Κώστας Παππής

12/23/2023

Συναντώντας θεούς, ήρωες κι ανθρώπους στη Ζήρια και στ’ άλλα λημέρια των κοπαδιών



12/19/2023

Ποιμενική μυσταγωγία στο φως της πανσελήνου - φωτογραφίες από την εκδήλωση

 






Ποιμενική μυσταγωγία στο φως της πανσελήνου - αναγγελία της εκδήλωσης της 4-7-2023






Νύχτα της Πανσελήνου του Ιουλίου στην υπέροχη αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Σικυώνας. Μεταφερμένη εκεί από τις πλαγιές της Ζήριας μια αισθητική συνάντηση κάτω από τη σκιά ενός έλατου, των τεχνών του λόγου, του τραγουδιού και του χορού.

Στην παρέα τους σας προσκαλούν σε μια κατανυκτική μυσταγωγία τα μέλη του Ομίλου «Εύχαρις» που θα χορέψουν, ο Παναγιώτης Λάλεζας που θα τραγουδήσει, κι ο Κώστας Παππής, συγγραφέας του βιβλίου «Στρατολάτες» - ενός οδοιπορικού πάνω στα παλιά χνάρια των κοπαδιών της Ζήριας.
Αρχαιολογικό Μουσείο Σικυώνας, 3 Ιουλίου, ώρα 8.30 μμ., είσοδος ελεύθερη.
Η εκδήλωση οργανώνεται από τον Σύλλογο Σικυωνίων Πολιτών και τον Πολιτιστικό όμιλο λαογραφικής και καλλιτεχνικής ανάδειξης Σικυώνας «ΕΥΧΑΡΙΣ». υπό την αιγίδα του Ν.Π.Δ.Δ "Η ΜΗΚΩΝΗ "στα πλαίσια των ΣΙΚΥΩΝΙΩΝ '23.

Στρατολάτες: για την παρουσίαση του βιβλίου στη Λέσχη της Ένωσης Κορινθίων συγγραφέων (24-5-2023)

(Από ανάρτηση του Μπάμπη Ανδρικόπουλου στο Facebook στις 25 Μαΐου 2023)

Μια εξαιρετική παρουσίαση βιβλιου παρακολουθήσαμε απόψε στην Ένωση Κορινθίων συγγραφέων! Ο Κώστας Παππής και ο Γιάννης Μπάρτζης μας ταξίδεψαν, σε ορεινά μονοπάτια της παράδοσης και της δύσκολης ζωής των νομάδων κτηνοτρόφων της ορεινής Κορινθίας! Καλοτάξιδο το βιβλίο σας <ΣΤΡΑΤΟΛΑΤΕΣ> Costas Pappis !

Όλες οι αντιδράσεις:
Εσείς, Στεργιόπουλος Λεωνίδας, Γιάννης Μπάρτζης Δέσποινα Στίκα και 38 ακόμη

7/13/2023

Ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί

 Με την ευκαιρία της εκδήλωσης «Συναντώντας την Ελληνική μυθολογία και ιστορία στα μονοπάτια των κοπαδιών», Δημοτική Βιβλιοθήκη Κιάτου, 24 Ιουλίου 2023, 8.30 μμ.



Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»
(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

Ούτε εγώ, ούτε ο πατέρας, ούτε ο παππούς μου, κι απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά από παλιές διηγήσεις και τεφτέρια, ούτε κανείς άλλος προπάτορας πριν απ’ αυτούς δεν ακολούθησε το επάγγελμα του Πρώτου στη γραμμή: του Ερμή, ποιου άλλου; Ούτε ένα απ’ τα επαγγέλματά του, τέλος πάντων, γιατί είχε πολλά. Θέλω να πω, κανείς δεν έγινε έμπορος, ταχυδρόμος, πολυτεχνίτης, ούτε κι έβγαλε όνομα κλέφτη. Όλοι στο σόι μας, πάππου προς πάππου, τσοπάνηδες ήταν, ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί – για όποιον ξένο δεν ενδιέφερε η ποιμενική ζωή. Μια ευθεία γραμμή τσοπάνηδες. Μεγαλώνανε μυρίζοντας κάτουρο προβάτων και κοπριά, όταν δεν έσπαγε τη μυρουδιά το αεράκι που φυσούσε κι έφερνε μια ευωδία μέσα απ’ τα έλατα, τα πεύκα, τις οξιές, τις μπερκιές και τις φτέρες...

Και απορώ με όλους τους προηγούμενους στο σόι μας, που δεν σκέφτηκαν, με τέτοιον Πρώτο της γραμμής, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, να του μοιάσουν. Να αξιοποιήσουν τα χαρίσματα που είχαν πάρει, λόγω κληρονομικότητας, από Εκείνον, τον προ-προ-προ-πάππο μας και να διαπρέψουν. Μ’ αυτούς απορώ. Να του μοιάσουν όχι μόνο στο επάγγελμα, αλλά και στ’ άλλα, εννοείται: στην κλεψιά, στην κατεργαριά, στη σκηνοθεσία, στην απάτη. Αλλά και στ’ άλλα του τα χούγια. Στα ξεπαρθενέματα, για παράδειγμα. Σ’ αυτά κανένας δεν του έμοιασε, πλην του Δεύτερου στη γραμμή, του τραγοπόδαρου γιου του. Του Πανός. Οι επόμενοι, καμία σχέση. Είπαμε: ντόμπροι, τίμιοι και βαρετοί. 

6/24/2023

Ταξίδι στο άγνωστο με τρύπια βάρκα



 Όπως όλοι γνωρίζουμε (ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε) Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος μιας χώρας που πάνω του βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας της όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, καθώς και την οργάνωση και τους βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Μεταξύ άλλων προσδιορίζει επακριβώς τα όρια των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων ώστε να παρεμποδίζονται τυχόν αυθαιρεσίες σε βάρος των πολιτών. Με αυτή την έννοια, είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της. 

 Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, η θέσπιση του Συντάγματος απαιτεί ευρεία λαϊκή συναίνεση. Το ίδιο συμβαίνει και με την οποιαδήποτε αναθεώρησή του, η οποία δεν μπορεί να γίνεται αν δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να την υπαγορεύουν. Η “ευρεία λαϊκή συναίνεση” είναι κατά κανόνα καρπός σοβαρού διαλόγου και σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν το λαό. Μονοκομματική επιβολή Συντάγματος είναι αδιανόητη αφού ισοδυναμεί με την κυριαρχία αδιάλλακτων δυνάμεων πάνω στην κοινωνία και οδηγεί στην πολιτική ανωμαλία.

 

Όλα αυτά τα στοιχειώδη κι αυτονόητα τινάχτηκαν ξαφνικά στον αέρα πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα το βράδυ των εκλογών της 21 Μαΐου, όταν κάποιος, σαν να μέθυσε από την απρόσμενα μεγάλη εκλογική επιτυχία της παράταξής του, έβγαλε στην επιφάνεια το καλά μέχρι προχθές κρυμμένο μυστικό της:

 

«Στόχος είναι οι 180 βουλευτές για να αλλάξουμε το Σύνταγμα»!

Αυτή ήταν η δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη σε τηλεοπτικό σταθμό το βράδυ των εκλογών που έκανε πολλούς να κουνήσουν θλιβερά το κεφάλι τους κι ακόμα περισσότερους να ανατριχιάσουν. 

 

Συγκεκριμένα, μιλώντας στο ΣΚΑΙ, ο Α.Γ. δήλωσε: «Ασφαλώς στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται βλέπουμε όλοι μας τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ένας διακηρυγμένος στόχος της Νέας Δημοκρατίας είναι η αλλαγή του Συντάγματος. Να πούμε στον κόσμο ότι τώρα το στοίχημα στις δεύτερες εκλογές δεν είναι η Νέα Δημοκρατία να είναι κυβέρνηση αλλά να πάρουμε 180 έδρες μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα».

 

Είναι γνωστός, γνωστότατος ο ακραίος πολιτικός προσανατολισμός του Α.Γ. Δεν είναι μόνο οι κατά καιρούς δηλώσεις του. Όλος ο πολιτικός βίος και η πολιτεία του το μαρτυρούν. Είναι ο ένας από τη γνωστή ακραία δεξιά τριάδα των στελεχών του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης) που το εγκατέλειψαν για να φέρουν … άρωμα δημοκρατίας στη ΝΔ. Και μίλησε ξεκάθαρα. 


Υπάρχει, λοιπόν, κρυφή ατζέντα του κόμματος που πήρε μακράν την πρωτιά στις εκλογές της 21 Μαΐου. Μόνο που εμείς δεν την ξέρουμε. Τι θέλει να αλλάξει και πώς, τι θέλει να καταργήσει. Το κόμμα τα κρύβει αυτά επιμελώς. Το γεγονός ότι άλλοι στο κόμμα (Δένδιας), αλλά κι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έσπευσαν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, δεν ακυρώνει τις προθέσεις αυτού του κόμματος. Όπου περισσεύει ο κυνισμός και η υποκρισία (έχει περίσσευμα κι από τα δυο αλλά κι από αλαζονεία ο νικητής των εκλογών), εύκολα παραχώνεις την αλήθεια.

 

Παράδειγμα ο ίδιος ο Α.Γ. που έσπευσε να κάνει τον … ανήξερο μετά τις διαψεύσεις: «Μα και να είχαμε 180, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο, είναι απίθανο σενάριο, και να είχαμε 180, η συνταγματική αναθεώρηση θέλει και επόμενες εκλογές. Δεν σημαίνει ότι ψηφίζουμε 180 και αλλάζει το Σύνταγμα», λέει τώρα, ενώ είχε δηλώσει πως το στοίχημα είναι «να πάρουμε 180 μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα». Κι ακολούθησε το … πασπάλισμα με τη χρυσόσκονη της υποκρισίας και της απάτης: “η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης πρέπει να είναι συναινετική. Καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς ευρύτερες συναινέσεις”. Έτσι λέω τώρα. Συγκρίνετε το πριν με το μετά.

 

Δεν ξέρω πόσοι τους πιστεύουν πια. Μα το 41% του λαού που τους ψήφισε; θα μου πείτε. Τι να σας πω; Βοηθείστε κι εσείς να καταλάβω! 

Σοβαρά τώρα: 

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου καλούμαστε να ψηφίσουμε, με ψήφο που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όχι απλά μια κυβέρνηση που θα πάρει στα χέρια της τις τύχες αυτής της χώρας για μια 4ετία. Εμείς μπορεί αυτό να νομίζουμε, κι έτσι πρέπει να ψηφίσουμε, αλλά μπορεί στο κρεβάτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας ν’ ανακαλύψουμε μετά τις εκλογές πράγματα που θα μας ξαφνιάσουν πολύ δυσάρεστα.

Θυμηθείτε: το Σύνταγμα “είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία και τις όποιες ορέξεις της να καταστείλει τα δικαιώματά του και να τον υποτάξει στις διαθέσεις της”.

Μια κυβέρνηση κι ένας πρωθυπουργός που έχει ήδη δείξει τις προθέσεις και τα (ανύπαρκτα) όριά του, με όπλο την παντοδυναμία που θα του εξασφάλιζε ο μαγικός αριθμός 180 (βουλευτικές έδρες) θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Μέχρι και να ιδιωτικοποιήσει όχι απλά το νερό αλλά και τον ίδιο τον … αέρα που αναπνέουμε! Θα είχε “στο τσεπάκι του” την παρακολούθηση ολόκληρου, κι όχι μόνο του μισού, πολιτικού συστήματος αλλά και όλων των πολιτών, σαν μεγάλος αδελφός, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτό θα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν που ήδη το ξέρει και το έχει παίξει. Το ερώτημα για κάθε πολίτη είναι ως πού φαντάζεται ότι θα έφτανε.

Η βάρκα είναι ήδη τρύπια. Αντί να σαλπάρουμε μ’ αυτήν σ’ ένα ταξίδι στο πουθενά, ας τη μερεμετίσουμε, αν δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, πριν είναι πολύ αργά.

Βλάχος

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)




 Όταν περνούσαμε από κάποιο μεγάλο χωριό, ειδικά απ’ τη Νεμέα, ο πατέρας μου με άφηνε καμιά φορά να φυλάξω λίγο τα πρόβατα, γιατί ήθελε να πάει να ψωνίσει μερικά πράγματα στα μαγαζιά, από δω κι από κει. Καθώς βρισκόμουνα ασυνήθιστος μέσα σ’ ένα τόπο με πολλούς ανθρώπους, αισθανόμουνα πολύ άβολα, και ειδικά απ’ τα παιδιά της ηλικίας μου. Μερικά με κοιτάζανε περίεργα, απορημένα, σου λέει «κοίταξε, ένας της ηλικίας μου και φυλάει τα πρόβατα». Μερικά με κοιτάζανε με ειρωνεία, αφ’ υψηλού. Κι έγινε μια φορά κάτι που ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν το ξεχνάω. Τι σου είναι η παιδική ευαισθησία… Το επεισόδιο έγινε εδώ πιο πέρα, σε μια γειτονιά. Εμείς είχαμε σταλιασμένα τα πρόβατά μας σ’ ένα χωράφι άφραγο, κι εγώ τα φύλαγα, μόνος μου. Ο πατέρας μου, όπως σου είπα, είχε πάει να ψωνίσει. Η μάνα μου και τα κορίτσια κάπου θα ήταν κι αυτές. Ήταν λοιπόν μια παρέα από παιδιά στημένα εκεί και με χαζεύανε, εμένα και το κοπάδι. Ανάμεσά τους ήταν ένα παιδί στην ηλικία μου, στα δέκα-έντεκα. Εκείνος θυμάμαι είχε χτενισμένα τα μαλλιά χωρίστρα, εντελώς ίσια, στην τρίχα. Και κάθε τόσο μου φώναζε, τάχα για να μάθει: 

-         Ρε βλάχο, από πού είσαι, ρε;, και τ’ άλλα παιδιά γέλαγαν.

 Εγώ δεν του απάνταγα. Εμείς, τα παιδιά των τσοπάνηδων, το θεωρούσαμε προσβλητικό να μας φωνάζουνε «βλάχους». Το είχαμε για υποτιμητικό γιατί έτσι το λέγανε, υποτιμητικά. Ήταν το ίδιο σαν να μας λέγανε «γύφτους». Αυτός με τη χωρίστρα συνέχιζε. «Από πού είσαι, ρε βλάχο;». Εγώ συνέχιζα να κάνω πως δεν ακούω και δεν απάνταγα, αλλά μέσα μου έβραζα. Μου είχε αφήσει ο πατέρας μου τη γκλίτσα του. Με τα πολλά, «τι είπες;», γυρνάω και του λέω. Και τον πλησιάζω. «Από πού είσαι, ρε βλάχο; Πώς σε λένε;» μου λέει πάλι και γελάει ειρωνικά. Από κοντά γελάσανε και τ’ άλλα της παρέας του. «Θες να σου πω πώς με λένε;» του κάνω. Και του κοπανάω μια με την γκλίτσα. «Έτσι με λένε!». Αυτός άρχισε να σκούζει. Μας άκουσαν όλοι εκεί γύρω και κάποιοι πλησίασαν. «Τι συμβαίνει;» ρωτάγανε. «Να, αυτός ο βλάχος με χτύπησε», έσκουζε εκείνος. Κι όπως είχαν πλησιάσει, με πλησιάζει κι αυτός και μου ρίχνει με δύναμη μια σπρωξιά. Εγώ δεν το περίμενα κι έπεσα κάτω, ενώ εκείνος τόβαλε στα πόδια. Σηκώθηκα. Μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πήγα να τον κυνηγήσω αλλά είχε γίνει καπνός. Έγινα πυρ και μανία και τον έβρισα. Αυτός δεν άκουσε τι του είπα, το άκουσαν όμως οι άλλοι. Του είπα τη χειρότερη βρισιά που ήξερα, που τότε δεν ήξερα καν τι σήμαινε. Ήξερα μόνο πως μπορούσες και να σκοτώσεις αυτόν που θα σε έβριζε έτσι. Αλλά είχα αισθανθεί αδικία. Μεγάλη αδικία. Και προσβολή. Εγώ ήμουνα ένας ξένος, ένας στρατολάτης, άνθρωπο δεν πείραζα και πέρασα απ’ το χωριό του για λίγο, για να φύγω μετά. Αυτός τα είχε όλα, το χωριό του, το σπίτι του, τους φίλους του. Εγώ ήμουνα μόνος μου, κι είχα και να φυλάξω τα πρόβατά μας. Δεν τον προκάλεσα.

5/10/2023

Γκεμάλης




Απόσπασμα 4 από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

- Λοιπόν, σου είπα για τον σύντροφο του πατέρα μου, την γκλίτσα. Τέτοιος πιστός σύντροφός του ήταν και το τσοπανόσκυλό μας, που ήταν και του κοπαδιού σύντροφος. Ο σκύλος μας ήταν καλός φύλακας, έβαζε το κοπάδι σε τάξη, δεν άφηνε ζωντανά να ξεμακραίνουν, όποιο πήγαινε να ξεστρατίσει ή καθυστερούσε το έφερνε μαζί με τ’ άλλα. Γενικά ήταν σχεδόν ό,τι κι ο πατέρας μου για το κοπάδι. Όταν λέω ήταν καλός φύλακας, εννοώ σε όλα. Φύλαγε το κοπάδι από άγρια ζώα μέχρι ζωοκλέφτες. Αν και οι κίνδυνοι αυτοί είχαν σχεδόν εκλείψει εκείνη την εποχή, στην περιοχή μας τουλάχιστον. Από άγρια ζώα, υπήρχε μόνο το τσακάλι, που υπάρχει και τώρα.

Εκείνα τα χρόνια, ειδικά όταν κατεβήκαμε στην Πιάδα, είχαμε ένα σκύλο που ο πατέρας μου τον είχε βαφτίσει Γκεμάλη. Ήταν ο καλύτερος σκύλος που είχαμε, κι όταν για κάποιο λόγο μας ψόφησε, στην οικογένειά μας είχαμε μεγάλο πένθος. Δεν είναι εύκολο να βρεις τέτοιο καλό σκύλο. Ο πατέρας μου είχε πάντα ένα σκύλο από καλή ράτσα, τον είχε καλύτερα κι από παιδί του, και τον καλοτάιζε. Ο Γκεμάλης έπαιρνε στροφές σαν άνθρωπος, ήταν πονηρός. Ήταν και άγριος απέναντι σε κάθε ξένο, που δεν εμπιστευόταν.

- Γιατί τον έβγαλες Γκεμάλη; ρώτησα μια φορά τον πατέρα μου.

- Το ίδιο όνομα είχε δώσει ο πατέρας μου, ο παππούς σου, σ’ ένα σκύλο που είχαμε, που του είχε αδυναμία.

- Και γιατί τον είχε βγάλει Γκεμάλη; επέμεινα.

- Απ’ τον Κεμάλ Ατατούρκ, μου απάντησε! Ήταν ίδιος στην πονηριά και στην εξυπνάδα. Αλεπού!

Και μετά συμπλήρωσε:

- Και γιατί ήταν σκληρό σκυλί, άγριο, δύσκολα το έπιανες φίλο.

Αυτό του είχε πει ο πατέρας του, που είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία. Και μετά ξεκίναγε να του διηγείται ιστορίες για τη μικρασιατική εκστρατεία, για τις περιπέτειες και τις κακουχίες κι όσα πάθανε, που κόντεψε ν’ αφήσει τα κόκαλά του στην έρημο.

 

Ανοίγει πάλι η ψαλίδα...

«Ανοίγει πάλι η ψαλίδα…», μου έλεγε μια φίλη φανερά στενοχωρημένη.

Είχαμε συναντηθεί στην αγορά, βιαστικοί κι οι δυο. Μόλις πρόλαβα να τις πω δυο λόγια για να την καθησυχάσω. Αν είχαμε περισσότερο χρόνο θα της έλεγα πολύ περισσότερα, σαν κι αυτά που λέω παρακάτω.

Ο λόγος για τις δημοσκοπήσεις. Που, μετά το μαζικό φονικό στα Τέμπη που συγκλόνισε τη χώρα, έδειξαν για ένα διάστημα ένα σημαντικό κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στα δυο πρώτα κόμματα. Κυρίως έδειξαν να αγριεύουν οι εκλογικές διαθέσεις του κόσμου απέναντι στο κόμμα που κυβερνάει. Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός κι η ψαλίδα άρχισε ν’ ανοίγει ξανά. Σχεδόν σαν να μην είχε συμβεί το μακελειό ή σαν να είχαν συχωρεθεί ή ξεχαστεί οι τεράστιες ευθύνες ενός κράτους που τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αφού ξεχαρβαλώθηκε, αφού οδήγησε την κοινωνία σε πτώχευση οικονομική, πνευματική, ηθική, ξαναμονταρίστηκε στο ρόλο μιας οικογενειακής επιχείρησης που μοιράζει κέρδη κι εξυπηρετήσεις στους φίλους.

Το έλεγαν μερικοί όταν η ψαλίδα έδειχνε να κλείνει μετά την τραγωδία των Τεμπών: «κάτσε και θα δεις, στη χώρα αυτή κατοικούν λωτοφάγοι. Το μόνο που δεν ξεχνούν είναι η τσέπη τους». Αλλά ποια τσέπη; Αυτή πια δεν φτάνει να πληρώσει με το μηνιάτικο τις μέρες του μήνα. Οι περισσότεροι επέμειναν: «μη πιστεύεις τίποτα, όλα είναι στημένα». Κι άλλοι το προχωρούσαν: «κι αν δεν είναι στημένα, δηλαδή πουλημένα, δώσανε ποτέ λογαριασμό για το πώς κάνουν τις δημοσκοπήσεις, βγάζουν συμπεράσματα και μοιράζουν ποσοστά;». Κι άλλοι : «μα δεν το έμαθες ακόμα το μάθημα; Πόσες φορές, δεν έπεσαν τραγικά έξω στις προβλέψεις τους, απλούστατα γιατί τις έκαναν κατά πώς τους βόλευε ή τους υπαγόρευαν οι επικοινωνιολόγοι του κόμματος-πελάτη; Ως πότε θα γίνεσαι το θύμα στο παιχνίδι των συμφερόντων τους;». Κι ακόμα: «Τι περίμενες; Εδώ τον αρμόδιο υπουργό, που θα έπρεπε να είχε κρυφτεί από προσώπου γης μέχρι να κληθεί να πληρώσει για τις ευθύνες του, τον έβαλε ξανά υποψήφιο στο νομό Σερρών, σαν να μην έτρεξε τίποτα! Και τα πετσωμένα ΜΜ Αποβλάκωσης έσβησαν κάθε αναφορά στην τραγωδία! Πώς να μη ξεχάσει ο κόσμος;».

Είναι γνωστό πως δεν είναι λίγες οι φορές που οι δημοσκοπήσεις έπεσαν εκκωφαντικά έξω, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα πιο διαβόητα παραδείγματα αποτυχίας των δημοσκοπήσεων σημειώθηκε κατά τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016. Οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν σταθερά ότι η Χίλαρι Κλίντον θα κέρδιζε, με ορισμένες εκτιμήσεις να της δίνουν πάνω από 90% πιθανότητα νίκης. Όμως ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ που κέρδισε τις εκλογές. Στην Ελλάδα μια από τις πιο σημαντικές αποτυχίες των δημοσκοπήσεων σημειώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2015. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν σταθερά τον ΣΥΡΙΖΑ με οριακό προβάδισμα απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Ωστόσο, όταν έγινε η καταμέτρηση των ψήφων, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε με πολύ μεγαλύτερη νίκη από την προβλεπόμενη, εξασφαλίζοντας το 35,46% των ψήφων έναντι του 28,10% της Νέας Δημοκρατίας.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι δημοσκοπήσεις καθιερώθηκαν σε όλο τον κόσμο σαν ένα απαραίτητο εργαλείο για τη μέτρηση της κοινής γνώμης, Έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης πολιτικής. Παρέχουν έναν γρήγορο κι εύκολο τρόπο μέτρησης της κοινής γνώμης για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όχι μόνο των εκλογικών προτιμήσεων. Με βάση τα αποτελέσματά τους προσδιορίζονται οι λαϊκές τάσεις και προτιμήσεις και χαράσσονται πολιτικές. Εκείνο που τις διαφοροποιεί και τις «χρωματίζει» είναι ο σκοπός τους, που δεν είναι πάντα αγαθός. Όχι σπάνια είναι το αντίθετο: είναι κάτι ανήθικο και επιβλαβές για τη δημοκρατία!

Πράγματι, δεν είναι λίγες οι φορές που οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τη διάδοση παραπληροφόρησης (fake news) ή τη φίμωση των διαφωνούντων. Δηλαδή για κακόβουλους σκοπούς.

Ας δούμε τι συμβαίνει με την πρώτη, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι δημοσκόποι μπορούν να επιλέξουν και να διαμορφώσουν τις ερωτήσεις κατάλληλα (για τους σκοπούς τους), με τρόπο που οι απαντήσεις σ’ αυτές να δημιουργούν την πλαστή εικόνα που επιθυμούν. Μπορούν επίσης να χειραγωγήσουν τις μεθόδους δειγματοληψίας επιλέγοντας από το συνολικό πληθυσμό το κατάλληλο για τους σκοπούς τους δείγμα που τους συμφέρει. Μπορούν, τέλος, να προβάλλουν επιλεκτικά τα αποτελέσματα που τους συμφέρουν (δηλαδή συμφέρουν στους πελάτες τους που τους πληρώνουν για να κάνουν την έρευνα) ή να αποκρύψουν και να υποβαθμίσουν άλλα για να δημιουργήσουν την εντύπωση της λαϊκής υποστήριξης στον πελάτη τους ή για μια συγκεκριμένη άποψη ή πολιτική του πελάτη τους. Αποτέλεσμα: το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης επηρεάζει ανάλογα και αλλοιώνει την κοινή γνώμη. Τελικά αλλοιώνεται το αποτέλεσμα των εκλογών!

Τα παραπάνω έχουν σχέση με την παραπληροφόρηση, μια άλλη κακόβουλη χρήση των δημοσκοπήσεων. Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης μπορούν να παρουσιαστούν με τρόπο που να παραποιεί τα πραγματικά δεδομένα ή να προβάλλει επιλεκτικά ορισμένα ευρήματα ώστε το κοινό να οδηγηθεί σε ψευδή συμπεράσματα. Στη χειρότερη περίπτωση, μια δημοσκόπηση μπορεί να είναι ακόμη και εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη ή χειραγωγημένη για να εξυπηρετήσει μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα!

Οι δημοσκοπήσεις μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν για να φιμώσουν τις φωνές που διαφωνούν. Πώς γίνεται αυτό; Παρουσιάζοντας πλαστά αποτελέσματα που δείχνουν συντριπτική υποστήριξη για μια συγκεκριμένη θέση ή άποψη. Δημιουργείται με αυτό τον τρόπο μια ψεύτικη εικόνα συναίνεσης και αποθαρρύνονται οι διαφωνούντες να μιλούν εναντίον αυτής της άποψης. Οι διαφωνούντες αποφεύγουν τότε να εκφράσουν τις απόψεις τους. Αποτέλεσμα: η καταστολή διαφορετικών προοπτικών και ιδεών!

Ένα παραπροϊόν των πλαστών ή χειραγωγούμενων δημοσκοπήσεων είναι φυσικά και ο εκφοβισμός των οπαδών των αντίπαλων παρατάξεων για να μην εκφράζουν ανοιχτά τις προτιμήσεις τους από την απειλή να τιμωρηθούν από τους νικητές!

Από τα παραπάνω μπορούμε να αντλήσουμε κάποια σημαντικά συμπεράσματα για τις δημοσκοπήσεις, για τους κινδύνους εξαπάτησης που κρύβουν και τις απειλές κατά της δημοκρατίας και της κοινωνίας που προκύπτουν απ’ αυτές. Σαν κοινωνία, πρέπει να έχουμε μηχανισμούς και διαδικασίες για τον πιο αυστηρό έλεγχο των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μεθόδων και των κινήτρων πίσω από αυτές. Γιατί, με βάση όσα ειπώθηκαν, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κακά για την δημοκρατία και την κοινωνία από τη διενέργεια δημοσκοπήσεων, θα έφτανε ίσως κανείς μέχρι και να συμπεράνει ότι τόσο η δημοκρατία όσο και η κοινωνία θα είχαν περισσότερα να ωφεληθούν αν οι δημοσκοπήσεις έλειπαν από τη δημόσια ζωή!

Σε κάθε περίπτωση, ας είμαστε διπλά κουμπωμένοι!


4/14/2023

Πάσχα στην Πιάδα

  



Απόσπασμα 3 από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

 

Σ’ όλο το διάστημα που ξεχειμάσαμε στην Πιάδα, στη Νέα Επίδαυρο δηλαδή, τον πατέρα μου τον είδα δυο φορές. Η μια ήταν μέσα του Μάρτη, τότε που φόρτωσε αρνιά σ’ ένα καΐκι και τα έφερε από το νησί, την Κυρά, στην Πιάδα για να τα πουλήσει. Το Πάσχα ήταν κοντά. Την αγοραπωλησία την είχε κανονίσει ένας απ’ τους μπαρμπάδες μου. Τα λεφτά της είσπραξης απ’ το μαξούλι, την παραγωγή από το κοπάδι στην Κυρά, τα φύλαξε για τις υποχρεώσεις μας στο χωριό. Τα λιβαδιάτικα, αυτά που οφείλαμε για το νοίκι, γιατί το νησί δεν ήταν ελεύθερο, ήταν ιδιοκτησία, κι αυτά που οφείλαμε στον μπακάλη, τα ξεχρέωσε με τυρί. Εκείνη τη φορά που ήρθε, πέρασε μαζί μας τη νύχτα, αλλά δεν τον βάσταγε ο τόπος, ανησυχούσε για τα πρόβατα στο νησί. Έφυγε την άλλη μέρα ξημερώματα. Τον πήρε μαζί του ένας ψαράς που είχανε γνωριστεί και θα πήγαινε να σηκώσει τα παραγάδια του που τα είχε ρίξει κοντά στην Κυρά.

Η δεύτερη φορά που σμίξαμε ήταν παραμονή της Λαμπρής. Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήταν όψιμος ενώ και το Πάσχα είχε πέσει πολύ νωρίς, πρώτες μέρες του Απρίλη. Κανονικά εμείς, σ’ όποιο στανοτόπι και να είμαστε, όποτε και να έπεφτε το Πάσχα, τα μαζεύαμε, παίρναμε το κοπάδι και φεύγαμε για το χωριό. Εκεί κάναμε Ανάσταση, αρκούσε να είχε ζεσταθεί κάπως ο καιρός. Αλλά εκείνη τη χρονιά οι μπαρμπάδες μου είχαν λάβει μηνύματα απ’ το χωριό πως ο χειμώνας είχε πάει πολύ πίσω, βάσταγε, η Ζήρια ήταν φορτωμένη με χιόνια και το κρύο ήταν τσουχτερό. Στην Αγνάντα και στο νησί βέβαια είχαμε άλλο καιρό. Αποφάσισαν λοιπόν όλοι, μαζί κι ο πατέρας μου, ν’ αφήσουμε να περάσει το Πάσχα και μετά να κινούσαμε για το χωριό.

Ήρθε πρωί απ’ το νησί με τη βάρκα του ίδιου ψαρά που είχε έρθει και την προηγούμενη φορά. Εκτός απ’ το λαμπριάτικο αρνί, σφαγμένο, έτοιμο, έφερε μαζί του μπόλικο τυρί και δυο μεγάλες καρδάρες γιαούρτι. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου κάναμε Ανάσταση στο μοναστήρι στην Αγνούντα, και την άλλη μέρα γιορτάσαμε το Πάσχα όλοι μαζί στο λιβάδι που είχαμε τα κονάκια μας με τους μπαρμπάδες μου και τις οικογένειές τους. Και τη Δευτέρα τα ξημερώματα με την ίδια βάρκα επέστρεψε στο νησί.

 

3/13/2023

Κούτσουρα απελέκητα;



Απόσπασμα 2 από το βιβλίο «Στρατολάτες»

(Κώστας Παππής, Εκδόσεις Βασδέκη, 2022)

Αυτό που είπα μόλις τώρα μην παρεξηγηθεί, μη μπερδευτεί με το άλλο που λένε μερικοί ξύπνιοι, πως οι τσοπάνηδες είναι κούτσουρα απελέκητα, κι όταν ένα παιδί δεν παίρνει τα γράμματα του λένε «εσύ δεν κάνεις ούτε για τσοπάνης». Αυτοί που το λένε δεν ξέρουν τι λένε. Άντε να κάνεις τη δουλειά του τσοπάνη και θα καταλάβεις. «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός» είπε ο Χριστός, αυτόν διάλεξε για τίτλο του. Δεν είπε «Εγώ ειμί ο δικηγόρος ο καλός. ο βιομήχανος, ο λογιστής, ο μηχανικός, ο δάσκαλος». Ποιμήν, είπε. Τσοπάνης. Κι ο Αβραάμ, κι ο Ισαάκ κι όλη η φάρα τους, κι ο ίδιος ο βασιλιάς Δαβίδ, τσοπάνηδες ήταν.

Αλλά ας μιλήσουμε εμπορικά, αφήνοντας κατά μέρος τα θρησκευτικά όπου καθένας λέει και πιστεύει ό,τι του κατέβει, κατά πώς τον συμφέρει, πώς του φυτέψανε από μωρό παιδί τις ιδέες και πώς αφήνει να του πιπιλίζουν το μυαλό οι επιτήδειοι. Μην πάμε στην προϊστορική εποχή, πώς πρωτοδημιουργήθηκε πολιτισμός και ποιος έβαλε πλάτη. Ας έρθουμε στους νεότερους καιρούς. Ποιος με σκληρή δουλειά εξασφαλίζει το κρέας, το γάλα, το τυρί, το γιαούρτι, το βούτυρο για να τραφούμε, το μαλλί για να ντυθούμε, το δέρμα για να ποδεθούμε; Πόσοι μπορούν να κάνουν αυτές τις απαιτητικές δουλειές, που θέλουν, όχι μόνο δύναμη, αλλά και τέχνη και ψυχικές αντοχές; Ποιος πιο πολύ κρατάει την παράδοση στον λόγο, στη μουσική, στον χορό, στα ήθη και τα έθιμα;

Κι όσο για το «βαρετοί», έχεις βρεθεί σε τσελιγκάτο, σε μιτάτο, ν’ ακούσεις τραγούδια της τάβλας και μαντινάδες, να δεις χορούς όλο λεβεντιά και χάρη, και να ξενυχτίσεις με καλαμπούρια κι ιστορίες; Εκεί στα ψηλά βουνά που σελαγίζουν τα κοπάδια τους, ανοίγει το μυαλό τους όπως ο θώρακάς τους, για ν’ αναπνεύσει οξυγόνο και μύρα. Κι έχουν τα μάτια τέσσερα, να προφυλάξουν το κοπάδι απ’ τους επίβουλους, είτε ζώα είτε ανθρώπους, να μείνει ενωμένο και να οδηγηθεί στον τόπο που κρατάει πλούσια τροφή και δροσερό νερό, και να ξαποστάσει σε παχιές σκιές, κάτω από έλατα και πεύκα.

Πρόσθεσε σ’ όλα αυτά το «ντόμπροι και τίμιοι» και κάνε τώρα τη σούμα.