκούρι, τον Ιερέα και την κοινότητα, καθέναν στο ρόλο του.

Εκτός αν τ’ αλλάξουμε όλα: τυπικό, θυσίες, ιερείς, και κυρίως εμάς, την κοινότητα.

12/09/2018

Για το φονικό της Ελένης


«… Και αγάλματα του Δία υπάρχουν, ένα του Λεωχάρη και ένα του λεγόμενου Δία Πολιέα. Μπροστά του τελούνται θυσίες κατά το τυπικό που θα περιγράψω… Τοποθετούν πάνω στο βωμό του Δία Πολιέα σπόρους ανάμεικτους από κριθάρι και σιτάρι και τα αφήνουν εκεί, χωρίς φύλακα. Το βόδι που πρόκειται να θυσιαστεί πλησιάζει τότε στο βωμό και τρώει τα δημητριακά. Ένας από τους ιερείς, που θα τελέσει τη θυσία και σωστά ονομάζεται βουφόνος, σφάζει το βόδι με τσεκούρι, το οποίο πετάει καταγής και φεύγει βιαστικά. Οι Αθηναίοι, μη γνωρίζοντας [δήθεν…] ποιος σκότωσε το θύμα, δικάζουν το τσεκούρι. Η τελετή αυτή γίνεται ακριβώς όπως την περιέγραψα...».

Το απόσπασμα αναφέρεται σε ιερές τελετές στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Ο Ζακ Λακαριέρ το αντέγραψε από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία (Αττικά 24.1,3-5,7). Μας πληροφορεί, ανάμεσα στ’ άλλα, πως το φόνο του βοδιού τον θεωρούσαν αναγκαίο για να εξασφαλιστούν η πλούσια συγκομιδή και οι ευεργετικές βροχές που θα φέρει ο θεός. 

Όσο για τη δίκη του φονικού τσεκουριού, ο Λακαριέρ γράφει ότι το θεωρούσαν μιαρό, γιατί έχυσε το αίμα, και σημαδεμένο με στίγμα επικίνδυνο για την κοινότητα. Δικαζόταν, λοιπόν, σαν ζωντανό ον, καταδικαζόταν, και στη συνέχεια το πέταγαν στη θάλασσα…
 ***
Χιλιάδες χρόνια μετά θα δικάσουν τους φονιάδες της Ελένης, θα τους καταδικάσουν, και θα τους ρίξουν, όχι στη θάλασσα, αλλά στην ειρκτή, τους άθλιους. Να σαπίζουν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, οι μιαροί, που έχυσαν αίμα. Οι σημαδεμένοι με στίγμα επικίνδυνο για την κοινωνία…

Όμως ο «ιερέας» που κατακρεούργησε το σφάγιο το έβαλε στα πόδια, την κοπάνισε, κρύφτηκε, έγινε άφαντος, τίποτα δεν είδε, τίποτα  δεν ξέρει. Δείχνει τους μιαρούς. «Φταίει το τσεκούρι», λέει. «Εγώ ήμουν αλλού».

Στο φευγιό του απάνω τού έπεσε η ταυτότητα. Ο καθένας που θέλει να δει βλέπει. Και διαβάζει το όνομα του κατόχου: «σεξισμός», «ρατσισμός», «μαγκιά», «φαλλοκρατία», «μισογυνισμός».

Κάποιοι πιο πονηρεμένοι διαβάζουν «μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης».

Κάποιοι άλλοι «μέσα μαζικής αποβλάκωσης».

Και κάποιοι άλλοι «ιστότοποι με άκρως βίαιο και αισχρό περιεχόμενο, διαθέσιμο στους πάντες, ακόμα και σε παιδιά».

12/01/2018

Εφταλού



Λίγα λεπτά δρόμος, τρία μόλις χιλιόμετρα από το Μόλυβο, την αρχαία Μήθυμνα, και νάμαστε στην αγκαλιά μιας γλυκιάς παραλίας, αντίκρυ στην κοντινή Τουρκία: της παραλίας της Εφταλούς, στη βόρια ακτή της Λέσβου. 





Δεν είναι τυχαίο που οι New York Times, εξερευνώντας τα ποτάμια, τις λίμνες και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Ευρώπης για να καταλήξουν στα κορυφαία μέρη της ηπείρου, που έχουν κάποια σύνδεση με το νερό, έφτασαν να κατατάξουν ανάμεσα στα πέντε πρώτα τη Λέσβο, με «προίκα» την όμορφη ακτογραμμή της και τις ιαματικές της πηγές. Κι από τη Λέσβο στάθηκαν στην Εφταλού (ή «Ευθαλού» = ευ + θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»).




Η εφημερίδα λέει συγκεκριμένα πως oι Έλληνες χρησιμοποιούν εδώ και αιώνες τις θεραπευτικές ιδιότητες των ιαματικών πηγών της Εφταλούς. Πλούσια σε ράδιο, χλώριο, νάτριο και άλλα μέταλλα, θεωρούνται ευεργετικά για όσους υποφέρουν από αρθρίτιδα και ρευματισμούς (αλλά και άλλες παθήσεις). Γράφει: αν και η Λέσβος, ως ηφαιστειογενές νησί, έχει μια σειρά από φυσικές ιαματικές πηγές, η Εφταλού κατέχει μια μοναδική θέση, δίπλα σε μια ήσυχη παραλία με βότσαλα που έχουν σμιλευτεί από αέρα και λάβα.



Στο βιβλίο «Τα λουτρά της Ελλάδας» (Κ.Ζαχαρόπουλος κ.ά., Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001) διαβάζουμε: «Στην Εφταλού είχαν τα εξοχικά τους οι Μηθυμνιάτες – τις κούλες τους, όπως τα ονόμαζαν. Κατέβαιναν εκεί από μονοπάτι και έλεγαν χαρακτηριστικά για όποιον γύριζε από την Εφταλού πως μύριζε ρίγανη και θυμάρι. Έρχονταν για τα μπάνια τους και από τα γύρω χωριά, από μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι μέσα Νοεμβρίου, κι έμεναν για καμιά δεκαπενταριά μέρες στα δωμάτια που σώζονται και σήμερα στον περίβολο του ναού των Αγίων Αναργύρων. Πριν από το 1922 έρχονταν και αρκετοί από τα μικρασιατικά παράλια, κυρίως για προβλήματα στειρότητας. Οι θεραπευτικές ιδιότητες της πηγής χρεώνονταν στους Αγίους Αναργύρους, που ήσαν γιατροί. Η εκκλησία και τα δωμάτια είναι ηλικίας πεντακοσίων ετών, όπως μαρτυρούν οι κάτοικοι της περιοχής. Στον περίβολο της εκκλησίας υπάρχει και «αγίασμα», δηλαδή ένας λάκκος με θαλασσινό νερό. Φτάνεις σ’ αυτό κατεβαίνοντας καμιά πενηνταριά σκαλοπάτια μέσα στη γη».



Πριν μπούμε στα λουτρά της Εφταλούς, τριγυρίσαμε στον τόπο, είδαμε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τα παλιά δωμάτια, το αγίασμα, και κολυμπήσαμε στα γαλάζια, πεντακάθαρα νερά, στην παραλία.







Στα λουτρά, στην κλειστή χαβούζα με τρούλο, χτισμένη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου τα ιαματικά νερά αναβλύζουν με θερμοκρασία 46 βαθμούς, μπήκαμε κι εμείς. Υπάρχουν και μπανιέρες αλλά εμείς προτιμήσαμε τη χαβούζα όπου επιτρέπονται κοινά μπάνια ανδρών-γυναικών. Τσουρουφλιστήκαμε στην αρχή αλλά συνηθίσαμε. Μένεις στη χαβούζα λίγα λεπτά, μετά βγαίνεις και βουτάς στη θάλασσα που είναι δίπλα στο χτίσμα με τη χαβούζα, μετά επιστρέφεις στη χαβούζα και ο κύκλος επαναλαμβάνεται.








Από τα γυμνασιακά μας χρόνια γνωρίζαμε την Εφταλού. Από αυτήν είχε εμπνευστεί το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο ο γνωστός λογοτέχνης Αργύρης Εφταλιώτης που είχε προσχωρήσει με ενθουσιασμό στο κίνημα του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη για να αποτελέσει μαζί του και με άλλους τη μαχητική ηγεσία του κινήματος. Η πίστη τού Εφταλιώτη στον δημοτικισμό ενέπνευσε όλα σχεδόν τα κείμενά του.

Τώρα ο συγγραφέας αναπαύεται μαζί με τη σύντροφο της ζωής του εκεί. Η ταφόπλακα γράφει:

ΕΔΩ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
ΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ
Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ
ΜΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ




Στην Εφταλού ο σπουδαίος λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης που εγκαταστάθηκε στο Μόλυβο διωγμένος από την πατρίδα του, το Αϊβαλί, με τη μικρασιατική καταστροφή, δημιούργησε αργότερα το εξοχικό του για να αγναντεύει τις απέναντι μικρασιατικές ακτές.






Αφήσαμε την Εφταλού με τη χαρά που τη γνωρίσαμε και με τη λύπη που φεύγαμε – ακόμα ένα αντίο σε αυτή την αλυσίδα των αποχωρισμών που λέγεται "ζωή" ...