Κώστας Παππής

7/14/2018

Το Κτίριο



Το ήξερα με το όνομα «το Κτίριο». Στις αρχές της δεκαετίας του 60 το είδαμε κατεβαίνοντας με τα πόδια στο Κιάτο από το χωριό της Βελίνας (απόσταση 23 χλμ). Ήταν τότε - θυμάμαι - ορατό από όλες τις πλευρές. Τώρα από τα δυτικά είναι άφαντο. Αιτία τα πουρνάρια που έχουν θρασέψει και το κάλυψαν.  

Όψη από ΝΔ


Ήμουνα με το Γιάννη, εγώ στο τέλος της εφηβείας, αυτός με το κυνηγετικό, 5-6 χρόνια μεγαλύτερος. Διανυκτερεύσαμε στη πατρικό του στη Βελίνα και την άλλη μέρα, ξεκινώντας με την αυγή, διασχίσαμε το Μουγκουστό, το πυκνό δάσος δυτικά από το Σούλι - αργότερα ένα μεγάλο μέρος του κάηκε - και πιάσαμε το δρόμο προς Μεγάλη Βάλτσα. Τώρα το δάσος έχει πια φουντώσει και είναι ωραία για περπάτημα.

Έμαθα πως το Κτίριο το λένε οι αρχαιολόγοι και «Ελληνικό». Ας το λένε. Το Κτίριο, λοιπόν, όπως το έμαθα από το Γιάννη, ήτανε – τι ήτανε; Μα τι άλλο; Φρυκτωρία! – και εδώ θα συμφωνήσω με τους αρχαιολόγους. Μια ακόμα φρυκτωρία, από τις καμπόσες που είχε η αρχαία Σικυώνα για λόγους αμυντικούς, σαν ραντάρ έγκαιρης ειδοποίησης. Που εξέπεμπε μηνύματα με τη χρήση φωτιάς ή καπνού μέχρι την πόλη της Σικυώνας, με την οποία είχε οπτική επαφή, για τα περαιτέρω και λοιπά που τα έχουμε εξηγήσει και να μην τα ξαναλέμε γιατί κουράζει.


Όψη από Α

Από το Κτίριο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 μέτρων, έχει κανείς πανοραμική θέα σε όλο τον Κορινθιακό και σε όλο τον κάμπο της Βόχας, και φαίνονται όλα τα βουνά που στεφανώνουν τον ορίζοντα, όπου έχω γνωστούς, δικούς μου ανθρώπους, από παλιά, στην Ακροκόρινθο (γεια σου Λαϊδα, ωραία και κοινωφελή, αν και παρεξηγημένη) και στα Γεράνια (γεια σου Μήδεια, που από κει, από το Ηραίο, αναλήφθηκες στον ουρανό με το άρμα του Παππού σου του Ήλιου, παίρνοντας άφεση από τους θεούς για τις φριχτές σου πράξεις επειδή κι εσύ είχες φριχτά υποφέρει), στον Κιθαιρώνα (γεια σου Οιδίποδα και γεια σου Αντιγόνη, άμοιρη γενιά των Λαβδακιδών, που σας κατάτρεξε τόσο η μοίρα ώστε οι άνθρωποι να σας θυμούνται και να παρηγορούνται για τα δικά τους βάσανα) και στον Ελικώνα (γεια σου Ησίοδε και γεια σας Μούσες Ελικωνιάδες που τον εμπνεύσατε να γράψει την εκτυφλωτική Θεογονία του), στον Παρνασσό με τους Δελφούς, κέντρο του κόσμου και ομφαλός της Γης (γειά σου Απόλλωνα Μουσηγέτη και γεια σου Πυθία και δώστε μας κάνα ελπιδοφόρο χρησμό για την έρμη πατρίδα) και ακόμα πιο πέρα!

Το Κτίριο, εκτός από την πόλη της Αρχαίας Σικυώνας, στο Βασιλικό, είχε οπτική επαφή με την άλλη φρυκτωρία, προς τα νότια, στη θέση Τζαμί (Θέκριζα Κρυονερίου), κοντά στην αναθηματική στήλη για το Χάνι του Κουτρουμπή, στη Χούνη. Έχουμε μιλήσει γι αυτή. Και αυτή με τη σειρά της είχε οπτική επαφή με μιαν άλλη φρυκτωρία, ακόμα πιο νότια, νοτιοδυτικά για την ακρίβεια, κάτω από το Καίσαρι, στη θέση Τσακούθι. Έχουμε μιλήσει και γι αυτήν (θυμάστε; Ο λόφος με τα χρυσοκίτρινα κρινάκια; Και στην κορυφή; Φρυκτωρία!).

Αυτό που έχει απομείνει από το αρχικό οικοδόμημα στο Κτίριο είναι ένας ορθογώνιος πύργος, όπου σώζονται τμήματα από τους τρεις τοίχους του, χτισμένους με το ισοδομικό σύστημα. Κατά τους αρχαιολόγους, ο πύργος ήταν τμήμα ενός πολύ μεγαλύτερου κτιρίου, από το οποίο ελάχιστα ίχνη σώζονται. Άλλες πληροφορίες, κυρίως τεχνικές, και άλλες που αφορούν το έργο των αρχαιολόγων στη συγκεκριμένη θέση, περιέχονται στη μονογραφία  του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Γιάννη Λώλου με τίτλο "Land of Sikyon, Archaeology and History of a Greek City – State",  στην οποία έχω αναφερθεί και άλλες φορές. Ο Καθηγητής Γ.Λώλος σημειώνει ότι η στιβαρή και προσεκτική κατασκευή του πύργου, σε συνδυασμό με τη θέση του, παραπέμπει σε στρατιωτική λειτουργία. Ο πύργος επέβλεπε τους δρόμους προς τη Στύμφαλο (γεια σου Ηρακλή με τις όρνιθές σου) και τον ποταμό Σύθα, που χύνεται στην παραλία του Ξυλοκάστρου, όταν έχει νερό, εννοείται. Και επειδή η καλοδουλεμένη ισοδομική κατασκευή του είναι παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των τειχών της Σικυώνας, ο ίδιος κλίνει προς την υπόθεση ότι ο πύργος κατασκευάστηκε στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν δηλαδή, στα χρόνια του Δημητρίου του Πολιορκητή, η πόλη μεταφέρθηκε στη νέα της θέση, από τον κάμπο ένα επίπεδο πιο ψηλά, στη θέση του Βασιλικού.


Στο εσωτερικό του φρουρίου (φαίνεται η είσοδος)

Πώς πάμε στο Κτίριο; Παίρνουμε το δρόμο (άσφαλτος πάντα) που περνάει μέσα από το Πάσιο και πάει προς Μεγάλη Βάλτσα. Προχωράμε, προχωράμε, δεν κολώνουμε στις στροφές, και κάποια στιγμή να μια διχάλα: δεξιά κατηφορίζει προς Μεγάλη Βάλτσα, τη βλέπουμε, είναι μπροστά μας. Αριστερά πάει … αριστερά! Εκεί σταματάμε. Βλέπουμε τίποτα, κανα αρχαίο; Όχι. Τίγκα στο πουρνάρι η περιοχή στα αριστερά μας. Μόνο ένα προσκυνητάρι σε βάση από αρχαίο υλικό, στα δεξιά μας.



Το προσκυνητάρι

Ε, απέναντι ακριβώς είναι το Κτίριο, αλλά δεν φαίνεται τίποτα από το δρόμο! Θα βρείτε τρόπο να το προσεγγίσετε, αν περπατήσετε λίγο προς τα πίσω, φτάσετε στο πεύκο και ανηφορίσετε μέσα από το λιόφυτο. Το Κτίριο, ό,τι απόμεινε απ’ αυτό, θα φανερωθεί μπροστά σας, λιτό, επιβλητικό, με εντυπωσιακά μεγάλους δόμους.  
 
Απολαύστε τη θέα και τη σιωπή και … στο επανιδείν! Μας περιμένουν κι άλλες φρυκτωρίες, απομεινάρια από το αρχαίο μας παρελθόν. Θα τις ψάξουμε, υγεία να έχουμε.

7/07/2018

Τάκης Παππής



Αρχές Ιουλίου 2004 και είμαι στη Ρόδο σε κάποιο Συνέδριο. Το Συνέδριο τελειώνει και λέω να επωφεληθώ για μια επίσκεψη λίγων ημερών στη γειτονική Σύμη. Φτάνω νωρίς το απόγευμα κι αρχίζω τα συνήθη: πάω εδώ κι εκεί για να γνωρίσω τον τόπο. Βρίσκομαι πριν τη δύση στη Μονή του Αρχάγγελου Μιχαήλ, του Πανορμίτη. Από κει τηλεφωνώ σε κάποια σπίτια φίλων. Κανείς δεν απαντά. Τηλεφωνώ στο σπίτι των γονιών μου στο Κιάτο και απαντάει ο πατέρας μου. Σκέφτομαι χωρίς να λογαριάσω τον Αρχάγγελο, τον Ψυχοπομπό, πως πάντα θα υπάρχει το σπίτι σου το πατρικό να σου αποκρίνεται όταν καλείς.

Ο πατέρας μου σε μεγάλη χαρά, πανηγυρίζει για τις μεγάλες νίκες της Ελληνικής Ομάδας  στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Είχα χρόνια να τον ακούσω έτσι, μέσα στον ενθουσιασμό. «Έβγαλα τη σημαία στο μπαλκόνι!» μου λέει.

Την άλλη μέρα, πρωί, τηλεφώνημα από το ΙΚΑ Κιάτου. Ο πατέρας μου είχε μόλις αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή. Έτσι είχε αποφασίσει ο Ψυχοπομπός. Ήταν 82 ετών. Από τότε, όταν συναντιέμαι με τον Αρχάγγελο, ζωγραφισμένο σε  τέμπλο ή σε εικόνα, σε εκκλησία ή σε μοναστήρι, η καρδιά μου σφίγγεται, κι είμαι σαν να με ζώνουν φίδια.

*****

Ο Τάκης Παππής γεννήθηκε το 1922 στο Κιάτο. Παιδί πάμπτωχης οικογένειας, είδε το φως σε μια παράγκα δίπλα στη θάλασσα, πάνω στο κύμα, κάτω από τον παλιό ΑΣΟ, το σημερινό πάρκινγκ του Δήμου. Από νωρίς στη βιοπάλη. Έβγαλε το Δημοτικό και μετά (μάλλον και πριν το βγάλει) δουλειά. Στα χαρτιά του βρίσκω την  «Κατάστασιν Προσωπικού ωρών εργασίας και ημερών αναπαύσεως του Κουρείου του κ. Αλεξ. Αντωνίου, κατοίκου Κιάτου». Υπογραμμένη στις 13 Ιουλίου 1937 από τον «Διευθυντή του Καταστήματος», τον κουρέα δηλαδή, θεωρημένη την επομένη από τον Αστυνόμο του Κιάτου (υπογραφή δυσανάγνωστη) και δεόντως χαρτοσημασμένη, περιλαμβάνει μόνο ένα πρόσωπο:


Ονοματεπώνυμον Εργάτου: Παναγ. Κ. Παπής (με ένα π)
Ηλικία: 17
Ειδικότης: Κουρεύς
Τόπος γεννήσεως: Χωρίον Κιάτον, Επαρχία Κορινθίας, Νομός Αργολίς
Ώραι εργασίας: π.μ. 7-1, μ.μ. 4-9
Ημέραι Αναπαύσεως: Κυριακή
Σε μια άκρη να και η φωτογραφία του 17χρονου Τάκη.

Αν κάνετε προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς βγάζετε σύνολο 66 ώρες εργασίας τη βδομάδα. 66 ώρες, δεν είναι και λίγες! Τις Κυριακές της Αναπαύσεως, δεν αποκλείεται να έκανε και τίποτα δουλειές του ποδαριού.

 *****

Ο πατέρας μου παντρεύτηκε από έρωτα τη μάνα μου, εργάτρια στα σταφιδεργοστάσια, κι έφτιαξαν μια παράγκα στην ανατολική όχθη του Ελισώνα, σε καταπατημένο οικόπεδο: τσίγκος για στέγη με κοτρώνες από πάνω για να μη τη σηκώνει ο αέρας, τοίχοι από πήχες και καλάμια. Το νερό της βροχής που έσταζε από τη στέγη το μαζεύαμε με τενεκεδάκια. Όταν κατέβαζε νερό ο Ελισώνας η γη έτρεμε σαν να γινόταν σεισμός. Μια παράγκα με όλα τα κονφόρ όμως: λάμπα πετρελαίου για φωτισμό, μαγκάλι για τη θέρμανση όπου καίγαμε κωκ, για ψυγείο το πηγάδι πίσω από την παράγκα, για να τρώμε δροσερό καρπούζι, μια γκαζιέρα για μαγείρεμα. Για λουτροκαμπινέ θα μιλήσω άλλη φορά, σεβόμενος για την ώρα τις ευαισθησίες των αναγνωστριών. Είχαμε και μουσική: όση έφερνε το αεράκι από μια ταβέρνα πιο κάτω. Όσο για τηλέφωνο, το παίζαμε με την αδερφή μου με σπιρτόκουτα. Ο πατέρας μου είχε και ποδήλατο, απαραίτητο για την επιχείρησή του, αιτία για να εισπράττω καμιά έξτρα σφαλιάρα όταν το έπαιρνα χωρίς την άδειά του. 

Το ζευγάρι έκανε δυο παιδιά, ένα αγόρι (εμένα) κι ένα κορίτσι που πήγαν σχολείο όταν ήρθε η ώρα και συνήθως τσακωνόντουσαν κι έπεφτε ξύλο από εμένα στην αδερφή μου και από τον πατέρα μου, ενίοτε κι από τη μάνα μου, σε μένα. Το ξύλο της αρκούδας έχω φάει από τον πατέρα μου, αλλά αυτό επέβαλλε η παιδαγωγική κουλτούρα εκείνων των χρόνων και η οργή του πατέρα μου που δεν τον αφήναμε με τις φωνές μας να ξαποστάσει μια στάλα.

Τον θυμάμαι να κάνει μεροκάματα όπου έβρισκε και κυρίως να δέρνεται στη θάλασσα με τη βάρκα του και με μόνη βοήθεια δυο κουπιά κι ένα πανί, κατά καιρούς και με συνεταίρο. Φως δεν φαινόταν από πουθενά, με όλη τη σκληρή δουλειά του ίδιου και της μητέρας μου, που εκτός από το εργοστάσιο, είχε αναλάβει να πλένει στη σκάφη τις φανέλες και τα σωβρακάκια των παικτών του Πέλοπα, της ποδοσφαιρικής ομάδας του Κιάτου - χώρια το σπίτι, χώρια να βάζει σε λογαριασμό δυο παιδιά τζαναμπέτικα. Με δυσκολία, λοιπόν, τα βγάζαμε πέρα. Μόνη λύση: Αυστραλία. Ο γιος, ήδη 15 ετών, πάει καλά στο σχολείο και θα μείνει στην Ελλάδα να συνεχίσει. Η υπόλοιπη οικογένεια επιβιβάζεται στο ΠΑΤΡΙΣ για τη Μελβούρνη (30 μέρες ταξίδι σε άγριες θάλασσες) σε δυο δόσεις: πρώτα ο πατέρας και τον επόμενο χρόνο η μάνα και η κόρη.


*****

Πριν φύγει όμως για την Αυστραλία, ο Τάκης Παππής πρόλαβε να γράψει ιστορία. Τη δική του ιστορία, που είναι και μέρος της ιστορίας του Κιάτου, που τη θυμούνται και τη διηγούνται ακόμα, αν δοθεί η ευκαιρία, όσοι ήσαν παιδιά, έφηβοι ή νέοι τη δεκαετία του 1940 και του 1950. Για την ιστορία αυτή, όσο εξελισσόταν, λατρεύτηκε από τους συμπολίτες του, ενώ τιμήθηκε πολλά χρόνια αργότερα – ίσως όχι τόσο όσο θα του άξιζε από την πόλη που δόξασε...



Ας δούμε τι γράφει ο Βασίλης Λίγκας στο εξαιρετικό βιβλίο του «Το Κιάτο στο διάβα του χρόνου», που εκδόθηκε το 2010:

«Το 1946 άρχισε για πρώτη φορά να οργανώνεται επίσημα πρωτάθλημα και οι ποδοσφαιριστές να αποκτούν δελτία. Ο Πέλοπας, την περίοδο 1946-1950, πρωταγωνίστησε στο πρωτάθλημα Αργολιδοκορινθίας και αναδείχτηκε πρωταθλητής το 1947, 1948 και 1949. Με την έναρξη του πρωταθλήματος το 1946, ο Πέλοπας αγωνίστηκε στο νέο γήπεδο που διαμορφώθηκε στην παραλία, δυτικά του Ελισώνα, σε γήπεδο που ήταν γνωστό ως «γήπεδο στου Πολυχρονίδη». 



 Και συνεχίζει ο Β.Λίγκας:

«Εδώ πρέπει να σταθούμε και να αναφερθούμε σε ένα σημαντικό ποδοσφαιριστή της περιόδου αυτής, τον τερματοφύλακα του Πέλοπα Τάκη Παππή, που για πολλούς θεωρείται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε το Κιάτο. Δυστυχώς για τον Τάκη Παππή, το μεγάλο του ταλέντο δεν μπόρεσε να αναδειχτεί, διότι αγωνίστηκε σε μια περίοδο δύσκολη, όπως ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Του ήταν αδύνατο να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο συστηματικά και έτσι δεν μπόρεσε να αγωνιστεί σε μια από τις μεγάλες ομάδες του κέντρου, που θα του έδιναν την ευκαιρία να αναδείξει το μεγάλο του ταλέντο».

Στο βιβλίο, στη σελίδα 282, μια φωτογραφία του Τάκη Παππή με στολή τερματοφύλακα. Κάτω από τη φωτογραφία η λεζάντα γράφει: «Τάκης Παππής: Για τους περισσότερους φιλάθλους υπήρξε η σημαντικότερη μορφή τερματοφύλακα που πέρασε από το Κιάτο». Δυο σελίδες πιο μπροστά υπάρχει μια άλλη φωτογραφία, από την πιο λαμπρή περίοδο του Πέλοπα, τα χρόνια 1947-1948-1949. Η φωτογραφία δείχνει την ομάδα στην πλήρη σύνθεσή της, με πρώτο από αριστερά τον Τάκη.

*****

Ο πατέρας μου συνέχισε να αγωνίζεται για λίγα χρόνια ακόμα με τη φανέλα του Πέλοπα. Ψηλός, με λεβέντικο παράστημα, γοητευτικός, με την ταχύτητα του αίλουρου και την αυτοθυσία του μαχητή, δεν δίσταζε να εμπλακεί σε επικίνδυνες φάσεις απέναντι σε σοβαρούς αντίπαλους, που του είχαν κοστίσει σοβαρούς τραυματισμούς. Ήταν το ίνδαλμα των ανδρών, το καμάρι του Κιάτου, που το είχε δοξάσει τότε μαζί με τους άλλους σπουδαίους παίχτες του Πέλοπα σε ολόκληρη την Αργολιδοκοριθία και έξω από αυτήν. Η μοίρα του θα ήταν άλλη, όπως γράφει ο Β.Λίγκας, αλλά οι καιροί ήσαν άλλοι, δύσκολοι...  





Ώσπου ήρθε η ώρα του ξενητεμού. Ξανά σκληρή δουλειά σαν εργάτης στα εργοστάσια και σαν λιμενεργάτης στο λιμάνι της Μελβούρνης, μόνο που τώρα ο μόχθος του, μαζί και της μάνας που δούλευε κι αυτή στα εργοστάσια, τους επέτρεπε να σπουδάζουν το γιο που είχε μπει στο Πολυτεχνείο και να μένει και κάτι για την άκρη.

Δεν έμειναν πολλά χρόνια στην Αυστραλία. Γύρισαν στην Ελλάδα, όπου συνέχισε, τι άλλο, τη σκληρή δουλειά, στο λιμάνι του Κιάτου και στη θάλασσα, στα δίχτυα και στ’ αγγίστρια. Δούλευε ατέλειωτες ώρες, έχτισε σπίτι, φρόντισε και για τα γεράματα. Κάποια περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό στο Σωματείο Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Κιάτου, όπου συμμετείχε στη διοίκησή του, ενώ το  εκπροσώπησε στο Εργατικό Κέντρο Κιάτου και στην Ομοσπονδία Φορτοεκφορτωτών Ελλάδας. Εργάστηκε μαχητικά για το Σωματείο του, όπως αυτός ήξερε. Αλλά δεν άργησαν οι απογοητεύσεις και αποτραβήχτηκε. Πέρασαν τα χρόνια, και ήρθε η ώρα, κουρασμένος από το μόχθο τόσων χρόνων, να δώσει στην απόσυρση τη βάρκα του. Άρχισαν να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον και οι φίλοι του. Αρρώστησε σοβαρά και η μάνα. Και πλησίαζε πια το πέρασμα στην άλλη όχθη... Έφυγε πριν 14 χρόνια, 8 Ιουλίου 2004.

*****

Αυτός ήταν ο Τάκης Παππής. Ένα φτωχόπαιδο που πάλαιψε με πείσμα σε όλη του τη ζωή. Ευλογήθηκε από ένα εξαιρετικό ταλέντο στον αθλητισμό, που τον υπηρέτησε όσο του επέτρεψαν οι περιστάσεις. Δόξασε τη γη που τον γέννησε και δοξάστηκε απ΄αυτήν.


Υ.Γ. Η φωτογραφία με την ομάδα του Πέλοπα τραβήχτηκε στο Άργος στις 7 Αυγούστου 1949. Μπροστά στον τερματοφύλακα Τάκη Παππή, το πιτσιρίκι ηλικίας 4 χρόνων, 4 μηνών και 7 ημερών, είναι ο γιός του, που και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, τον ονειρεύεται συχνά και τον θυμάται.